Το ποίημα που έστειλε με sms ο υπουργός Εξωτερικών στους φίλους του με περιεχόμενο «την Πρωτομαγιά, τον έρωτα και την Επανάσταση» (όπως το περιέγραψε, αναδημοσιεύοντάς το, με πηχυαίους τίτλους μια εφημερίδα), και που γνώρισε πλήθος αναδημοσιεύσεων ηλεκτρονικώς και εντύπως προκαλώντας τα ειρωνικά (έως περιγελαστικά) σχόλια των μουσοτραφών, καθιστά επίκαιρο το θέμα των σχέσεων των πολιτικών με την ποίηση. Το θέμα είχε, βέβαια, απασχολήσει τα Μέσα τις πρώτες κιόλας μέρες μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όταν έγινε αντιληπτό ότι, εκτός από τον υπουργό Εξωτερικών, και άλλοι τρεις υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζουν στο βιογραφικό τους και δημοσιευμένες ποιητικές ενασχολήσεις.
Το γεγονός της «ομάδας των τεσσάρων» δεν αποτελεί φαινόμενο, όπως εσφαλμένα το χαρακτήρισαν ορισμένοι δημοσιογράφοι. Απεναντίας. Αν λάβουμε υπόψη ότι σχεδόν ένας στους δέκα Ελληνες και Ελληνίδες γράφει σήμερα στίχους και ότι οι υπουργοί παντός βαθμού της παρούσας κυβέρνησης ξεπερνούν τους σαράντα, είναι απορίας άξιον που οι στιχουργούντες σήμερα υπουργοί δεν είναι περισσότεροι. Ισως το έλλειμμα αυτό να το καλύπτει το γεγονός ότι με την παρούσα κυβέρνηση το σύνθημα «Η φαντασία στην εξουσία», που από τον Μάη του ’68 έως σήμερα δονεί τις πλέον ευαίσθητες κοινωνικά ψυχές, βαίνει για πρώτη φορά πραγματοποιούμενο στον ευρωπαϊκό χώρο. Ποίηση δεν είναι μόνο ό,τι ποιητικό γράφεται σε στίχους αλλά και ό,τι ποιητικό παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, και είναι γνωστό ότι «στην ποίηση δεν υπάρχουν αδιέξοδα».
Δεν είναι εξίσου γνωστό, δυστυχώς, ότι ποίηση δεν είναι ό,τι γράφεται με τη μορφή ποιήματος (έμμετρου, σε ελεύθερο στίχο ή πεζότροπου) αλλά ό,τι γραφόμενο (ανεξαρτήτως μορφής) παράγει ποιητικό αποτέλεσμα. Από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη έως σήμερα πολλοί πολιτικοί δημοσίευαν κείμενα με ποιητική μορφή, όμως λίγοι ήταν εκείνοι που δημοσίευαν ποιήματα. Το γεγονός ότι οι στίχοι των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ είναι κείμενα με μορφή ποιήματος δεν σημαίνει ότι έπρεπε να γίνουν αντικείμενο διακωμώδησης. Αντίθετα, θα μπορούσαν να επαινεθούν ως έκφραση μιας αυξημένης ευαισθησίας. Είναι φανερό ότι όσοι έσπευσαν να τους σατιρίσουν ελαύνονταν από πολιτικά αισθήματα περισσότερο παρά από καλλιτεχνικά. Διότι κανείς από αυτούς, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει δείξει δημοσίως ανάλογη ευαισθησία απέναντι στο πλήθος των βιβλίων με μετρίους ή ασήμαντους στίχους που μας κατακλύζουν τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε όσους θα παρατηρούσαν ότι πάντοτε έτσι ήταν, ότι ο αριθμός όσων δημοσιεύουν στίχους είναι πάντα συντριπτικά μεγαλύτερος από εκείνον των πραγματικών ποιητών, θα απαντούσε κανείς ότι έχουν ανακριβή εικόνα της ποίησής μας. Διότι στις παλαιότερες εποχές –στις εποχές της έμμετρης ποίησης και σ’ εκείνη των πρώτων μοντερνιστικών δεκαετιών (όταν ο νεοφανής ελεύθερος στίχος ήταν ζυμωμένος με μαγιά από τον έμμετρο) –οι πραγματικοί ποιητές ήταν, αναλογικά, περισσότεροι απ’ ό,τι στις μέρες μας, για τον απλούστατο λόγο ότι η σύνθεση ενός ποιήματος απαιτούσε περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι πιστεύεται ότι απαιτεί σήμερα. Προϋπέθετε, πρώτα απ’ όλα, την ικανοποητική γνώση του μέτρου, δηλαδή την επιδέξια σύνθεση του έμμετρου στίχου, χωρίς την οποία η σύνθεση του ελεύθερου στίχου (του πραγματικού ελεύθερου στίχου, που είναι στίχος με ενδιάθετη εμμετρότητα), είναι αδύνατη. Το μέτρο είναι για τον ποιητή ό,τι το σχέδιο για τον ζωγράφο. Μπορεί κανείς να είναι ζωγράφος αν δεν ξέρει να σχεδιάζει;
Ο λόγος για τον οποίο η μέγιστη πλειονότητα των στίχων που δημοσιεύονται σήμερα δεν είναι ποίηση (είναι αδέξιος πεζός λόγος) βρίσκεται στο ότι εκείνοι που τους γράφουν δεν γνωρίζουν ποιητικό σχέδιο. Και δεν το γνωρίζουν γιατί προσπαθούν να μιμηθούν τους ποιητές του μοντερνισμού, όχι μόνο γιατί θεωρούν την ποίηση των παλαιότερων εποχών παρωχημένη, αλλά και γιατί (κυρίως αυτό) πιστεύουν ότι ο ελεύθερος στίχος γράφεται πιο εύκολα απ’ ό,τι ο έμμετρος (στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο).
Τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για όσους δημοσιεύουν σήμερα στίχους αλλά και για τους περισσότερους από εκείνους που κρίνουν σήμερα αυτούς τους στίχους. Διότι η ποιότητα μιας λογοτεχνικής κριτικής που τρέφεται κυρίως από τη λογοτεχνία της εποχής της δεν μπορεί να είναι ανώτερη από την ποιότητα των κειμένων τα οποία κρίνει. Οταν σήμερα βλέπουμε, σε σοβαρές εφημερίδες και περιοδικά, να επαινούνται ως σπουδαία ποιητικά επιτεύγματα αφόρητες πεζολογίες, το να διακωμωδούμε τους στιχουργούντες υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ μόνο ευαισθησία για τα ποιητικά μας πράγματα δεν δείχνει. Γιατί οι στίχοι τους δεν είναι χειρότεροι από στίχους που έχουν τιμηθεί ακόμη και με κρατικά βραβεία.
Λάθος κάνουν και όσοι παραβάλλουν με ευθυμογραφική διάθεση τους ποιητές της σημερινής κυβέρνησης με τον Γεώργιο Αθάνα (ποιητικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα), τον πρώτο πρωθυπουργό της Αποστασίας του 1965, στον οποίο αποδίδονται ακόμη οι (κατά μαρτυρία του Λευτέρη Παπαδόπουλου κατασκευασμένοι για να τον γελοιοποιήσουν) στίχοι που του προσέδωσαν την προσωνυμία «ο Γαργάλατας». Είναι φανερό ότι οι εν λόγω ευθυμογραφούντες δεν έχουν διαβάσει ποιήματα του Αθάνα. Γιατί ο Νόβας μπορεί να ήταν μέτριος πολιτικός, όμως γνώριζε την τέχνη του στίχου, ήταν (είναι) αξιόλογος ποιητής. Ας ελπίσουμε ότι οι ποιητές του ΣΥΡΙΖΑ θα αποδειχτούν αξιόλογοι πολιτικοί.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ