Πολλοί αναρωτιούνται πως γίνεται σε μια χώρα με κεφαλαιακούς ελέγχους και κλειστές τράπεζες το καλοκαίρι να συνεχίζει να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να αυξήσει τα ποσοστά της και την επιρροή της στις πρόσφατες εκλογές. Με διάφορους τρόπους προσπάθησε να ερμηνευτεί το παράδοξο του εκλογικού αποτελέσματος, το οποίο οφείλεται σε τρία διαδοχικά λάθη, που τελικώς οδήγησαν στην περιθωριοποίηση της αντιπολίτευσης.

Το πρώτο λάθος της αντιπολίτευσης ήταν η μη αλλαγή του εκλογικού νόμου με το μπόνους των 50 εδρών όσο βρίσκονταν στα κυβερνητικά έδρανα. Με ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα (όχι απαραίτητα της απλής αναλογικής) δεν θα είχαμε κυβερνητική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Κατά συνέπεια, θα οδηγούμασταν σε διαφορετικό κυβερνητικό σχήμα (με διαφορετικό οικονομικό επιτελείο και Πρόεδρο της Βουλής, ίσως και με διαφορετικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας), και κυρίως θα αποφεύγαμε τις παλινωδίες τις πεντάμηνης διαπραγμάτευσης-παρωδίας με τους δανειστές που οδήγησαν στο τρίτο μνημόνιο. Ένας αναλογικότερος εκλογικός νόμος θα επέβαλε εκ των πραγμάτων μία κυβέρνηση ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, καθώς και την απαραίτητη συναίνεση μεταξύ των κομμάτων για την προώθηση των επώδυνων αλλά και συνάμα αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η χώρα.

Το δεύτερο λάθος αφορά την επιλογή της αντιπολίτευσης να στηρίξει το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Η σύμπλευση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποταμιού νομιμοποίησε ένα παράτυπο δημοψήφισμα (σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα), αλλά και την επιλογή της κυβέρνησης να υφαρπάξει τη ψήφο του ελληνικού λαού προκειμένου να διαχειριστεί το εσωκομματικό της πρόβλημα. Αντίθετα, η προτροπή εκ μέρους της αντιπολίτευσης για αποχή από το δημοψήφισμα θα δυσκόλευε αρκετά τη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να οδηγήσει μόνη της στις κάλπες το 50%+1 του εκλογικού σώματος ώστε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος να κριθεί έγκυρο. Επιπλέον το πολιτικό προσωπικό που κλήθηκε να υποστηρίξει το ΝΑΙ ήταν κατώτερο των περιστάσεων. Οι εμφανίσεις των τέως πρωθυπουργών αλλά και οι φιλοευρωπαϊκές τσιρίδες του Άδωνι και των λοιπών “ευρωπαϊστών” οδήγησαν τους πολίτες σε ένα αντιδραστικό ΟΧΙ.

Το τρίτο και κρισιμότερο λάθος ήταν η στάση της αντιπολίτευσης την επομένη του δημοψηφίσματος και μέχρι την προκήρυξη των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη, με αποκορύφωμα τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στο προεδρικό μέγαρο. Εκεί συνέβη το πρωτοφανές γεγονός για μία σύγχρονη δημοκρατία, η αντιπολίτευση με τη στάση της να αυτοακυρώσει το θεσμικό της ρόλο. Η άνευ όρων παράδοσή της στο ντουέτο Τσίπρα-Καμμένου και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου νομιμοποίησε τη ρητορική της κυβέρνησης και της έδωσε συγχωροχάρτι για την καταστρεπτική πολιτική της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης (παρά τα λεγόμενα περί του αντιθέτου). Επίσης, άφησε χωρίς ουσιαστική εκπροσώπηση την μερίδα του κόσμου που επλήγη από τις συνέπειες της πολιτικής αυτής (επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες, άνεργοι). Η αντιπολίτευση επί της ουσίας επέλεξε να υπογράψει μία λευκή επιταγή, χωρίς να επιδιώξει καν να επιβάλλει στοιχειώδη συνεννόηση σε θέματα παιδείας, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, ή ακόμα και επιμερισμό της εξουσίας με μία κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Η επιπόλαιη αυτή στάση δεν εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως τόσο από τους ψηφοφόρους όσο και από τον ίδιο το Πρωθυπουργό που αντάμειψε την αντιπολίτευση με πρόωρες εκλογές, έχοντας εξασφαλίσει πρώτα τη ψήφο τους στο τρίτο μνημόνιο. Σε περίπτωση που έρχονταν αντιμέτωποι με μία αδιάλλακτη στάση από τον Πρωθυπουργό θα μπορούσαν να τον είχαν προτρέψει να μοιραστεί το ταξί για το νομισματοκοπείο με το Λαφαζάνη.

Έχοντας χάσει το μομέντουμ του δημοψηφίσματος, θα συνεχίσει η αντιπολίτευση να χορεύει σε ρυθμούς ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στηρίζοντας τους εφαρμοστικούς νόμους χωρίς έναν ξεκάθαρο οδικό χάρτη εξόδου από τη κρίση;