Είναι μια ζωγραφική μεταξύ αναμέτρησης και συνεργασίας με το τοπίο. Η φύση δημιουργεί τις δικές της εικόνες, ακίνητες στο ίδιο γεωγραφικό μήκος και πλάτος, αλλά και συνεχώς μεταλλασσόμενες αναλόγως των διαθέσεων των φώτων και των καιρών, και η ζωγράφος τις δικές της, τόσο εξαρτημένες από την πραγματικότητα αλλά και τόσο διαφορετικές, ανάλογα με τις εικαστικές λύσεις που υπαγόρευσαν και τα συναισθήματα που αναδύουν. Κι όμως η Χρύσα Βέργη αισθάνεται ότι με τα έργα της καταδύεται στο τοπίο καθώς στην τελευταία φάση της δουλειάς της έχει ουσιαστικά αφαιρέσει τον ορίζοντα και το όριο αντανακλάται στη ζωγραφική επιφάνεια, η οποία λειτουργεί ως καθρέφτης της εικόνας της δημιουργού. «Είναι πιο εύκολο να παρασυρθώ έτσι σε περιγραφές, σε ομορφιές, σε αρπάγματα του βλέμματος χωρίς να σταθώ πολύ. Με τα χρόνια καταλαβαίνω ότι όσο εστιάζω εμβαθύνω εγώ ουσιαστικά μέσα στο τοπίο και ψάχνω σχέσεις, σχέσεις σε αυτό, σχέσεις με μένα. Γιατί είναι τόσο σημαντικό το φως την ώρα που πέφτει πάνω στο κλαδάκι;».
Ενα αντιπροσωπευτικό παζλ αυτής της ονειρικής εικαστικής διαδρομής από το 1985 ως σήμερα, από τα χώματα και τα δέντρα ως τις αντανακλάσεις σε φαινομενικά ήρεμα νερά, γεμάτα όμως ως τα βάθη τους από κινούμενα χρώματα, σχήματα και υφές, συναρμολογείται πολύ παραστατικά, σχεδόν χειροπιαστά, στην αναδρομική έκθεση «Η ψυχή του τοπίου» στη Σύρο. Ολα τα ταπεινά αλλά θεμελιώδη συστατικά των μεγαλόπρεπων τοπίων είναι εδώ, τονισμένα ως και μεγεθυσμένα, χώμα, κλαδιά, φύλλα, πεταλούδα, μικρά παιχνιδίσματα του νερού, φιγούρες των χρωμάτων, ενέργειες των πηγών, καταστάσεις του βυθού. «Αισθάνομαι την προέλευσή μας» λέει η ζωγράφος.
Στην πρώτη ατομική έκθεση της Χρύσας Βέργη στην γκαλερί Ζουμπουλάκη ο Αλέκος Φασιανός παρατηρούσε από κοντά τα έργα της και μονολογούσε: «Πολλή δουλειά». Ωρες ατελείωτες έξω από το ατελιέ, στη φύση, εστιάζοντας εν τέλει από εκεί που πατούν τα πόδια της ως και πριν από τις γραμμές των οριζόντων. Κομμάτια γης, κομμάτια νερού. «Με ενδιαφέρει πώς η ύλη της ζωγραφικής μπορεί να ερμηνεύσει μια εικόνα» τονίζει. «Ξεκινώ από το συναίσθημα, πάω στη ζωγραφική και καταλήγω στην εικόνα. Και ποτέ δεν είναι αυτή που είχα αρχικά στον νου μου. Με οδηγεί το έργο».
Η προπαίδευση της Χρύσας Βέργη ήταν στο κλίμα των παραστατικών δασκάλων στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο δικός της δάσκαλος, όμως, ο Νίκος Κεσσανλής, κάθε άλλο παρά παραστατικός ήταν. Και ο επόμενος δάσκαλος της στη φημισμένη Μποζάρ Πιερ Καρόν της έλεγε από πολύ νωρίς: «Εσύ θα κινείσαι ανάμεσα στην αναπαράσταση και στην αφαίρεση». Και εκεί, μέσα στο γκρίζο φως του Παρισιού κατάλαβε ότι βρίσκεται η έμπνευσή της. «Ηταν απίστευτη η ελευθερία που αισθανόμουν» λέει τώρα. «Ηταν μια άσκηση, τα έργα μου γίνονταν ένα κομμάτι της φύσης. Αυτό που έβλεπα αυτόματα το έκανα παράθυρο. Το πρώτο είναι το συναίσθημα. Συγκίνηση, σφίξιμο, ταραχή στο στομάχι, σαν να ερωτεύεσαι. Ενα από τα έργα μου το είχα ονομάσει «Φυσική συνουσία», έτσι όπως έρχονταν τα γαιώδη χρώματα και αγκάλιαζαν τα πράσινα νερά. Και μετά αρχίζει η διαδικασία της ζωγραφικής, πώς μπορώ να το συλλάβω, πώς μπορώ να το μεταφέρω. Και έτσι κάνω παρέα με το τοπίο, μου ανοίγεται και του ανοίγομαι. Κι έτσι δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα. Το έργο ολοκληρώνεται με αυτόν που το εισπράττει. Σε ποια πλευρά του θεατή θα ακουμπήσει».
Η αναδρομή ταιριάζει πολύ με τη μεταιχμιακή φάση της ζωής μας, που όλα είναι στον αέρα. «Βλέπω ξανά τα έργα που συναθροίζονται καθώς είναι σκορπισμένα σε διάφορες συλλογές» λέει η ζωγράφος. «Γυρνάω πίσω και βλέπω τι έχει γίνει, πώς πήγε, τι έκανα, γιατί το έκανα, δηλαδή αναστοχάζομαι, ώστε να γυρίσω πάλι μπροστά για να δω πώς θα πάω παρακάτω. Και νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με ολάκερη τη ζωή μου, με τις ζωές όλων μας. Λέω να γυρίσουμε όλοι πίσω και να αναρωτηθούμε: Τι έχουμε κάνει, ρε παιδιά; Τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα; Νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή αυτή που γίνεται η αναδρομική έκθεση. Κανένας μας αύριο δεν θα είναι ο ίδιος. Και ο καθένας εκφράζει στη δουλειά του αυτό που βιώνει γύρω του. Αυτή ίσως είναι και η ουσία της δουλειάς μου. Εστιάζω βαθύτερα στο θέμα μου από την ανάγκη να δω, να αυτοερευνηθώ. Αυτό το ζούμε τελικά και έχει πολλή αγωνία και φόβο. Φροντίζω να ξεχνιέμαι, αλλά δεν γίνεται να μην έχει σχέση η καθημερινότητά μου με αυτό που ζω εκεί έξω, πάνω στον μουσαμά. Σκέφτομαι: Ποιον αφορά; Τον αφορά; Αλλά δεν γίνεται και να σταματήσεις, δεν πρέπει. Αν σταματήσω πέθανα. Και η αλήθεια είναι ότι όλη αυτή η επαφή με τη φύση με βοηθάει να βρίσκω τις ισορροπίες».

πότε & πού:

«Η ψυχή του τοπίου». Αναδρομή 1985-2015. Πινακοθήκη Κυκλάδων, Ερμούπολη, Σύρος. Διάρκεια ως τις 13 Σεπτεμβρίου. Με τη συνεργασία της Γκαλερί Ευριπίδη

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ