Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 αποτελούν, από κάθε άποψη, άμεση συνέχεια του «διπλού εκλογικού σεισμού» που σημειώθηκε πριν από δυόμισι χρόνια, όταν τα δύο κόμματα του στιβαρότερου δικομματισμού που έχει γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα συγκέντρωσαν αθροιστικά 32% τον Μάιο και 42% τον Ιούνιο 2012. ΝΔ και ΠαΣοΚ δηλαδή συγκέντρωσαν (στην καλύτερη περίπτωση) τη μισή δύναμη από αυτήν που διέθεταν στην εποχή της παντοκρατορίας τους, δεδομένου ότι στις 11 εκλογικές αναμετρήσεις από το 1981 ως το 2009 άθροιζαν κατά μέσο όρο 84% των ψήφων.
Παρ’ όλα αυτά τα δύο κόμματα παρέμειναν (συνεργαζόμενα πλέον) στην εξουσία, χωρίς όμως να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα στήριξης που είχαν αναλάβει να διεκπεραιώσουν. Η πορεία τους διεκόπη, με αφορμή την αδυναμία εκλογής ΠτΔ, παρότι, θεωρητικά, θα μπορούσε να συμβεί και το αντίθετο. Στην πολιτική όμως τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από το «κλίμα» της συγκυρίας, που στη συγκεκριμένη περίοδο ήταν χωρίς αμφιβολία, όπως διατυπωνόταν στις δημοσκοπήσεις, ότι «δεν πάει άλλο με αυτή την κυβέρνηση». Αυτό καθόρισε τις εξελίξεις, έχοντας ουσιαστικά προδιαγράψει και το εκλογικό αποτέλεσμα που θα ακολουθούσε.
Στον Πίνακα 1 βλέπουμε ότι περίπου το μισό εκλογικό σώμα (44%) προσήλθε στις κάλπες έχοντας κατά νου αποκλειστικά την κυβέρνηση, με τη διαφορά όμως ότι τα 2/3 αυτών των ψηφοφόρων ήθελαν να την αποδοκιμάσουν και μόνο το 1/3 να την υποστηρίξει. Η σύγκριση που παρέχεται στον ίδιο πίνακα με αντίστοιχες απαντήσεις από το exit poll του 2009 δείχνει την πολύ μεγαλύτερη ένταση με την οποία η καταγραφή αυτή σημειώθηκε στις πρόσφατες εκλογές. Εξίσου εντυπωσιακό όμως είναι και το στοιχείο ότι μόλις το 31,5% του σημερινού εκλογικού σώματος ψήφισε με κριτήριο την υποστήριξη του κόμματος που συμπαθεί, 20 μονάδες λιγότερο απ’ ό,τι είχε καταγραφεί το 2009. Σύμφωνα, άλλωστε, με όλες τις προεκλογικές έρευνες που έθεταν τέτοιου τύπου ερωτήματα, γνωρίζαμε ότι οι μισοί περίπου απ’ όσους επέλεγαν τη ΝΔ το έκαναν «για να μην έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ», ενώ σχεδόν οι οκτώ στους δέκα που επέλεγαν τον ΣΥΡΙΖΑ το έκαναν γιατί «δεν πάει άλλο με την κυβέρνηση».
Η αρνητική ψήφος επομένως καθόρισε το αποτέλεσμα σε ένα περιβάλλον επίσης σημαντικής απόστασης από τα κόμματα. Στον Πίνακα 2 βλέπουμε ότι μόλις λίγο περισσότεροι από τον έναν στους δύο ψηφοφόρους (55,2%) δήλωσαν ότι αισθάνονται κοντά στο κόμμα που ψήφισαν, λιγότερο δηλαδή κατά μία μονάδα και από τις αντίστοιχες απαντήσεις που είχαν δοθεί τον Ιούνιο 2012. Πρόκειται μάλιστα για στοιχεία που μας παρέχουν τα exit polls στα οποία δεν περιλαμβάνεται η αποχή η οποία περιόρισε για άλλη μία φορά το εκλογικό σώμα στα 6,2 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Υπολογίζεται δηλαδή ότι τουλάχιστον 1 εκατομμύριο, που πιθανότατα ήταν εδώ, μπορούσε να πάει να ψηφίσει αλλά αποφάσισε συνειδητά να μην το κάνει.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το σημαντικότερο στοιχείο που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του είναι η μεταβολή της εκλογικής συμπεριφοράς αυτών που τελικά ψήφισαν. Οπως μπορούμε να υπολογίσουμε από τα στοιχεία του exit poll, το 42% επέλεξε κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε πράξει τον Ιούνιο 2012. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά υψηλό συντελεστή μεταβολής της ψήφου που παρατηρείται πλέον με σταθερότητα (ήταν 60% τον Μάιο και 40% τον Ιούνιο 2012). Για τη μεταβολή αυτή θα είχε κανείς πολλά να πει ως προς το πώς επιμερίζεται στις διάφορες κοινωνικές και δημογραφικές ομάδες, με την πιο σημαντική επισήμανση πάντως να συνδέεται με τον ηλικιακό παράγοντα. Στον Πίνακα 3 βλέπουμε ότι στις μεγαλύτερες ηλικίες (45 ετών και άνω) το προβάδισμα 12,5% που είχε η ΝΔ στις προηγούμενες εκλογές έγινε τώρα προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ 7,6%. Αυτή ήταν ουσιαστικά η κύρια μεταστροφή που διαμόρφωσε το εκλογικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι στις μικρότερες ηλικίες (18-44 ετών) το προβάδισμα 9,4% που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε στο 8,6%. Οι μεγαλύτερες ηλικίες επομένως που είχαν στηρίξει σημαντικά και τα δύο κόμματα της προηγούμενης κυβέρνησης τον Ιούνιο 2012 έκαναν τώρα τη διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Με σύμμαχο λοιπόν τις μεγαλύτερες και κατά τεκμήριο «ωριμότερες» ηλικίες, στις οποίες φαίνεται ότι η «οργή» επικράτησε τελικά του «φόβου» κατά κράτος, οι δυνάμεις που αναδύθηκαν τον Μάιο 2012 ως «αντιμνημονιακό μπλοκ» ανέλαβαν πλέον τις τύχες τις χώρας, με τη συμμαχική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Πρόκειται αναμφισβήτητα για «νέα αποχή» στη διακυβέρνηση και τις σχέσεις εξουσίας. Μένει όμως να αποδειχθεί κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει να γυρίζει τη «βαριά σελίδα» της οικονομικής κρίσης μέσα από αυτό το κυβερνητικό σχήμα.
Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι είναι Δρ Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ