ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΥΤΣΙΑΜΠΑΣΑΚΟΣ
Δρόμοι
Εισαγωγή Σπύρος Γιανναράς.
Επίμετρο Κώστας Καβανόζης.
Εκδόσεις Πατάκη, 2015,
σελ. 194, τιμή 9,80 ευρώ
«Ερχονταν κι οι δρόμοι. Εσμιγαν με τους προηγούμενους. Μέσα τους δεν χανόταν. Ηξερε από πού ξεκινούσαν, είχε βρει την αφετηρία τους. Ηξερε πού τον οδηγούσαν». Με τους δρόμους μπροστά του και με βεβαιότητες μέσα του αποχαιρετούσε τον αναγνώστη ο πρωταγωνιστής της Πόλης των παιδιών (Πατάκης, 2012), του μόνου μυθιστορήματος του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου (1965-2014). Το επόμενο βιβλίο του, το τρίτο και τελευταίο, που κυκλοφορεί μετά θάνατον (Δρόμοι, Πατάκης, 2015), συνεχίζει την περιπλάνηση σε δρόμους μέσα από την αφηγηματική φόρμα του διηγήματος, με την οποία έκανε ο τρικαλινός πεζογράφος την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα (Η σκεπή, Εστία, 2004).
Οι μεταθανάτιες εκδόσεις προκαλούν πάντοτε υποψίες αν εκφράζουν εκδοτικές προθέσεις του συγγραφέα. «Τη συλλογή τη βρήκαμε ολοκληρωμένη κι έτοιμη να μας περιμένει μέσα σ’ έναν πλαστικό γαλάζιο φάκελο» ξεκαθαρίζει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Σπύρος Γιανναράς. Υπήρχε ακόμη και η σειρά των επτά διηγημάτων σε μια σελίδα περιεχομένων και στο ηλεκτρονικό αρχείο του υπολογιστή βρέθηκε και ο τίτλος της. Με τη βούληση του δημιουργού εκπεφρασμένη, οι Δρόμοι συνιστούν το τέλος μιας συγγραφικής διαδρομής που ξεκίνησε όψιμα μεν, όταν ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος ήταν 39 ετών, ώριμα δε, μιας διαδρομής στην οποία ο δρόμος είναι πορεία, φιλοσοφία ζωής και καθοριστικός τρόπος της γραφής.
Οι χαρακτήρες της Σκεπής, ανέστιοι, μετανάστες, αποσυνάγωγοι, μοναχικοί, άνθρωποι που είχαν χάσει τον προσανατολισμό τους, βρίσκονταν σε αναζήτηση δρόμου. Ο μικρός Γιώργος Χαλκίτης –στην παιδούπολη στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης στο μυθιστόρημα που ακολούθησε, μια παιδούπολη όμοια με αυτήν στην οποία είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια ο συγγραφέας –αναζητεί δρόμους ελευθερίας μακριά από το ίδρυμα και φεύγει έχοντας χαρτογραφήσει τις δυνατές διαδρομές του. Με μια νεανική σιγουριά για τον κόσμο, αφήνεται στους δρόμους που ανοίγουν εμπρός του.
Πορείες, διέξοδοι και διαψεύσεις
Στους Δρόμους, οι χαρακτήρες, μεγαλύτερης ηλικίας, κοντά στα σαράντα οι περισσότεροι, διακατέχονται από μια καχυποψία κινδύνου, μια συγκράτηση της εμπιστοσύνης, μια ανασφάλεια για τα φαινόμενα. Δεν συμμερίζονται την ευφρόσυνη προδιάθεση του Γιώργου Χαλκίτη. Τα συμβάντα συνήθως δεν τους διαψεύδουν. Σε μια σκωτσέζικη παμπ ένας έλληνας μετανάστης προσπαθεί όλο το βράδυ να πλησιάσει μια γυναίκα για να ανακαλύψει τελικά, όταν υπερβεί τις αντιστάσεις του για τις διαδοχικές εύθραυστες γνωριμίες στην παμπ, ότι είναι παντρεμένη («Simply the Best»). Χάρη σε ένα στραβοπάτημα στον δρόμο, η Ψ ζει στην πραγματική ζωή τον ιδεατό έρωτα, για να διαπιστώσει δέκα χρόνια αργότερα ότι η αγαστή κοινή καθημερινότητα με τον Χ δεν ήταν τεκμήριο βαθιάς δέσμευσης («Ψ συν Χ»). Μόνος ευτυχής της συλλογής ένας νεαρός, πρώην υπάλληλος τραπέζης, που πήρε το ρίσκο και παράτησε τη δουλειά του γυρεύοντας το ουσιαστικό στη ζωή, δοκιμάζοντας δρόμους. Υστερα από μήνες ανεργίας ένας ακόμη δρόμος εμφανίζεται και τον οδηγεί στο κέντρο υποστήριξης μεταναστών όπου βρίσκει το νόημα ζωής που αναζητούσε, σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής («Ενας απ’ αυτούς»): «Ξεκινούσε μπρος απ’ τα πόδια του. Είχε διανύσει πολλούς δρόμους, οριζόντια, κάθετα. Ολοι σαν να οδηγούσαν εδώ. Ηθελε να τον περπατήσει αυτό τον δρόμο».
Πόδια, σώματα, μοτίβα
Πόρτες κλειστές και δάχτυλα που κλείνουν γύρω από γυαλιστερά πόμολα. Σιδηροδρομικοί σταθμοί, χώροι μετάβασης και τόποι συμβολικοί. Ο Τζορτζ Μπεστ της Manchester United και το ποδόσφαιρο. Τοίχοι που μένουν ψυχροί και ακίνητοι και τοίχοι που στενεύουν απότομα. Τα χαρακτηριστικά μοτίβα του συγγραφικού DNA του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου υπηρετούν και εδώ μια γραφή που κινείται σε χώρους εξωτερικούς και αγαπά να δείχνει παρά να αναλύει. Τα πόδια θέτουν τους κόσμους σε κίνηση.
Με τη φράση «Τα πόδια του πατούσαν σε κλαδί» μπαίνει σε κίνηση όλος ο κόσμος της Πόλης των παιδιών. Στις κινήσεις των ποδιών συμπυκνώνεται αφαιρετικά, στην πεζογραφία του Κουτσιαμπασάκου, η δράση στον τόπο και τον χρόνο. Με έναν διασκελισμό σε ένα βρεγμένο πεζοδρόμιο αρχίζει η σχέση της Ψ με τον Χ. Στα πόδια του και στον βηματισμό του συγκεντρώνεται η μοναξιά του περιπατητή στα υφασματάδικα της Καλαμιώτου και στις πολυάνθρωπες αγορές της Ερμού και της Αιόλου στο «Κέντρο της πόλης». Με βήματα αργά, ρουτίνας, «που τα είχε κάνει αμέτρητες φορές αμέτρητες μέρες» αιφνιδιάζει ο θάνατος τον κοιμισμένο άντρα στο «Απόγευμα».
Σε αντιδιαστολή με τα πόδια που ενεργούν, τα σώματα πάσχουν. Μαζεύονται από επιφύλαξη, γκρεμίζονται σε καρέκλες από πόνο. Επιπλέουν, αιωρούνται, πέφτουν. Το σώμα γίνεται τόπος του συναισθήματος που δεν εκφράζεται, φυσικό όριο της επαφής, ζητούμενο της επικοινωνίας:
«Σώματα με προσπερνάνε, σώματα προσπερνάω. Χρειάζομαι κάπου ν’ ακουμπήσω» έχει ανάγκη ο διαβάτης της Ομόνοιας.
Το τέλος των δρόμων και οι συγγραφικοί τρόποι
Πού τελειώνουν οι διαδρομές των σωμάτων στο έργο του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου; Στον «άλλο δρόμο», καταλήγει ο Πέτρος σε ένα σύντομο άτιτλο κείμενο, από αυτά που αντάλλασσε με συναδέλφους σε ένα κλειστό μπλογκ συγγραφέων: «Η γιαγιά, μία μέρα και τέσσερις ώρες πριν, είχε πάρει άλλον δρόμο, εκείνον για το γαμημένο το ταξίδι, το άφατο, το απερίγραφτο, που το κάνεις μόνος, που δεν ξέρουμε καλά καλά αν το κάνεις, και οι αποδώ ποτέ δεν θα μάθουμε με τι μοιάζει». Το κείμενο παραθέτει ο Κώστας Καβανόζης στο παράρτημα του βιβλίου, συμπληρώνοντας το συγγραφικό του corpus και με τα ψηφιακά κατάλοιπα.
Η σκιά του θανάτου του συγγραφέα, φρέσκου ακόμη, αποθέτει στα διηγήματα ένα επίχρισμα θλίψης, που εκτρέπει προς το τραγικό την ανάγνωση της μελαγχολικής γραφής του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου. Θλιμμένη αλλά τρυφερή, ώριμη και συνειδητοποιημένη, με συνεπή επιμονή στη δωρική έκφραση και αποστροφή για κάθε λεκτική εκζήτηση, με λεπτοδουλεμένες στην ακρίβειά τους περιγραφές –εξαιρετικό δείγμα το «Στο κέντρο της πόλης» -, με κόσμους σφριγηλούς, χειροπιαστούς, με την υλικότητα του σώματος, η λογοτεχνική φωνή του πεζογράφου που χάθηκε πρόωρα μαρτυρεί αφηγηματική αυτοπεποίθηση και άνεση. Ο συγγραφέας είχε βρει τον δρόμο του, όπως αποδεικνύει και αυτή η τελευταία, μεστή συλλογή, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβητήσεις.
Οταν εξατμιστεί η ένταση του πένθους, θα έρθει η ώρα να χαρτογραφήσουμε τα δικά του βήματα στο πλαίσιο της λογοτεχνικής πορείας του, όπως μας παραδίδεται, και της συγχρονικής του λογοτεχνίας. Στιγμιότυπα από τους βηματισμούς του συγγραφέα στο εργαστήριό του συνιστούν τα κείμενα του παραρτήματος: οι ημισέλιδες «Στιγμές», λόγου χάριν, είναι μια ενδιαφέρουσα συμπυκνωμένη πρώτη γραφή του «Χ συν Ψ», προτού εξελιχθεί στις είκοσι μία σελίδες του οριστικού διηγήματος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ