Ποιο αποτέλεσμα είναι το καλύτερο για τη χώρα στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου; Να αναδειχθεί μια πολυκομματική ισχυρή κυβέρνηση η οποία να μπορεί να προχωρήσει με γοργούς ρυθμούς στην εφαρμογή του Μνημονίου –τις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις. Με τις σημερινές συνθήκες είτε μια κυβέρνηση με βασικό κορμό τη ΝΔ είτε μια κυβέρνηση με βασικό κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στις δύο περιπτώσεις με τη στήριξη ΠαΣοΚ και Ποταμιού, θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά.
Μάλιστα, παραδόξως, μια μικρή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που θα υποχρέωνε το κόμμα του κ. Τσίπρα να «δει το φως το αληθινό» και να προσεγγίσει υποχρεωτικά την Ευρώπη ίσως να είναι προτιμότερη από μια ήττα του ΣΥΡΙΖΑ που θα τον έφερνε στην αντιπολίτευση δίνοντάς του και πάλι τη δυνατότητα να «πετάει πέτρες» στη βιτρίνα της μνημονιακής διακυβέρνηση ΝΔ – ΠαΣοΚ – Ποταμιού και να εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος. Εξάλλου, το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι αποδεδειγμένα ευρωπαϊκό και έχει εφαρμόσει μνημόνια, άρα έχει περισσότερες πιθανότητες να μην μπει στον πειρασμό της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης (σαν αυτή που έκανε το 2009 στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου) αν μείνει εκτός κυβέρνησης απ’ ό,τι ο ψευδοευρωπαϊστής ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει βαθύτατα διχασμένος και απρόθυμος να ακολουθήσει τη μνημονιακή κατεύθυνση.
Ωστόσο η πιο σταθερή και αποτελεσματική κυβέρνηση στη σημερινή συγκυρία που θα άλλαζε το πολιτικό σκηνικό και θα έδινε άλλη προοπτική στον τόπο θα ήταν μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» στα γερμανικά πρότυπα. Μια συνεργασία δηλαδή ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία θα μπορούσαν να μετάσχουν το Ποτάμι και το ΠαΣοΚ. Θα προέκυπτε ιδανικά εάν οι διαφορές μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος ήταν πολύ μικρές (μία έως τρεις ποσοστιαίες μονάδες), με τη δύναμη του πρώτου κόμματος κοντά το 30% και με παράλληλη ενίσχυση των μικρών ευρωπαϊκών κομμάτων. Στην περίπτωση αυτή τα δύο μικρότερα κόμματα θα μπορούσαν να επιβάλουν τον «μεγάλο συνασπισμό» εκβιάζοντας ότι δεν είναι διατεθειμένα να μπουν σε κυβέρνηση χωρίς ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μαζί.
Μια τέτοια κυβέρνηση θα είχε πολύ μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή και θα μπορούσε να υλοποιήσει με ταχείς ρυθμούς το Μνημόνιο χωρίς να φοβάται ότι θα πέσει αν κάποιοι βουλευτές το «παίξουν» αντάρτες. Το κυριότερο, όμως, θα είχε την κοινοβουλευτική και διαπραγματευτική ισχύ των κομμάτων όλου του πολιτικού φάσματος να αλλάξει σε συνεννόηση με τους δανειστές κάποιες βαριές φορολογικές διατάξεις του προγράμματος αντικαθιστώντας τες με μείωση των δαπανών του Δημοσίου, με βαθιές μεταρρυθμίσεις ή με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Θα ήταν η πιο συμφέρουσα κυβέρνηση για τον τόπο και για έναν ακόμη λόγο: θα υποχρέωνε τον ΣΥΡΙΖΑ –ο οποίος μετά από πολύχρονη περιπλάνηση στους αντιμνημονιακούς αιθέρες αναγκάστηκε να προσγειωθεί στη σκληρή πραγματικότητα και να υπογράψει μνημόνιο –να εφαρμόσει στην πράξη όσα δέχτηκε με βαριά καρδιά. Και να μην μπορεί ποτέ στο μέλλον να κάνει κουτοπονηριές στις πλάτες των άλλων υποσχόμενος ανέφικτες παροχές και ελαφρύνσεις από έναν χρεοκοπημένο προϋπολογισμό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



