Από τον πέμπτο όροφο του κτιρίου του ΔΟΛ η κίνηση στη Μιχαλακοπούλου κυλάει νωχελικά, μεσημεριάτικα, αυγουστιάτικα. Οι οθόνες επιμένουν ότι οι στιγμές είναι κρίσιμες για την αποικία του βαλκανικού Νότου. Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή από τη θερινή άδεια, οι φίλοι μετράνε φραγκοδίφραγκα, γερμανικά μάρκα μασκαρεμένα σε ευρώ. Κάλπες θα στηθούν, να μιλήσει ο κυρίαρχος χρεοκοπημένος. Στο σπίτι τα άπλυτα χόρεψαν κυκλικά στο πλυντήριο, ήδη μετεωρίζονται στο πίσω μπαλκόνι. Και τις νύχτες το φεγγάρι επιμένει να ασημώσει την τσιμεντοθάλασσα για να πουλήσει ελπίδες, σε μισάνοιχτη συσκευασία υποχρεωτικού μονόδρομου.
Μέχρι να ξαναπιάσει δουλειά ο τρέχων κτηνώδης ρεαλισμός, ριπές λάμψης από θραύσματα μνήμης ακριβής τρυπάνε τους τσίγκινους κουβάδες του καθημερινού μαγγανοπήγαδου. Πολυτέλεια; Καθόλου. Aνάγκη να επιβεβαιωθεί ότι ο πολιτισμός παραμένει η σωτηρία της ψυχής απέναντι στον χορό του Ζαλόγγου. Και η ακριβότερη μνήμη των διακοπών, τουλάχιστον στο προσωπικό μου χρηματιστήριο θερινών αξιών, ήταν η κάθοδος στην Κύπρο και η άνοδος στο ημιορεινό χωριό Κάτω Δρυς. Εκεί όπου διοργανώθηκαν εφέτος το Μουσικό Χωριό Φέγγαρος πρώτα και μετά το τριήμερο Μουσικό Φεστιβάλ Φέγγαρος.
Το Μουσικό Χωριό ήταν ένα πενθήμερο μαθημάτων –αυτοσχεδιασμός, μακάμια της Κωνσταντινούπολης, κρητική λύρα, ινδική μουσική, μπλουζ κιθάρα, γυναικεία φωνητικά, θέατρο κ.ά. –με εξαιρετικούς εισηγητές (όπως ο Χάρης Λαμπράκης, ο Ψαρογιώργης, η Βασιλική Αναστασίου, ο Κώστας Μακρυγιαννάκης, ο Ανδρέας Παντελή, ο Αντης Σκορδής, ο Colin Somervell, o Barnaby Keen, o Davide De Rose, η Αθηνά Κάσιου κ.ά.), 11 εργαστήρια, πάνω από 60 διψώντες μαθητές.
Το Μουσικό Φεστιβάλ ήταν ένα τριήμερο πανηγύρι με περίπου 20 μουσικά σχήματα σε δύο σκηνές: μία κεντρική, στο γήπεδο λίγο έξω απ’ το χωριό, και μια μικρότερη, σ’ ένα παλιό αλώνι μέσα στον πετρόκτιστο παραδοσιακό οικισμό.
Πόσο στενοί κορσέδες είναι οι ταμπέλες
Πήγα κι εγώ στον Φέγγαρο. Τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Πήρα τον 11χρονο γιο μου και στήσαμε τη σκηνή μας στον δωρεάν κατασκηνωτικό χώρο στον περίβολο του εγκαταλελειμμένου σχολείου. «Στυλιάνειον Αρρεναγωγείον», γεμάτο ρωγμές και σβησμένες φωνές αγοριών –προφανώς τα κορίτσια των κιτρινισμένων φωτογραφιών έμεναν σπίτια τους. Και ξανοιχτήκαμε στο πέλαγος της συλλογικής παρηγορίας της μουσικής.
Το πρώτο μας βράδυ βουτήξαμε σ’ ένα αστραφτερό τζαμάρισμα, ένα κρεσέντο αυτοσχεδιασμού. Κάτω απ’ το μικρό ξύλινο υπόστεγο, στο κεντρικό καφενείο, παρήλασαν δεκάδες μουσικοί, δάσκαλοι και μαθητές, πρωταθλητές σ’ έναν πολύωρο μαραθώνιο όπου όργανα και μικρόφωνα άλλαζαν χέρια, ψυχές και σώματα έμπαιναν σε τροχιά από μια στροβιλιζόμενη βάση εκτόξευσης ρυθμών. Λάτιν, τζαζ, φανκ, μπλουζ, ροκ και έθνικ –α, πόσο στενοί κορσέδες είναι οι ταμπέλες.
Κάποια στιγμή έχασα τον μικρό. Επέστρεψε έχοντας ξετρυπώσει ένα αφρικάνικο κρουστό. Το ‘στησε δίπλα στους άλλους και… κοινώνησε. Βοήθειά του.
«Επαιξες καλά. Κι επειδή μουσική σημαίνει ομαδικό πνεύμα, βλέπεις αυτά τα ντραμς; Πάρε ό,τι μπορείς, να τα κουβαλήσουμε στην αποθήκη» του είπε γελώντας ο ψυχωμένος βρετανοϊταλός κρουστός Davide de Rose. «Αύριο το πρωί στις 10.00 είναι το τελευταίο μουσικό εργαστήρι. Ελα να το παρακολουθήσεις». Στις 7.00 τα χαράματα την επομένη ένας ταραγμένος Γιάννος με σκουντάει μέσα στη σκηνή. «Τι ώρα πήγε; Θα αργήσω στο ραντεβού με τον Ντέιβιντ!..».
Μέθοδος; Η πανάρχαιη λειτουργία του κύκλου. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία στο μουσικά εργαστήρια έρχεται από πολύ μακριά: από την κοινότητα, τα επαγγελματικά σινάφια. Τη «φυσική επιλογή» των ταλαντούχων. Την ανηφόρα των επίμονων. Από τους πρωτομάστορες, τα μαστόρια και τους μαθητάδες –είτε σκαλίζουν το ξύλο είτε χτίζουν την πέτρα είτε φυσούν την τσαμπούνα. Οι μαθητές καθισμένοι γύρω-γύρω, στην ευρύχωρη δροσιά της αψιδωτής εισόδου ενός αρχοντόσπιτου που ξανάδε ανθρώπους για λίγες μέρες ελέω «Φέγγαρου», εισπράττουν και αποδίδουν λογαριασμό. Οχι λεφτά αλλά ιδέες, κόπους, δεξιότητες, παρατηρήσεις από τους δασκάλους. Παλιοσειρές και νεοσύλλεκτοι –όλοι στο πλήρωμα για το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει.
Μια ατομική έκρηξη ταλέντου
Και ξαφνικά, ένα απομεσήμερο, εκεί που λαγοκοιμόμουν, σείστηκε το έδαφος από μια ατομική έκρηξη ταλέντου. Ενα μαγισάκι 21 ετών, φοιτήτρια απ’ τη Λευκωσία, επισκέπτρια του Φεστιβάλ, τραγουδούσε με την κιθάρα της, σε μια σκηνή δέκα μέτρα πιο πέρα, δικά της αγγλόφωνα τραγούδια. Είπε πέντε-έξι, με μια βραχνή φωνή απ’ τις μυστικές σπηλιές της ψυχούλας της. Το πρώτο ήταν πολύ καλό, το δεύτερο θαυμάσιο, το τρίτο εξαιρετικό, το τελευταίο αριστούργημα. Τη συνάντησα. «Κοίτα, καημένη μου, μη φτάσεις 35 χρονών και βάζεις πλυντήρια για κανέναν κοιλαρά που θα του ‘χεις κάνει και δυο παιδιά… Να το ξέρεις: την ίδια μέρα εγώ θα τρελαθώ…». «Αποκλείεται να συμβεί αυτό… Αποκλείεται…» μου απάντησε με πείσμα. Η Αυγή Σταύρου. Ας κρατήσει αναμμένο το κερί της, ν’ ανάψει μια φωτιά να ζεσταθεί ο κόσμος.
Ο κόσμος συνέρρευσε στο ραντεβού στον Κάτω Δρυ. Αεικίνητοι οικοδεσπότες ήταν οι… σεφ τής «Λουβάνα Δίσκοι», ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας που πήρε τ’ όνομά της από κυπριακή χορτόσουπα. Ο μουσικός Λευτέρης Μουμτζής, «ψυχή» του «Φέγγαρου», άνθρωπος που έκανε το «όνειρο» πράξη («τα όνειρα χτίζονται» έλεγε το παλιό λαϊκό του Ακη Πάνου –αλλιώς πες πως δεν τα ‘δες ποτέ σου), ο ηχολήπτης και ντράμερ Αντρέας Τραχωνίτης, η μουσικός και παραγωγός Μικαέλα Τσαγγάρη. Δίπλα τους άνθρωποι σαν τον άοκνο Ορέστη και μια στρατιά από δεκάδες εθελοντές –πανταχού παρόντες και λειτουργικοί.
Ο φακός του φωτογράφου Χρήστου Χατζηχρήστου αιχμαλώτισε γνήσια συγκίνηση σε μυριάδες κλάσματα του δευτερολέπτου. Η «οικογενειακή» φωτογραφία του με όσους συμμετείχαν στο Μουσικό Χωριό αποτυπώνει τα χνάρια μιας άλκιμης παρέας.
Και όταν πυροδοτήθηκε ο πύραυλος του τριήμερου Φεστιβάλ, φωτογραφίες και βίντεο κατέγραψαν (για σας, όχι για μας που το βιώσαμε επιτόπου) κάτι από άνοδο σε γεωστατική τροχιά: το γυναικείο ροκ των Belua, το one woman show της Bunty, τον «γαργαληστή» του Δημήτρη Μπασλάμ, τα πειραγμένα νανουρίσματα των Trio Nero, τους γκριζομάλληδες ντόπιους πρωτο-ρόκερς «Το Μαράζι της Φωτούλας», τη Μάρθα Μαυροειδή με τον παντοδύναμο κρουστό Βαγγέλη Καρίπη, το κρητικό χοροστάσι που στήθηκε στο main stage όταν έπαιξαν ο Γιώργης Ξυλούρης, ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης, ο Αχιλλέας Περσίδης και ο Τσίκο. Αλλά και το ηλεκτρικό trip των Βρετανών Flying Ibex, τo μετα-garage των Αθηναίων Cave Children, τη γαλλο-ελληνο-λάτιν φιέστα της Μάγδας Γιαννίκου και των Banda Magda απ’ τη Νέα Υόρκη, τους χυμούς των πολύχρωμων Burger Project. Και την τελευταία βραδιά, τα riffs των Abettor από τη Λάρνακα, τους J.Kriste, Master of Disguise –μακράν η πιο ώριμη εν ενεργεία ροκ μπάντα της Κύπρου, με frontman τον Λευτέρη Μουμτζή -, τους ηπειρώτες stoners Villagers of Ioannina City.
Δώρο και αντίσταση διά της αισθητικής
Είναι σοβαρή υπόθεση να διασχίζεις το μετά την κρίση τοπίο της σύγχρονης Κύπρου. Να αφήνεις πίσω σου τα γιαπιά των μονοκατοικιών και των ξενοδοχείων με τις πισίνες που έμειναν στα τσιμέντα, την ασφυκτική αίσθηση μιας συντηρητικής κοινωνίας που το αυτιστικό παραμύθιασμά της έγινε αέρας κοπανιστός όταν έσκασε η ευρω-ρωσική φούσκα –μέχρι να βρεις καταφύγιο στα 520 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Δώρο –gift, που στα αγγλικά σημαίνει και δώρο και ταλέντο, «χάρισμα» –ήταν αυτές οι μέρες. Και αντίσταση διά της αισθητικής, που είναι το τελευταίο όπλο στη σκισμένη φαρέτρα μας.
Ραντεβού του χρόνου το καλοκαίρι. Μαζί –ίσως –με όσους τους άξιζε να εξακοντιστούν στον «Φέγγαρο» αλλά δεν μπόρεσαν.
HeliosPlus