Στα τέλη των 90s, στα κλαμπ της συμφοράς, εκεί όπου οι νέοι πήγαιναν για να ζήσουν όπως έβλεπαν στην τηλεόραση, ανάμεσα στα ντεσιμπέλ που έχουν ήδη αφαιρέσει ένα μέρος της ακοής αυτής της γενιάς, συχνά πυκνά η μουσική σταματούσε. Στο κλαμπ επικρατούσε ησυχία και μια οργισμένη, τσιριχτή φωνή ακουγόταν να καταριέται τις οικογένειες Παπανδρέου και Μητσοτάκη. Στο τέλος, ύστερα από ένα λυτρωτικό «να πάνε στο διάολο όλοι», το κέφι άναβε ξανά.
Η φωνή ανήκε στον Βασίλη Λεβέντη, έναν άνθρωπο που για χρόνια αποτελούσε τον ορισμό του bullying –προτού ακόμη μάθουμε να ανατριχιάζουμε με τη λέξη. Ο αυτοσχέδιος πολιτικός με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο ήταν ένα από τα πρώτα θύματα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Με τα ξεσπάσματά του, τις κατάρες του, τα οργισμένα λογύδριά του, συμβόλιζε τον ιδανικό «τρελό του χωριού». Εναν από τους πολλούς ανθρώπους που η τηλεόραση εκμεταλλεύτηκε και διαπόμπευε με τη βοήθεια των πρόθυμων τηλεθεατών. Τα ερωτοδικεία, οι Αννίτες Πάνιες και όλα τα υπόλοιπα απάνθρωπα reality shows ακολούθησαν, κολακεύοντας τον μέσο τηλεθεατή που ένιωθε να είναι πιο έξυπνος από τα θύματα. Η διαπόμπευση των αδυνάτων, η συνωμοσία του μέσου όρου. Η Ελλάδα στα 90s.
Την ίδια εποχή, έξω από τα γραφεία του κόμματός του στην πλατεία Καραϊσκάκη, όλη η πιτσιρικαρία της Αθήνας το έσκαγε από τα φροντιστήρια της πλατείας Κάνιγγος και έτρεχε στις προεκλογικές του ομιλίες. Οι πιτσιρικάδες ήθελαν να μυηθούν στη διαπόμπευση που απολάμβαναν οι γονείς τους, ήθελαν να είναι και αυτοί εκεί όταν ο Λεβέντης έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα: έβριζε το κατεστημένο που τον πολεμούσε.
Από αυτή την άποψη, της καταγγελίας, της αγανάκτησης, της συνωμοσίας, ήταν πρωτοπόρος. «Οταν τα έλεγα εγώ, κανείς δεν άκουγε, τότε όλοι ήθελαν να βάλουν το παιδί τους στη ΔΕΗ. Σήμερα με ακούν» είχε δηλώσει πριν από λίγους μήνες στο ΒΗΜΑgazino και στον Αντώνη Ντινιακό. Και, άθελά του, περιέγραψε έναν από τους λόγους για τους οποίους μέσα στο 2015 ετοιμάζεται να μπει στη Βουλή.
Ο Βασίλης Λεβέντης το 2012 είχε πάρει 17.145 ψήφους. Στις πρώτες εκλογές του 2015 έλαβε 110.827, με τη βοήθεια των οπαδών του ΠΑΟΚ που τον επέβαλαν ως μόδα (στη Θεσσαλονίκη δεκαπλασίασε τα ποσοστά του σε σχέση με τις εκλογές του 2012). «Αν είχαμε λίγη βοήθεια από τα media, θα μπαίναμε στη Βουλή» είπε πριν από λίγο καιρό. Πλέον, την έχει. Καθημερινά σχεδόν εμφανίζεται στην τηλεόραση μειλίχιος, συμπαθητικός, ένα πρώην θύμα λοιδορίας, ένας δικαιωμένος «προφήτης». Οι μπερδεμένοι τηλεθεατές, ευχαριστημένοι που βρήκαν ένα νέο παιχνίδι, αναρωτιούνται: «Γιατί να μην μπει και αυτός στη Βουλή; Τόσοι και τόσοι χειρότεροι είναι ήδη μέσα».
Οποιος πάει στα γραφεία του κόμματος θα καταλάβει πως μπορεί ο κ. Λεβέντης να είναι συμπαθής, να έχει αποκηρύξει τις κατάρες, τις φωνές, τα τηλεοπτικά melt down, να μιλάει για μεταρρυθμίσεις, αλλά εκτός από ένα έξυπνο rebranding του ίδιου ως δικαιωμένου, το όλο εγχείρημα του κόμματος είναι μια σχεδόν οικογενειακή υπόθεση, ένα γινάτι που δικαιώθηκε, μια ιστορία επιμονής.
Αν ήταν προσωπική ιστορία, θα ήταν συμπαθητική. Επειδή όμως είναι πολιτική, είναι ενοχλητική. Στον καιρό της αγανάκτησης, πολλοί άνθρωποι επανεφηύραν τον εαυτό τους, τον καλίμπραραν, άκουσαν «τι θέλει ο κόσμος» και έκαναν καριέρα. Ο Βασίλης Λεβέντης είναι αλήθεια πως δεν άλλαξε πολύ –η πραγματικότητα άλλαξε στο σημείο που να θεωρείται απαραίτητος πια. Δεν έγινε αυτός πιο κανονικός, η πραγματικότητα έγινε ακανόνιστη.
Ολο και περισσότεροι ψηφοφόροι, ζαλισμένοι από τις πολιτικές απογοητεύσεις, σαν προδομένοι εραστές που ψάχνουν παρηγοριά, ετοιμάζονται να συγκρίνουν με βάση τον χειρότερο και όχι τον καλύτερο. Να ψηφίσουν με τη λογική «Χειρότερος είναι ο Λεβέντης;».
Ισως όχι. Αλλά όλοι όσοι αποθεώνουν τις προφητείες του ξεχνούν μια απλή αλήθεια: Ακόμη και ένα σταματημένο ρολόι δείχνει τη σωστή ώρα δύο φορές την ημέρα. Και στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό είναι ξεκάθαρο πως δεν δουλεύουν σωστά ούτε τα ρολόγια.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Αυγούστου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ