Εν αρχή ην (το 1968) «ο θάνατος του συγγραφέα»: το αεριούχο σλόγκαν του Ρολάν Μπαρτ, που, λύνοντας διά παντός το πρόβλημα της καταγωγής και του νοήματος των γλωσσικών κειμένων, έγινε το σύμβολο και η εκσυγχρονιστική ταυτότητα των απανταχού μεταμοντέρνων. Το κείμενο, έλεγε το σλόγκαν, δεν το γράφει ένας άνθρωπος, ένας συγγραφέας, αλλά η Γλώσσα δι’ ενός γραφέα, που δεν είναι άνθρωπος αλλά απλώς «ένα χέρι αποκομμένο από κάθε φωνή, από κάθε προέλευση, το οποίο δεν έχει άλλη προέλευση από την ίδια τη γλώσσα».
Αυτά στον χώρο, κυρίως, της λογοτεχνικής κριτικής. Είκοσι χρόνια αργότερα ένα άλλο σλόγκαν, που είχε εμφανιστεί το 1983 ως τίτλος και οπτική γωνία βιβλίου, θα ερχόταν να συμπληρώσει, με την ίδια απήχηση στο πεδίο των σπουδών της εθνοδιαμόρφωσης κυρίως, ένα μεταμοντέρνο δίδυμο. Ο τίτλος του βιβλίου Imagined Communities (Φαντασιακές κοινότητες) του Μπένεντικτ Αντερσον θα γινόταν η μαγική φράση που άνοιγε την πύλη του ονειρικού κόσμου της πανεπιστημιακής πρωτοπορίας. Το μέγεθος της γοητείας που άσκησε, και ασκεί, διεθνώς αυτή η φράση φαίνεται από την πυκνότητα της χρήσης της –με την Ελλάδα, βεβαίως, αναλογικά, στην κορυφή του δείκτη της –παρά τις επιφυλάξεις του Αντερσον ως προς τη δυνατότητα καθολικής εφαρμογής της θεωρίας του. Συνέβη δηλαδή κι εδώ κάτι ανάλογο με τον «θάνατο του συγγραφέα», όπου οι θιασώτες του Μπαρτ συνέχισαν επί δεκαετίες να ομνύουν στη μαγική του φόρμουλα, παρότι ο Μπαρτ ήδη τρία χρόνια μετά την επινόησή της χαιρέτιζε ενθέρμως «τη φιλική επιστροφή του συγγραφέα».
Αλλά ας δούμε πώς νοεί ο Αντερσον την έννοια της φράσης με την οποία ορίζει το έθνος: «Το έθνος», γράφει, «αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο, επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν» (ελληνική έκδοση του βιβλίου).
Αφήνοντας κατά μέρος το θέμα της καθιερωμένης στα ελληνικά μετάφρασης του imagined (η λέξη νοερή, όπως έχει επισημανθεί, είναι ακριβέστερη), θα πρέπει να σημειώσει κανείς τρία πράγματα. Πρώτον, ότι ο παραπάνω ορισμός είναι –και έχει επικριθεί ως –αυτονόητος, ανάμεσα σε άλλα και γιατί ο Αντερσον μπορούσε να είχε διατυπώσει τη θεωρία του και χωρίς αυτόν (είναι προφανές ότι στον ορισμό του υπερισχύει η μεταμοντέρνα θεωριοποίηση του αυτονοήτου)· δεύτερον, ότι μιλώντας για πολιτική κυριαρχία της κοινότητας, ο Αντερσον ταυτίζει την έννοια του έθνους με την έννοια του έθνους-κράτους· και, τρίτον, ότι η μεγαλύτερη απήχηση στον τόπο μας του χαρακτηρισμού φαντασιακό για το έθνος είναι αποτέλεσμα της εύλογης, αλλά υπέρμετρης, αποστροφής των περισσότερων πανεπιστημιακών ιστορικών μας (και όχι μόνο αυτών) για τις μυθοποιήσεις της εθνικιστικής ιστοριογραφίας μας, σε συνέργεια με τον επαρχιωτισμό της άκριτης επιθυμίας για συμπόρευση με τα καινοφανή διαδραματιζόμενα στα δυτικά κέντρα.
Με λίγα λόγια: αν το σλόγκαν του Μπαρτ εξήγγελλε τον θάνατο του συγγραφέα, η φόρμουλα του Αντερσον ανήγγελλε τον θάνατο του έθνους πριν από το εθνικό κράτος. Γαλουχημένοι με τα νάματα του απόλυτου σχετικισμού του μεταμοντέρνου άπειρου ερμηνευτικού ανοίγματος, οι περισσότεροι έλληνες χρήστες της προσέλαβαν, και προσλαμβάνουν, το φαντασιακό ως φανταστικό, οδηγώντας τις εγχώριες μυθοποιητικές ενορμήσεις από το ένα άκρο στο άλλο: από την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού στην ανυπαρξία του πριν από το 1830.
Είναι τόση η λάμψη αυτής της φόρμουλας στη χώρα μας, ώστε ακόμη και σοβαροί μελετητές να δέχονται την επιφοίτησή της. Αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το πρώτο είναι εκείνο πανεπιστημιακού η οποία το 1978 επέκρινε –και σωστά –τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας γιατί, ενώ «ο ελληνισμός αρχίζει να αποκτά εθνική συνείδηση γύρω στον 13ο αιώνα» (η μελετήτρια, εδώ, παραπέμπει στον Σβορώνο), αυτά αποσκοπούν «να πείσουν τους μαθητές ότι το έθνος υπάρχει πριν από τον κόσμο». Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, το 1997, υπό το αποκαλυπτικό φως του Αντερσον, η ίδια επικρίνει, και μάλιστα σφοδρότατα, ένα σχολικό εγχειρίδιο γιατί, ενώ η εθνική συνείδηση είναι ανύπαρκτη ώς το τέλος του 18ου αιώνα, αυτό «προβάλλει την [ελληνική] εθνική συνείδηση του 19ου αιώνα σε όλη την περίοδο προς τα πίσω».
Το δεύτερο παράδειγμα: Σε μιαν εξαίρετη διατριβή για τον νεοελληνικό Διαφωτισμό (1978), βασισμένη σε γερή έρευνα, η περιγραφή της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων του 18ου αιώνα αποτελεί το θέμα ενός κεφαλαίου της. Μερικά χρόνια αργότερα σε δύο μελέτες του (1989, 1996), στον τίτλο της πρώτης από τις οποίες δεσπόζει η φόρμουλα του Αντερσον, ο συγγραφέας της διατριβής ανακαλύπτει ότι στα Βαλκάνια του 18ου αιώνα δεν υπάρχει εθνική συνείδηση παρά μόνο «μια βαλκανική νοοτροπία».
Οι δύο πανεπιστημιακοί δεν στηρίζουν την παλινωδία τους σε τεκμήρια της ιστοριογραφικής έρευνας –επαφίενται στο φαντασιακό της θεωρίας. Σημειωτέον ότι στο βιβλίο του ο Αντερσον δηλώνει ότι ελάχιστα γνωρίζει τη νεοελληνική ιστορία.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ