«Εδώ και χρόνια ο Σόιμπλε απολάμβανε τον ρόλο του ως ένας ευρωπαίος Andrew Mellon, ένας συντηρητικός μπαμπούλας που αντιτίθεται σθεναρά σε κάθε απόκλιση από τις πολιτικές λιτότητας. Τώρα ο Βαρουφάκης, ένας ακαδημαϊκός οικονομολόγος και blogger που ανέλαβε τα καθήκοντά του μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της περασμένης εβδομάδας, ταξιδεύει σε όλη την ήπειρο, ζητώντας μια σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους και μια απόδραση από τη λιτότητα για τη χώρα του» τονίζει χαρακτηριστικά ο Τζον Κάσιντι, οικονομικός αναλυτής του περιοδικού New Yorker σε δημοσίευμα που έχει τον τίτλο «Γιατί η Ελλάδα και η Ευρώπη μπορούν να τα βρουν».
Και συνεχίζει:
Για τη συνάντησή του με τον Σόιμπλε, ο Βαρουφάκης επέλεξε ένα μπλέ –ελεκτρλικ πουκάμισο. Στη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση, ο Σόιμπλε δήλωσε ότι οι δύο πλευρές «συμφώνησαν ότι διαφωνούν» όσον αφορά στα βήματα που η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει. Ο Βαρουφάκης διαφώνησε λέγοντας «δεν καταλήξαμε σε συμφωνία επειδή κανείς δεν περίμενε ότι θα συμφωνήσουμε. Συμφωνήσαμε να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις σαν ισότιμοι εταίροι. Οι διαπραγματεύσεις αυτές έγιναν ακόμα πιο κρίσιμες όταν, λίγες ώρες πριν από την έναρξη της συνάντησης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε μια απροσδόκητα επιθετική κίνηση, δήλωσε ότι δεν θα δεχόταν πλέον τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για δάνεια, επικαλούμενη την απειλή της νέας κυβέρνησης να αψηφήσει τους όρους του μνημονίου. Δεδομένου ότι πολλές από τις προβληματικές τράπεζες στην Ελλάδα εξαρτώνται από την ΕΚΤ για την καθημερινή τους χρηματοδότηση, η ανακοίνωση της κεντρικής τράπεζας κλιμάκωσε την ένταση και έθεσε την προοπτική μιας καταστροφής σε περίπτωση που ο Βαρουφάκης και, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αρνηθούν να αλλάξει πορεία.
Οι δύο πολιτικοί θέλουν την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση να παράσχουν στην Ελλάδα κάποια προσωρινή χρηματοδότηση για λίγους μήνες, ενώ συνεχίζονται οι συνομιλίες για το χρέος. Όμως η κίνηση της ΕΚΤ, η οποία εγκρίθηκε από ένα διοικητικό συμβούλιο που απαρτίζεται από εκπροσώπους της Γερμανίας, της Γαλλίας, και άλλων χωρών της ευρωζώνης, δείχνει ότι θα συμφωνήσει να παράσχει προσωρινή χρηματοδότηση μόνο αν η Ελλάδα παίξει με τους κανόνες, οι οποίοι περιλαμβάνουν την πιστή εφαρμογή των μέτρων του μνημονίου. Υπό το φως όλων αυτών, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι μετοχές στις ελληνικές τράπεζες υποχώρησαν την Πέμπτη, ενώ ένας Έλληνας κυβερνητικός αξιωματούχος προειδοποίησε ότι η χώρα δεν θα υποκύψει σε «εκβιασμούς».
Με τους αναλυτές να συζητούν ανοιχτά το ενδεχόμενο μιας τραπεζικής κατάρρευσης και την προοπτική του «Grexit» να επιστρέφει, είναι πολύ πιθανό να πάνε όλα στην κόλαση. Αλλά προτού πανικοβληθούμε ας πάρουμε μια ανάσα. Παρά το δράμα των τελευταίων 24ώρων, οι πιθανότητες ότι η Ελλάδα και οι εταίροι της ευρωζώνης θα συμφωνήσουν τελικά είναι πολύ περισσότερες από 50/250. Η διαδικασία θα διαρκέσει μήνες, και θα υπάρξουν κι άλλοι συναγερμοί στο μεταξύ, αφού κάτι τέτοιο συμβαίνει σε όλες τις διαπραγματεύσεις για μια αναδιάρθρωση χρέους. Το κόστος και για τις δύο πλευρές να μην μπορέσουν να καταλήξουν σε συμφωνία είναι τόσο μεγάλο που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα το επιστρέψουν να συμβεί.
Ας πάρουμε πρώτα την Ελλάδα. Δεν αποτελεί είδηση ότι η κυβέρνηση στην Αθήνα θέλει να ξεφύγει από ένα μνημόνιο που την έχει αναγκάσει να μειώσει τις δαπάνες, να απολύσει μεγάλο αριθμό εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και να βλέπει το ποσοστό ανεργίας να φτάνει το 25%. Τον περασμένο Οκτώβριο, ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 2012 μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες, δήλωσε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι η χώρα του προτίθεται να εγκαταλείψει το πρόγραμμα διάσωσης πιο νωρίς. Το ερώτημα ήταν πάντα αν αυτό ήταν πρακτικό. Το ΔΝΤ επιμένει ότι, ακόμη και αν η Ελλάδα καταφέρει να αποπληρώσει το χρέος της προς το Ταμείο, η χώρα θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση, η οποία θα την υποχρέωνε σε διεθνή εποπτεία για τις πολιτικές που θα ακολουθούσε η εκάστοτε κυβέρνηση.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο ΣΥΡΙΖΑ αφού κατηγόρησε την κυβέρνηση Σαμαρά ότι υποτάχθηκε στην «τρόικα», υποσχέθηκε να εγκαταλείψει το υπάρχον πλαίσιο και να παρουσιάσει ένα νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους απευθείας στις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο Βαρουφάκης παρουσίασε ένα προσχέδιο του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να εκδώσει νέα ομόλογα για να αποπληρώσει προηγούμενα που λήγουν στο προσεχές διάστημα. Όμως αρνήθηκε να γίνει πιο συγκεκριμένος, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για διαλέξεις πάνω στις χρηματοοικονομικές τεχνικές.
Ίσως όχι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται απεγνωσμένα τη συνεργασία της ΕΚΤ. Ακόμα και μετά την άρνησή της να δεχθεί τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση, το ίδρυμα που εδρεύει στη Φρανκφούρτη θα συνεχίσει να δανείζει αρκετά χρήματα στην Ελλάδα μέσω άλλων μηχανισμών και με άλλες εγγυήσεις. «Η ΕΚΤ βρυχάται θυμίζοντας στους πάντες ότι είναι ένα βήμα πριν κλείσει τη στρόφιγγα ρευστότητας προς την Ελλάδα» γράφει ο Karl Whelan, οικονομολόγος στο University College του Δουβλίνου, ο οποίος παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις.
Βραχυπρόθεσμα, αυτό ίσως σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να συμφωνήσει σε κάποιο είδος επιτήρησης, όσο τουλάχιστον διαρκούν οι διαπραγματεύσεις για το χρέος, ίσως χωρίς συμμετοχή στην επιτήρηση του ΔΝΤ, το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ, δικαιολογημένα θεωρεί υπεύθυνο για ορισμένα από τα πιο σκληρά μέτρα του μνημονίου. Τελικά, ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας ίσως χρειαστεί να συμβιβαστούν, ακυρώνοντας κάποιες από τις απαιτήσεις τους και ξεχνώντας κάποιες από τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Αλλά όσο μια ενδεχόμενη συμφωνία συνεπάγεται την απόδραση της Ελλάδας από τα νύχια της τρόικας, την ανάκτηση μέρους της πολιτικής κυριαρχίας και τη μείωση των χρεών μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμφωνήσει.
Παρ’ όλες τις περικοπές που έχει κάνει, ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να υφίσταται το βάρος ενός χρέους ύψους περίπου τριακοσίων δισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο ισοδυναμεί με περίπου 170% του ΑΕΠ της χώρας. Το ποσό είναι τόσο μεγάλο που υπάρχουν πολύ λίγες πιθανότητες να αποκληρωθεί στο ακέραιο. Στο τέλος μιας παρόμοιας κρίσης όπως αυτή στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 80, το πρόβλημα της χρόνιας υπερχρέωσης επιλύθηκε μόνο όταν οι πιστωτές αποδέχτηκαν μία συμφωνία η οποία διέγραψε ένα μέρος του χρέους.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι ειδικοί, ακόμη και στη Γερμανία, θεωρούν ότι ένα είδος «κουρέματος» είναι αναπόφευκτο στην ελληνική περίπτωση. Στην πραγματικότητα το εμπόδιο δεν είναι το κούρεμα. Είναι το πώς θα παρουσιαστεί και το αν θα έπρεπε να γίνει και στις άλλες χώρες που έχουν πάρει πακέτα διάσωσης όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Οι ευρωπαϊκές αρχές, αρκετά δικαιολογημένα, θέλουν να διατηρήσουν κάποιον έλεγχο της διαδικασίας. Οι Γερμανοί, ειδικότερα, επιμένουν ότι η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις υποσχέσεις της για μεταρρύθμιση της οικονομία της, για παράδειγμα, διατηρώντας υπό έλεγχο το δημοσιονομικό της έλλειμμα, ιδιωτικοποιώντας δημόσιες επιχειρήσεις και ανοίγοντας τα κλειστά επαγγέλματα στον διεθνή ανταγωνισμό. Η προηγούμενη κυβέρνηση στην Ελλάδα, παρόλη την πρόοδο που έκανε στη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού, κινήθηκε πολύ αργά στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών που θα έβλαπταν τα ισχυρά συμφέροντα.
Όμως και εδώ υπάρχουν λόγοι για αισιοδοξία. Όταν ο Βαρουφάκης παρουσίασε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμφωνία ανταλλαγής χρέους, υποσχέθηκε ότι η κυβέρνησή του θα διατηρήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα και θα ξεπεράσει τον προκάτοχό του στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Με λίγα λόγια, υπάρχουν περιθώρια για μια συμφωνία που ωφελεί την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης. Γιατί, λοιπόν, ο Σόιμπλε και ο Βαρουφάκης δεν συμφώνησαν σε ένα σχέδιο; Εν μέρει επειδή πρέπει να επιλυθούν πρώτα το θέμα της ενδιάμεσης χρηματοδότησης και ο ρόλος της ΕΚΤ. Εν μέρει επειδή η κάθε πλευρά πιστεύει ότι θα καταλήξει σε μια καλύτερη συμφωνία παίζοντας το παιχνίδι για περισσότερο διάστημα. Και εν μέρει επειδή τόσο οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ όσο και ευρωζώνη θα πρέπει και οι δύο πρέπει να πείσουν τους οπαδούς τους ότι δεν παραδίδουν τόσο εύκολα το όπλα. Έτσι, η παρούσα κατάσταση θα συνεχιστεί για λίγο ακόμα. Όμως αν επικρατήσει η λογική τελικά οι δύο πλευρές θα καταλήξουν σε συμφωνία.