Μετά την ανακούφιση που προκάλεσε η επίτευξη της δύσκολης συμφωνίας στις Βρυξέλλες, έντονος είναι τώρα ο σκεπτικισμός που εκφράζεται για τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να μπορέσει να εφαρμόσει στην πράξη τα όσα συμφώνησε, καθώς υπεισέρχεται τώρα στο όλο εγχείρημα η νέα παράμετρος της πολιτικής αστάθειας. Η απώλεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας εκ των πραγμάτων οδηγεί σε απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες κάθε άλλο παρά μπορούν να εγγυηθούν την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται. Ιδιαίτερα από μια κυβέρνηση, η οποία, όπως έδειξαν οι συζητήσεις στη Βουλή, δεν πιστεύει στην αναγκαιότητά τους και θεωρεί ότι απλώς υπέκυψε σε έναν εκβιασμό προκειμένου να διατηρήσει τη χώρα στο ευρώ. Αν οι εκτιμήσεις αυτές δικαιωθούν, τότε είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποφύγει τον κίνδυνο της οριστικής εξόδου από την ευρωζώνη, με δεδομένες τις νέες, εις βάρος της, ισορροπίες που ανέδειξε η πρόσφατη κρίση.
Το μέτωπο των χωρών, με επικεφαλής τη Γερμανία, έχει ενισχυθεί και τη φορά αυτή δεν πρόκειται να υποχωρήσει, υπό το βάρος της επιπρόσθετης αγανάκτησης που θα έχει προκαλέσει μια νέα ανεύθυνη ελληνική στάση. Διότι, ας μη γελιόμαστε, αν δεν είχε υπάρξει ο πρόεδρος Ολάντ, η Ελλάδα θα ήταν ήδη εκτός ευρωζώνης. Μιας ευρωζώνης η οποία μέσα από αυτή την κρίση ανέδειξε όλες τις δομικές της αδυναμίες, οι οποίες είναι αδύνατο να οδηγήσουν στην επίδειξη μιας νέας έκφρασης αλληλεγγύης προς έναν απείθαρχο εταίρο. Απλούστατα διότι μια νέα όξυνση στις ελληνοκοινοτικές σχέσεις, που θα έχει προκληθεί από την αδυναμία να εφαρμοστεί στην πράξη η συμφωνία της 13ης Ιουλίου, θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποσύνθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς δεν θα έχει υπάρξει επαρκής χρόνος για να ολοκληρωθεί η αντίθετη πορεία. Δηλαδή η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η οποία θα ήταν και η μόνη που θα μπορούσε να σώσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα από τις πολλαπλές προκλήσεις που σήμερα αντιμετωπίζει. Εν όψει μάλιστα και του Brexit.
Ολα αυτά δεν θα είχαν συμβεί αν η ελληνική κυβέρνηση είχε εφαρμόσει τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, την οποία είχε αποδεχθεί. Δεν το έπραξε όμως διότι γνώριζε την αντίθεση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και για τον λόγο αυτόν καθυστέρησε επί έξι ολόκληρους μήνες τη λήψη των επώδυνων αποφάσεων. Προσπάθησε δηλαδή να διασώσει την ενότητα του Κόμματος, φορτώνοντας την ευθύνη στους «κακούς» Ευρωπαίους. Δημιουργώντας έτσι ένα απαράδεκτο αντιευρωπαϊκό κλίμα και οδηγώντας τη χώρα στη χρεοκοπία και στις κλειστές τράπεζες. Εφθασε έτσι σε ένα τραγικό αδιέξοδο και προτίμησε την ηρωική φυγή του δημοψηφίσματος, προκαλώντας την μήνιν των εταίρων μας, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου. Το αποτέλεσμα ήταν να μην αποφύγει ούτε τη διάσπαση του κόμματος ούτε, φυσικά, και την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ