Με το που μπαίνεις στην γκαλερί, στ’ αφτιά σου έρχονται ήχοι από ξενικές λέξεις. Κάτι σαν «Καντού», «Ρακίρ», «Ναζίφ», δεν είσαι και απόλυτα σίγουρος εξάλλου και τα πρόσωπα που φαίνονται να διαβάζουν τις συγκεκριμένες λέξεις μέσα από την οθόνη μιας μικρής τηλεόρασης δεν μοιάζουν περισσότερο εξοικειωμένα με τον σωστό τονισμό των συλλαβών. Δεξιά και αριστερά στους τοίχους στοιχισμένα κομμάτια από μάρμαρο λες και περίσσεψαν από κάποιον μαρμαροτεχνίτη, σαν επιτύμβιες πλάκες φέρουν πάνω τους εγχάρακτο από ένα καλλιγραφικό, εμφανέστατα γραμμένο από χέρι, όνομα, το οποίο με μια πρώτη ανάγνωση ηχεί σαν κάποιο από εκείνα που έχεις μόλις ακούσει. Αυτή είναι η εγκατάσταση «Names», και οι λέξεις που γεμίζουν τον χώρο ή αναγράφονται στις πλάκες είναι ονόματα αλβανών μεταναστών. Ολοι τους τα αντικατέστησαν με κάποιο ελληνικό όταν εγκαταστάθηκαν στη χώρα προκειμένου να διευκολυνθεί η ενσωμάτωσή τους στη νέα «πατρίδα». Αλήθεια, τι συμβαίνει στην ταυτότητά σου όταν αποχωρίζεσαι το όνομά σου;
Ο Αντριάν Πάτσι, ένας καλλιτέχνης με πλούσιο έργο και διεθνή αναγνώριση (έχει δείξει δουλειά του στο MoMa PS1 στη Νέα Υόρκη, στην Tate Modern, στην Μπιενάλε της Λυών) μεταφέρει την προβληματική που διέπει το έργο του στην γκαλερί Καλφαγιάν –εξάλλου πρόκειται για την πρώτη ατομική του έκθεση στη χώρα μας σε συνεργασία με την γκαλερί Peter Kilchmann της Ζυρίχης. Η μετανάστευση ως μια παραλλαγή πάνω στο ευρύτερο θέμα που κατ’ ουσία διερευνά: τη μετατόπιση, την κινητικότητα, την παγκοσμιοποίηση. Καθόλου τυχαία ο τίτλος της ρετροσπεκτίβας του στην γκαλερί Jeu de Paume στο Παρίσι ήταν εξάλλου «Vies en transit» (Ζωές εν κινήσει).
Εγκατεστημένος μόνιμα στο Μιλάνο από το 1997 ο Πάτσι, μπορεί να ξέρει από πρώτο χέρι τι θα πει «μετανάστης», «εκτόπιση», «αποσύνδεση» τόσο από την εθνική όσο και από την πολιτισμική ταυτότητα.
Ο Αντριάν Πάτσι ανήκει στους τυχερούς που δεν λοξοδρόμησαν από τον αρχικό τους επαγγελματικό προσανατολισμό. Σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών των Τιράνων (1987-1991) και βρέθηκε για πρώτη φορά στο Μιλάνο το ’92 χάρη σε μια υποτροφία. Επέστρεψε στην Αλβανία το ’95 αποφασισμένος να ζήσει στη χώρα του, όμως όταν ξέσπασαν οι ταραχές του ’97 γύρισε ξανά στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε μόνιμα σε αυτήν μαζί με την οικογένειά του. Ευθύς αμέσως έγινε γνωστός για το βίντεο «Albanian Stories», με το οποίο μάλιστα εκπροσώπησε την Αλβανία στην Μπιενάλε της Βενετίας το ’99. Σε αυτό πρωταγωνιστεί η κόρη του Γιολάντα, η οποία χρησιμοποιεί τη γλώσσα του παραμυθιού για να μιλήσει για τη δραματική πολιτική κατάσταση στην Αλβανία και να αφηγηθεί την ιστορία της μετοίκησής τους στην Ιταλία.
Εως τότε, ο Πάτσι εκφραζόταν μέσα από τη ζωγραφική που είχε σπουδάσει αλλά και από τη φωτογραφία. Η μετάβαση από τον καμβά στο βίντεο έγινε όπως έχει πει επειδή «δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ή να φωτογραφίσω τις ιστορίες αυτές, έπρεπε να τις κινηματογραφήσω». Γιατί «ως καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να μιλάς με τους άλλους για τα προβλήματά σου, ή να επιδεικνύεις την επιδεξιότητα ή την ανεπάρκειά σου. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να δημιουργήσεις μια σχέση με ένα μέσο. Το βίντεο ήταν το φίλτρο που χρειαζόμουν και μάλιστα το πιο άμεσο γιατί είναι ένα μέσο που δεν είναι αυτάρεσκο, ούτε αποσκοπεί στην ευαρέσκεια του δημιουργού του». Οπως ο Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε επιλέξει να είναι κινηματογραφιστής για να εκφράζει «την πραγματικότητα με την πραγματικότητα». Ο παραλληλισμός δεν είναι αυθαίρετος. Ο Πάτσι έχει ζωγραφίσει μια σειρά από πίνακες εμπνευσμένους από την ταινία «Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο» ενώ από τον «ρεαλισμό του ονείρου και των ρυθμών του» του ιταλού σκηνοθέτη επηρεάστηκε στη δημιουργία μιας σειράς από πίνακες που ζωγράφισε από το βίντεο του γάμου συμπατριωτών του.

«Αναζητώ κάτι ουσιώδες, αρχαϊκό, αυθεντικό»
Το βίντεο «The Guardians» δεν αφορά τη μετανάστευση αλλά μιλάει για μια άλλου είδους μετατόπιση, τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στον θάνατο. Μέσα από μια κινηματογράφηση, κάθε πλάνο της οποίας θα μπορούσε να είναι ένας αυτόνομος πίνακας ή ένα κάδρο από ταινία ιταλικού νεορεαλισμού, ο Πάτσι έχει αποτυπώσει το καθολικό νεκροταφείο της γενέτειρας πόλης του, Σκόντρα, το οποίο για χρόνια ήταν εγκαταλελειμμένο μιας και το κομμουνιστικό κόμμα είχε απαγορέψει κάθε θρησκευτική έκφραση. Μικρά παιδιά καθαρίζουν τους τάφους και γεμίζουν την οθόνη σε αυτή τη συνύπαρξη η οποία έχει τις ρίζες της σε ένα αληθινό περιστατικό. Τη δεκαετία του ’90 μια ομάδα νέων είχε καθαρίσει το νεκροταφείο από τα αγριόχορτα ενώ λίγο μετά ομάδες παιδιών άρχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για τον καθαρισμό των τάφων. Η μνήμη και η σύνδεση με έθιμα, συνήθειες και πρακτικές της παλιάς πατρίδας είναι ένας άλλος θεματικός άξονας που χαρακτηρίζει το έργο του, προφανώς και ως απόρροια της απόστασης που δίνει η αναγκαστική «μετατόπιση»; Οχι απαραιτήτως. Οπως έλεγε παλιότερα: «Βρίσκω ότι η ιδέα του καινούργιου με κάθε κόστος είναι ανόητη. Προσωπικά προέρχομαι από ένα μέρος όπου έχω βιώσει την αποτυχία δυο μοντέλων που ευαγγελίζονταν το καινούργιο: τον κομμουνιστικό μύθο του νέου ανθρώπου και τον καπιταλιστικό της ευημερίας, του ελεύθερου ανθρώπου στην εποχή της καταναλωτικής κοινωνίας. Ακολουθώντας αυτή τη διμερή αποτυχία άρχισα να αναζητώ ένα νέο μοντέλο ανθρωπιάς, το οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί με την παράδοση όχι ως νοσταλγία για επιστροφή στο παρελθόν αλλά για να βρω κάτι ουσιώδες, αρχαϊκό, αυθεντικό το οποίο θα συμβαδίζει με την ανθρωπιά κάθε στιγμή μέσα στον χρόνο».

πότε & πού:

«The Guardians» στην γκαλερί Κalfayan, Χάρητος 11, Κολωνάκι, ως τις 28/3

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ