Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων θεωρεί ότι, εφόσον το τρίτο Μνημόνιο έχει ψηφιστεί από τη μεγάλη πλειοψηφία της προηγούμενης Βουλής, η επόμενη μέρα της χώρας είναι προδιαγεγραμμένη και, επομένως, το αποτέλεσμα των εκλογών έχει μικρή μόνο σημασία. Παραδόξως, τα περισσότερα κόμματα έχουν αποδυθεί σε ένα πλειστηριασμό υποσχέσεων για αναθεώρηση των όρων του Μνημονίου με «ισοδύναμα μέτρα», τα οποία όμως ποτέ δεν προσδιορίζονται. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος επιθυμεί το «νέο» που θα αντικαταστήσει το φθαρμένο «παλιό».

Το Μνημόνιο περιέχει μέτρα δημοσιονομικά και μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα. Τα περιθώρια αλλαγής των όρων του Μνημονίου είναι υπαρκτά, αλλά περιορισμένα. Για να τελεσφορήσουν με επιτυχία οι σχετικές διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών μας απαιτείται, μεθοδικότητα, γνώση και τεχνική επάρκεια.
Τα δημοσιονομικά μέτρα του Μνημονίου είναι εμπροσθοβαρή, ενώ τα διαρθρωτικά εκτείνονται σε βάθος χρόνου. Και είναι ακριβώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυτές οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο και την οριστική έξοδο της Ελλάδας από την κρίση.
Οι ρίζες της κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται στη σταδιακή μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 2000. Η μείωση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται στο ότι, ουσιαστικά, από την εγκατάλειψη από την τότε κυβέρνηση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού το 2001, εγκαταλείφθηκε κάθε σημαντική μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά με κάποια χρονική υστέρηση. Στα χρόνια πριν το 2001 είχαν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Αυτός ήταν ο λόγος, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια που έφερε το ευρώ, που παρά την έλλειψη μεταρρυθμίσεων η Ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν ως το 2007. Μετά ήρθε η κατακρήμνιση.
Τα τελευταία χρόνια, και παρά την αντίδραση ποικιλώνυμων ομάδων συμφερόντων και των προστατών τους στα παραδοσιακά αλλά και στα «αριστερά» κόμματα, έχουν γίνει αρκετές μεταρρυθμίσεις, γεγονός που πιστοποιείται από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Για παράδειγμα, η Ελλάδα βελτίωσε τη θέση της από την 96η μεταξύ 181 χωρών το 2009 στην 61η μεταξύ 189 χωρών το 2015, ενώ σύμφωνα με την ετήσια έκθεση «Going for Growth» του ΟΟΣΑ η Ελλάδα είναι η χώρα του ΟΟΣΑ που έχει υλοποιήσει τον μεγαλύτερο αριθμό σημαντικών μεταρρυθμίσεων από το 2010 μέχρι σήμερα.. Όμως, ακόμα βρισκόμαστε πίσω από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες και έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε για να φτάσουμε τις προπορευόμενες χώρες.
Αυτός είναι ο λόγος που στο πολιτικό πεδίο η χώρα μας έχει ανάγκη από ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό κόμμα. Στον τομέα αυτό το Ποτάμι υπερέχει αισθητά όλων των υπολοίπων κομμάτων που επαγγέλλονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αναμφίβολα, το Ποτάμι αντιπροσωπεύει το «νέο» που φαίνεται να επιζητεί μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος ενώ, επιπρόσθετα, διαθέτει σημαντικό αριθμό στελεχών και φίλων με γνώσεις και τεχνική επάρκεια στο χειρισμό θεμάτων που άπτονται πληθώρας σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Γι’ αυτό, η ενίσχυση του Ποταμιού στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου και η ανάδειξή του σε ισχυρό παράγοντα στις συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης που θα ακολουθήσουν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για την επόμενη μέρα της χώρας μας και τη στροφή σε μεταρρυθμιστικές πολιτικές που θα ευνοούν την οικονομική ανάπτυξη και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

* Ο κύριος Πάνος Τσακλόγλου είναι Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών