Τα ενδεχόμενα μετεκλογικών συνεργασιών και οι όροι που θα ευνοούσαν τη δημιουργία του ενός ή του άλλου σχήματος σε περίπτωση εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ μελετώνται στο στενό επιτελείο του Αλ. Τσίπρα.
Παρά την αισιοδοξία ή και βεβαιότητα του στενού κύκλου συνεργατών του για την εκλογική επικράτηση, το μετεκλογικό σκηνικό με δυσκολία μπορεί να προβλεφθεί καθώς δεν υπάρχει σαφής εικόνα ως προς το ποια και πόσα κόμματα θα βρεθούν στην επόμενη Βουλή, με ποια από αυτά θα μπορούσε να συνεργαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ, υπό ποιους όρους και με τι στόχο.
Ο κ. Τσίπρας και άλλοι όπως ο Ι. Δραγασάκης έχουν σπεύσει να προαναγγείλουν έναν νέο κύκλο επαναδιαπραγμάτευσης για τα εργασιακά και τις απολύσεις, τα οποία θεωρούν ότι περιλαμβάνονται στις «χαλαρές» δεσμεύσεις της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου.
Αλλοι όπως ο Ν. Βούτσης έχουν φροντίσει να δηλώσουν ότι οι δρόμοι του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ μπορεί και να ξανασυναντηθούν αφού είναι πολιτικά συγγενείς χώροι. Πάντως ο ίδιος ο κ. Τσίπρας σε μία από τις τελευταίες προεκλογικές συνεντεύξεις του είπε ότι «δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε κάτι τέτοιο».
Υπό αυτή την έννοια, ο κ. Τσίπρας έχει προεκλογικώς ανοίξει τη βεντάλια των πιθανοτήτων, έχει αφήσει όλα τα ενδεχόμενα συνεργασίας ανοιχτά και έχει αποκλείσει –με προσεκτικές διατυπώσεις –μόνο το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με τη ΝΔ.
Αποδέσμευση από τους ΑΝΕΛ(;)
Η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, η οποία «έκλεισε» από το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου 2015, ήταν μια κίνηση συμφωνημένη από τους Αλ. Τσίπρα και Π. Καμμένο ήδη από τον Μάρτιο του 2013.
Με τα δεδομένα του Ιανουαρίου και με την ορμή του ΣΥΡΙΖΑ προς την αντιμνημονιακή περιπέτεια, ο κ. Τσίπρας είχε άλλωστε προειδοποιήσει ότι «θα συνεργαζόταν και με τον Διάβολο»…
Εν όψει των επικείμενων εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου, οι συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί. Ο τέως πρωθυπουργός εμφανίζεται μεν να δηλώνει πως η συνεργασία με το κόμμα του Π. Καμμένου παραμένει ένα ανοιχτό ενδεχόμενο.
Σύμφωνα με κάποιους, ο κ. Τσίπρας θα αισθανόταν μια περίεργη πολιτική ανακούφιση αν οι ΑΝΕΛ δεν κατόρθωναν να εισέλθουν στην Βουλή. Δεν θα ετίθετο έτσι καν το δίλημμα για το αν θα πρέπει ή θα χρειαστεί να συνεργαστεί εκ νέου μαζί τους. Πλην όμως, η είσοδος (ή μη) των ΑΝΕΛ στη Βουλή είναι μια παράμετρος της εξίσωσης που θα γίνει γνωστή την Κυριακή το βράδυ.
Οπως όλα δείχνουν και όπως αφήνουν να εννοηθεί κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας θα επιθυμούσε, εφόσον αναδειχθεί νικητής των εκλογών, να συνεργαστεί με το ΠαΣοΚ και το Ποτάμι. Σε περίπτωση που επεδίωκε κάτι τέτοιο, η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ θα έμπαινε σε δεύτερη μοίρα ή και θα ξεχνιόταν εντελώς. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ένα κυβερνητικό σχήμα με τους ΑΝΕΛ δεν θα γινόταν αποδεκτό από τη Φώφη Γεννηματά και τον Στ. Θεοδωράκη, όπως και η άνευ όρων κυβερνητική σύμπραξη.
Στον δρόμο προς τον σοσιαλισμό…
Οποια και αν είναι η έκβαση των εκλογών, από την επόμενη Δευτέρα ο κ. Τσίπρας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη διαχείριση ενός σοβαρού εσωτερικού προβλήματος. Εχοντας υπογράψει ο ίδιος το τρίτο Μνημόνιο, θα κληθεί να φέρει το κόμμα του στα μέτρα της νέας πραγματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό και αναλόγως πάντοτε των εξελίξεων, ανοιχτό παραμένει το πότε θα γίνει το νέο συνέδριο και τι χαρακτηριστικά επανίδρυσης θα προσλάβει η διαδικασία.
Η σχετική αγωνία αναδεικνύεται στο προοίμιο του σχεδίου προγράμματος που δημοσιοποιήθηκε στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας και φέρει τη σφραγίδα του Αρ. Μπαλτά.
Πέραν της παραδοχής για πρώτη φορά ότι τα capital controls δεν ήταν έργο μιας διεθνούς σκοτεινής συνωμοσίας [«κάναμε όλα όσα ήταν δυνατά για να ανταπεξέλθουμε (sic) στη χρηματοπιστωτική ασφυξία (καθυστέρηση πληρωμών στο ΔΝΤ, άρνηση να παρατείνουμε την προηγούμενη δανειακή σύμβαση, επιβεβλημένους ελέγχους κεφαλαίων ώστε να προστατέψουμε το τραπεζικό σύστημα από τον χρηματοδοτικό εκβιασμό της ΕΚΤ)»], οι πρώτες ενδείξεις της ιδεολογικής αγωνίας είναι εμφανείς.
Μεταξύ των άλλων σημειώνεται στο εισαγωγικό κείμενο του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ: «Αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι η επιβεβλημένη νίκη στις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη δεν ενέχει τους δικούς της κινδύνους: τους κινδύνους της πολιτικής μετάλλαξης του κόμματος κάτω από την πίεση των δυσμενών συσχετισμών αλλά και των δεσμεύσεων που επιβάλλει το νέο Μνημόνιο, την απονεύρωση του κόμματος και την αποκοπή του από τα λαϊκά και εργαζόμενα στρώματα που επιδιώκει να εκπροσωπεί, τη μετατροπή του σε ήπιο διαχειριστή του μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού».
Παρά ταύτα, το Μνημόνιο εμφανίζεται ως μια παρένθεση στην πορεία προς τον σοσιαλισμό: «Διότι είναι άλλο πράγμα να αποδέχεται κανείς τον νεοφιλελευθερισμό ως στρατηγικό ορίζοντα, ως τον μοναδικό δρόμο προς την κοινωνική ευημερία, και άλλο πράγμα να αναγνωρίζει ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, με δεδομένους πολιτικούς συσχετισμούς, οφείλει να κάνει έναν τακτικό και πρόσκαιρο συμβιβασμό ώστε να είναι σε θέση να συνεχίζει να αγωνίζεται με στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό, διατηρώντας ζωντανή τη δυνατότητα κατίσχυσης» επισημαίνεται σχετικώς.
Εκθεση του ιδρύματος Konrad Adenauer-Από την «κωλοτούμπα» στο «σπαγκάτ»…
»Σε αυτό το φόντο, η περαιτέρω μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μια αληθινά φιλοευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη του μεσαίου χώρου δεν φαντάζει πιθανή. Το πολιτικό σπαγκάτ αναμένεται να ολοκληρωθεί αν το κόμμα είτε ως πλειοψηφική είτε ως μειοψηφική δύναμη συμμετάσχει στην επόμενη κυβέρνηση. Εξίσου πιθανή θεωρείται όμως και η επιστροφή στη δομική αντιπολίτευση, ενάντια σε κάθε μεταρρύθμιση και εξοικονόμηση, εφόσον η κυβέρνηση σχηματιστεί χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ».
Εκθεση του ιδρύματος Konrad Adenauer-Από την «κωλοτούμπα» στο «σπαγκάτ»…
Με δεδομένη τη στάση αναμονής που τηρείται στην Ευρώπη μέχρις ότου διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό τοπίο στην Αθήνα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μηνύματα και οι αναλύσεις που στέλνονται από διεθνείς πολιτικούς παρατηρητές.
Στην τελευταία του έκθεση προς το Βερολίνο για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, το γραφείο του χριστιανοδημοκρατικού Ιδρύματος Konrad Adenauer στην Αθήνα σημειώνει μεταξύ των άλλων: «Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει ένα νέο ξεκίνημα, μεταξύ των άλλων προσπαθώντας να διαμορφώσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο την προοπτική εφαρμογής του προγράμματος. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό προσπαθεί να παρουσιάσει το ίδιο πρόγραμμα ως προϊόν εκβιασμού και αποτέλεσμα ενός σκληρού και δυστυχώς χαμένου αγώνα των Ελλήνων. Υπό αυτές τις συνθήκες και εν όψει των εκλογών, δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται η τεκμηρίωση της ρητορικής του με αξιόπιστο πολιτικό περιεχόμενο.
»Σε αυτό το φόντο, η περαιτέρω μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μια αληθινά φιλοευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική πολιτική δύναμη του μεσαίου χώρου δεν φαντάζει πιθανή. Το πολιτικό σπαγκάτ αναμένεται να ολοκληρωθεί αν το κόμμα είτε ως πλειοψηφική είτε ως μειοψηφική δύναμη συμμετάσχει στην επόμενη κυβέρνηση. Εξίσου πιθανή θεωρείται όμως και η επιστροφή στη δομική αντιπολίτευση, ενάντια σε κάθε μεταρρύθμιση και εξοικονόμηση, εφόσον η κυβέρνηση σχηματιστεί χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



