Οταν το 2008 ο υπερχρεωμένος χρηματοπιστωτικός κλάδος βρέθηκε στη δίνη της κρίσης, διασώθηκε από τις κυβερνήσεις, οι οποίες είδαν το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ να αυξάνεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών, συντείνοντας έτσι στην κρίση κρατικού χρέους στον δυτικό κόσμο.
Σχεδόν επτά χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, που οδήγησε στη χειρότερη οικονομική κρίση μετά τη Μεγάλη Υφεση του 1929, και ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα βουνό χρεών που δημιουργούν νέους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υπονομεύοντας την παγκόσμια οικονομία.
Αυξήθηκε η αξία


Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2007 τα χρέη των κρατών αυτού του πλανήτη αυξήθηκαν κατά 76% ή κατά 25 τρισ. δολ. φθάνοντας τα 58 τρισ. δολ., αντιπροσωπεύοντας περίπου το 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ιστορικά εξάλλου, κατά μέσον όρο, μερικά χρόνια έπειτα από όλες τις οικονομικές κρίσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πραγματική αξία του δημοσίου χρέους των χωρών που βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα αυξήθηκε κατά 86%.
Καθώς η οικονομική κρίση και η ύφεση εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος των ανεπτυγμένων οικονομιών, το οποίο κατά μέσον όρο από το 76% του ΑΕΠ το 2007 αυξήθηκε στο 112% του ΑΕΠ το 2014 (έναντι μόλις 46% του ΑΕΠ για τις αναδυόμενες οικονομίες), αρκετοί είναι οι οικονομολόγοι που θεωρούν ότι η ανακούφιση από το κρατικό χρέος σε ορισμένες οικονομίες ίσως οδηγήσει σταδιακά στην υιοθέτηση νέων μεθόδων ελάφρυνσης.

Κατανομή κινδύνου


Η McKinsey προτείνει εκτεταμένες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, έναν εφάπαξ φόρο στον πλούτο, πιο αποτελεσματικά προγράμματα αναδιάρθρωσης χρέους αλλά ακόμη και τη διαγραφή χρέους που έχει αγοραστεί από κεντρικές τράπεζες στο πλαίσιο προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης». Σε ό,τι αφορά το χρέος των νοικοκυριών, προτείνει για τα στεγαστικά και άλλα δάνεια καλύτερη κατανομή του κινδύνου ανάμεσα σε δανειολήπτες και δανειστές.
Σε μια «βόμβα» χρεών, κρατικών και ιδιωτικών, κάθεται η παγκόσμια οικονομία, εκτιμούσε προσφάτως και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), καθώς διατέθηκαν δισεκατομμύρια δολάρια και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, με αποτέλεσμα το ιδιωτικό χρέος να μετατραπεί σε κρατικό, ενώ παρά τις πολιτικές λιτότητας τα κρατικά ελλείμματα συνέχισαν να αυξάνονται, συσσωρεύοντας νέο κρατικό χρέος.
Από την άλλη πλευρά, όπως λέγεται, είναι αλήθεια ότι το χρέος μπορεί να λειτουργήσει ως απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα –αλλά η κατάσταση δεν βελτιώνεται αν οι προσπάθειες να μειωθεί το χρέος σπρώχνουν την οικονομία στον αποπληθωρισμό και στην ύφεση.
Λίγοι το μείωσαν


Σύμφωνα με τη McKinsey μάλιστα, το παγκόσμιο χρέος (ιδιωτικό και κρατικό) αυξήθηκε κατά 57 τρισ. δολ. από το 2007 αγγίζοντας σχεδόν τα 200 τρισ. δολ. (+41%), αντιπροσωπεύοντας το 286% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ σημειώνει την πρωτοφανή αύξηση του χρέους των χωρών (+76%), τη συνεχιζόμενη αύξηση του χρέους των νοικοκυριών (+21%) και των εταιρειών (+47%) αλλά και τον τετραπλασιασμό του χρέους της Κίνας. Συνολικά, σχεδόν το ήμισυ αυτής της αύξησης του παγκόσμιου χρέους από το 2007 αφορά τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, αν και το ένα τρίτο είναι αποτέλεσμα της αύξησης του δημοσίου χρέους στις προηγμένες οικονομίες. Aπό τις 47 μεγάλες οικονομίες, μόνο πέντε κατάφεραν να μειώσουν τα χρέη τους: Ισραήλ, Αίγυπτος, Ρουμανία, Σαουδική Αραβία και Αργεντινή. Σε πέντε άλλες εκδηλώθηκε όμως δραματική αύξηση: το χρέος της Κίνας αυξήθηκε κατά 83 ποσοστιαίες μονάδες, της Πορτογαλίας κατά 100, της Ελλάδας κατά 103, της Σιγκαπούρης κατά 129 και της Ιρλανδίας κατά 172.
Πρώτη η Ιαπωνία


Στην κορυφή της λίστας των χρεωμένων κρατών για το 2014, σύμφωνα με τα στοιχεία κορυφαίων τραπεζών, φιγουράρει πάντως η Ιαπωνία, με δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ 244%. Η εκτίναξη του ιαπωνικού χρέους αποτελεί «παράπλευρη απώλεια» των Abenomics, δηλαδή της οικονομικής πολιτικής του πρωθυπουργού Σίνζο Αμπε, που ρίχνει χρήμα στην οικονομία για να βάλει τέλος στη στασιμότητα των τελευταίων 20 ετών. Ακολουθούν η Ελλάδα, το χρέος της οποίας κινείται προς το 180% του ΑΕΠ, η Ιταλία και η Πορτογαλία με δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ στην περιοχή του 130% και η Ιρλανδία στην περιοχή του 120% του ΑΕΠ. Στην ευρωζώνη τα κρατικά χρέη αυξήθηκαν από το 66% του ΑΕΠ στο 95% του ΑΕΠ, φθάνοντας τα 9,5 τρισ. ευρώ, με τα χρέη της Γερμανίας (2,15 τρισ. ευρώ ή 75% του ΑΕΠ), της Ιταλίας (2,13 τρισ. ευρώ, η 132% του ΑΕΠ), της Γαλλίας (2,035 τρισ. ευρώ ή 96%) και της Ισπανίας (1,02 τρισ. ευρώ ή 97% του ΑΕΠ) να αντιπροσωπεύουν το 77% των συνολικών χρεών της ζώνης του ευρώ.

Guntram B. Wolff
Καλή λύση η σύνδεση του χρέους με την ανάπτυξη
Για τον Guntram B. Wolff του Ινστιτούτου Bruegel η Ελλάδα προς το παρόν δεν πληρώνει και πολλά για την εξυπηρέτηση του χρέους της, απόρροια του γεγονότος ότι οι επίσημοι πιστωτές επέτρεψαν στην Ελλάδα μια οκταετή περίοδο χάριτος προτού αρχίσει να καταβάλλει τόκους.
Το 2% επί του ΑΕΠ που πληρώνει συγκρίνεται με το 1,8% επί του ΑΕΠ που πληρώνει η Γερμανία και το 2,3% που καταβάλλει η Γαλλία. Επομένως δεν είναι δυνατόν να μειωθεί το βάρος του χρέους στον τρέχοντα προϋπολογισμό της Ελλάδας.
Ωστόσο είναι απαραίτητο να απομακρυνθεί η αβεβαιότητα της αποπληρωμής του χρέους-βουνού της χώρας που ξεπερνά το 175% του ΑΕΠ.
Αβεβαιότητα

Στο θετικό σενάριο για τη χώρα, η Ελλάδα θα μπορούσε να ολοκληρώσει επιτυχώς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η ανάπτυξη να ενισχυθεί και φυσικά ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ να υποχωρήσει. Ωστόσο, η πορεία της ανάπτυξης της χώρας και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ δεν μπορεί να είναι δεδομένα και αυτό αυξάνει την αβεβαιότητα των επενδυτών που δεν δανείζουν χώρες που η φερεγγυότητά τους βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Ετσι, μια λύση σύμφωνα με το ίδιο θα ήταν η σύνδεση των επίσημων δανείων της χώρας με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Οι υπουργοί Οικονομικών υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να εξετάσουν σοβαρά κάτι τέτοιο, καθώς η σύνδεση του χρέους με την ανάπτυξη θα απομάκρυνε μια μεγάλη αβεβαιότητα τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ίδια την ευρωζώνη. Ο ίδιος πιστεύει πως τελικά είναι πιθανή μια συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών, αν και η ελληνική πλευρά θα πρέπει να κινηθεί περισσότερο προς την κατεύθυνση ενός συμβιβασμού.

Οι προτάσεις για την Ελλάδα
Θα υπάρξει και ανταλλαγή κρατικών ομολόγων με ομόλογα συνδεδεμένα με ρήτρα ανάπτυξης

Η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να χρηματοδοτηθεί με λογικά επιτόκια από τον ιδιωτικό τομέα μεσοπρόθεσμα με βάση το ύψος του χρέους εκτίμησε η UBS, σημειώνοντας ότι ένα κούρεμα είναι ανεπίτρεπτο για τους δανειστές ενώ μια τέτοια διαγραφή θα ήγειρε απαιτήσεις και από άλλες χώρες με υψηλό χρέος να έχουν αντίστοιχη μεταχείριση.
Το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα, είναι ότι θα συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για την τελική λύση η οποία θα σώζει το γόητρο και των δύο πλευρών. Θα επιτραπεί πιθανόν στην Ελλάδα να παρουσιάζει χαμηλότερο πλεόνασμα (γύρω στο 1% – 2%) και θα υπάρξει και ανταλλαγή κρατικών ομολόγων με ομόλογα που έχουν ρήτρα ανάπτυξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η άμεση πίεση στην Ελλάδα να περικόψει δαπάνες και να αποπληρώσει το χρέος της οριακά θα μειωνόταν.
Οι ερευνητές του Bruegel πρότειναν επίσης συνολικά τις εξής λύσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους:

1. Μείωση του επιτοκίου στα διμερή δάνεια της πρώτης διάσωσης. Το επιτόκιο που είναι συνδεδεμένο στο τριμηνιαίο Euribor με το spread από τις 50 μονάδες βάσης να μειωθεί στο μηδέν, χωρίς να υπάρξουν ζημιές για τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Το όφελος θα φθάσει στο 3,4% του ΑΕΠ.

2. Η ωρίμαση των δανείων των κρατών-μελών της ευρωζώνης προς την Ελλάδα επιμηκύνθηκε ως το 2041. Μια επιπλέον επιμήκυνση κατά 10 έτη, με παράταση και της περιόδου χάριτος, θα γλίτωνε την Ελλάδα από την πληρωμή τόκων ύψους 4,5% του ΑΕΠ.

3.
Επιμήκυνση των δανείων του EFSF. Η Ελλάδα πληρώνει περίπου μία μονάδα βάσης επιπλέον από το κόστος δανεισμού του EFSF. Ως εκ τούτου, το επιτόκιο στα δάνεια του EFSF δεν μπορεί να μειωθούν περαιτέρω, χωρίς να υποστεί ζημιές το Ταμείο. Ωστόσο, η ωρίμαση των δανείων μπορεί να επιμηκυνθεί περαιτέρω κατά 10 έτη, κάτι που θα αποφέρει όφελος περίπου 8,1% του ΑΕΠ ενώ την ίδια στιγμή το EFSF δεν θα υποστεί απώλειες. Οι τρεις παραπάνω επιλογές οδηγούν σε μείωση του χρέους κατά 17% του ΑΕΠ ή κατά συνολικά 32 δισ. ευρώ περίπου.

4. Παράλληλα, μια άλλη επιλογή αφορά στην αλλαγή των κυμαινόμενων επιτοκίων στα δάνεια από το πρώτο και δεύτερο πρόγραμμα σε σταθερά, κάτι το οποίο θα μείωνε την καθαρή παρούσα αξία του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους αλλά θα οδηγούσε σε απώλειες για κάποια κράτη-μέλη.

5. Η ανταλλαγή των ομολόγων με ομόλογα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ αποτελεί επίσης μία άλλη επιλογή σύμφωνα με το Bruegel αλλά αν τα ομόλογα με ρήτρα ΑΕΠ δεν οδηγήσουν σε απώλειες για τους ευρωπαίους δανειστές, δεν θα οδηγήσουν και σε μείωση του κόστους χρηματοδότησης για την Ελλάδα.

6. Η επαναγορά των ελληνικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες δεν θα αποφέρουν κέρδη στην Ελλάδα, αντίθετα θα αυξηθεί το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.

7. Η Ελλάδα θα λάμβανε νωρίτερα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μέσω ευρωπαϊκών πόρων, κάτι που θα μείωνε τις ανάγκες χρηματοδότησης και τους τόκους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ