Ενώ η στρατηγική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών καθορίζει το διεθνές οικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον, καθώς στις ΗΠΑ ανακοινώθηκε το τέλος του «τυπώματος χρήματος», την ώρα που η Ιαπωνία αύξησε ξαφνικά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η ΕΚΤ φέρεται ότι ετοιμάζεται να αγοράσει ακόμη και κρατικά ομόλογα, στην Ελλάδα κύρια το πολιτικό ρίσκο έχει οδηγήσει τις μετοχές σε απώλειες 20 δισ. ευρώ από τα υψηλά του έτους, ενώ η εκτίναξη των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων πάνω από το 8% αποτρέπει τις σκέψεις για έξοδο στις αγορές τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.
Τροχοπέδη
Ο «μεγάλος», όπως αποκαλείται, πολιτικός κίνδυνος αποτελεί τροχοπέδη για οποιεσδήποτε αξιόπιστες οικονομικές προβλέψεις, δεδομένου ότι η πολιτική σταθερότητα είναι προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά και του τραπεζικού κλάδου που βρίσκεται το τελευταίο διάστημα στο επίκεντρο των εξελίξεων, απόρροια και των «τεστ αντοχής» της ΕΚΤ. Για τους αναλυτές οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν εξάλλου ένα μακροοικονομικό «παιχνίδι».
Διαχειριστές επικαλούνται το συνεχιζόμενο πολιτικό ρίσκο και τις ανησυχίες για πρόωρες εκλογές ως βασικούς λόγους που οι επενδυτές μειώνουν θέσεις τους στην Ελλάδα, ενώ το κλίμα επιβαρύνθηκε και από τις δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ακόμη και για αυτές που πέρασαν τα stress tests. Oπως σημείωσε ο «Economist», το βασικό πρόβλημα του κλάδου είναι η αναιμική οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, ενώ οι προοπτικές των τραπεζών θα εξαρτηθούν από το αν θα βρουν πελάτες πρόθυμους να δανειστούν αλλά και ικανούς να πληρώσουν.
Μείωση θέσεων
Από την άλλη πλευρά, εξηγούν αναλυτές, καθώς στην εγχώρια αγορά έχουν τοποθετηθεί περισσότερο βραχυπρόθεσμα κερδοσκοπικά κεφάλαια, ο φόβος της πολιτικής αστάθειας αλλά και η ανοδική κίνηση του δολαρίου εξαιτίας του τέλους της εποχής του τυπώματος χρήματος από τη Fed οδήγησαν στην έξοδο παθητικών funds (ακολουθούν παθητικά τους δείκτες αναφοράς) από τις ελληνικές μετοχές και τα ελληνικά ομόλογα. Επίσης ορισμένα hedge funds, τα οποία είχαν αγοράσει σε πολύ χαμηλές τιμές, μείωσαν τις θέσεις τους, αποεπενδύοντας σταδιακά από μία αγορά στην οποία η σχέση «κινδύνου – απόδοσης» δεν θεωρείται πια ικανοποιητική.

Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο την τελευταία εβδομάδα οι μετοχές έχασαν 5 δισ. ευρώ, ενώ η απόδοση του 10ετούς ομολόγου εκτινάχθηκε ως το 8,18%. Από την άλλη πλευρά παρατηρούνται σταδιακές τοποθετήσεις σε χαμηλότερες τιμές μακροπρόθεσμων επενδυτικών κεφαλαίων που θεωρούν πως τελικά «η χώρα δεν θα καταστραφεί και θα βρεθεί μία έλλογη λύση με τους δανειστές και εταίρους», ενώ το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν θα τα «τινάξει όλα στο αέρα».
Το σύνολο σχεδόν των αναλυτών και επενδυτών πάντως προειδοποιεί για τον «μεγάλο πολιτικό κίνδυνο» ο οποίος αυξάνει και τη μεταβλητότητα επηρεάζοντας το κλίμα.
Ανησυχία
Η πρόσφατη άνοδος στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποδηλώνει ότι οι επενδυτές παραμένουν ανήσυχοι για τα ισχνά οικονομικά και το πολιτικό κλίμα. Η έλλειψη συναίνεσης για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικές εκλογές και σε αλλαγή κυβέρνησης, αναφέρει η Deutsche Bank. Από την πλευρά της η Citigroup, η οποία αναμένει πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα εξαιτίας της ισχυρής τουριστικής σεζόν θα βρεθεί σε θετικό έδαφος στο τρίτο τρίμηνο του 2014 για πρώτη φορά από το δεύτερο τρίμηνο του 2008, θεωρεί πως αναφορικά με τη χώρα μας όλα τα βλέμματα θα στραφούν τους προσεχείς μήνες στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την επόμενη ημέρα του προγράμματος διάσωσης που ολοκληρώνεται στο τέλος του έτους, αλλά και στο ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών την άνοιξη του 2015, που μπορεί να οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Fitch
Δεν αρκούν τα stress tests για την Ευρώπη
Οι κεφαλαιακές ανάγκες που προέκυψαν από τα stress tests δείχνουν ότι ο άμεσος κίνδυνος για τα δημοσιονομικά δεδομένα των ευρωπαϊκών κρατών λόγω των τραπεζών περιορίζεται, εκτιμά η Fitch, ενώ η χαμηλή ανάπτυξη και τα μεγάλα διαρθρωτικά ελλείμματα θεωρούνται σημαντικοί κίνδυνοι.
Δεν αρκούν τα stress tests για την Ευρώπη
Οι κεφαλαιακές ανάγκες που προέκυψαν από τα stress tests δείχνουν ότι ο άμεσος κίνδυνος για τα δημοσιονομικά δεδομένα των ευρωπαϊκών κρατών λόγω των τραπεζών περιορίζεται, εκτιμά η Fitch, ενώ η χαμηλή ανάπτυξη και τα μεγάλα διαρθρωτικά ελλείμματα θεωρούνται σημαντικοί κίνδυνοι.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες δύσκολα μπορούν να συμβάλουν στην ανάκαμψη της περιοχής χωρίς να περιορίσουν τα προβληματικά δάνεια. «Δεν βλέπουμε τα stress tests ως οδηγό για βραχυπρόθεσμες κινήσεις στην αξιολόγηση κρατών» αναφέρει η Fitch. «Ούτε περιμένουμε κάποια έκκληση σε κράτος να ανακεφαλαιοποιήσει τράπεζα, δεδομένων των μικρών κεφαλαιακών αναγκών που προέκυψαν».
Δεδομένου ότι ελήφθησαν υπόψη τα πλάνα αναδιάρθρωσης, όπου προκύπτουν κεφαλαιακές ανάγκες αναμένεται να καλυφθούν χωρίς κρατική στήριξη. Αν υπάρξει βαθιά ύφεση το 2015, όπως προβλέπει το δυσμενές σενάριο, τα μεγαλύτερα ρίσκα για τις χώρες θα έρθουν από τη δυναμική του δημόσιου χρέους, σημειώνει η Fitch.
Λιγότερα έσοδα από τους φόρους και μεγαλύτερες κοινωνικές μεταβιβάσεις θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερα ελλείμματα και χρέος, αλλά οι τράπεζες θα καταφέρουν να διατηρήσουν τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1 στο 5,5% μειώνοντας τα ρίσκα. Τα stress tests δεν αρκούν για να λύσουν όλα τα προβλήματα. Χρειάζεται να βελτιωθεί η αξία των collateral σε σημαντικό όγκο επισφαλών δανείων προκειμένου να απελευθερωθεί δανεισμός.
Η ζήτηση τραπεζικού δανεισμού από «βιώσιμους» δανειολήπτες παραμένει χαμηλή και η αντιμετώπιση του προβλήματος θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη αν επικρατήσει ο αποπληθωρισμός καθώς δεν συμπεριελήφθη στα stress tests. Δεν είναι σαφές πώς θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, αλλά οι προηγούμενες πρωτοβουλίες στην Ευρώπη –όπως επί παραδείγματι η δημιουργία bad bank –εμπλέκουν ορισμένες φορές τα κράτη. Οι επιπτώσεις για τη δημόσια οικονομία εξαρτώνται από τις λεπτομέρειες στη δομή και στην οργάνωση τέτοιων σχημάτων και, αν προκύψουν νέες πρωτοβουλίες, θα εξεταστεί και ο δημοσιονομικός αντίκτυπος.
Η στρατηγική των κεντρικών τραπεζών και οι νέοι κίνδυνοι
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανό το όραμα των Abenomics
Οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών καθορίζουν το επενδυτικό και οικονομικό τοπίο στον κόσμο μετά τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Η απόφαση της FOMC να ολοκληρώσει το τρίτο και πλέον δυναμικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στις ΗΠΑ έδωσε το έναυσμα στους επενδυτές για μεγάλες αγορές δολαρίου έναντι των βασικών νομισμάτων, αλλά και για μείωση θέσεων σε περιφερειακές αγορές. Ολα τα βασικά νομίσματα επανέρχονται σε πτωτική τάση έναντι του δολαρίου καθώς οι αξιωματούχοι της Fed έδειξαν ότι υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις στην οικονομία και στην αγορά εργασίας. Μεγάλες απώλειες σημείωναν επίσης ο χρυσός και το ασήμι διολισθαίνοντας στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2010, καθώς το δολάριο ισχυροποιείται μετά περαιτέρω μετά και την απροσδόκητη κίνηση της Τράπεζας της Ιαπωνίας να διευρύνει τον ρυθμό της νομισματικής χαλάρωσης.
Αύξηση στόχου
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ) αύξησε τον στόχο για τη νομισματική βάση από τα 60-70 τρισ. JPY στα 80 τρισ. JPY –μια αύξηση της τάξεως του 25%-35%, σε μια σχεδόν απεγνωσμένη κίνηση να διατηρηθεί ζωντανό το όραμα των Abenomics. Από την πλευρά της αγοράς η χρονική στιγμή είναι σχεδόν ιδανική, καθώς πραγματοποιείται αμέσως μετά την απόφαση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς (FOMC) να τερματίσει τη χαλάρωση και τονίζει τη μεγάλη διαφορά στην πορεία νομισματικής πολιτικής που ακολουθούν η BoJ και η Fed.
Ωστόσο στη συγκεκριμένη απόφαση εξακολουθούν να υπάρχουν μελανά σημεία, εκτίμησε ο Steen Jakobsen, επικεφαλής οικονομολόγος της Saxo Bank. Ο πρωθυπουργός Abe θα πρέπει να αποφασίσει άμεσα αν θα αυξήσει ξανά τη φορολογία στις πωλήσεις, τον ΦΠΑ, ή αν θα απογοητεύσει. Τα Abenomics δεν αποτέλεσαν μια νέα οικονομική προσέγγιση, όπως υπόσχονταν. Περιορίστηκαν στην εκτύπωση νέου χρήματος και στη διαρκή ισχυροποίηση του ρόλου του κράτους. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για μια νέα πολιτική –τα Abenomics μάλλον αντικατοπτρίζουν την αδυναμία μιας συντηρητικής κοινωνίας με δυσμενή δημογραφικά στοιχεία να αλλάξει.
Τελευταίος γύρος
Σύμφωνα με τον ίδιο, παρακολουθούμε τον τελευταίο γύρο του παιχνιδιού. Η Ιαπωνία έκανε πάντα μία τελευταία, υποτίθεται, προσπάθεια. Η σημερινή της προσπάθεια είναι, όμως, όντως η τελευταία. Αντίστοιχα, η ΕΚΤ θα κάνει την τελευταία της προσπάθεια το επόμενο έτος (αρκετοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι θα αγοράσει κρατικά ομόλογα), ενώ η Fed θα σταματήσει να αποφεύγει την αύξηση των επιτοκίων ως τον Δεκέμβριο του 2015 (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς αναμένεται τον Ιούνιο του 2015).
Η αγορά ανέμενε μια σημαντική προσαρμογή προς τη μετριοπάθεια από τη συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς, κάτι που δεν συνέβη, οπότε το δολάριο κατέγραψε μεγάλα κέρδη. Παράλληλα, έκανε εκτενή αναφορά στον χαμηλό πληθωρισμό, η οποία όμως ήταν πιο επιθετική σε σύγκριση με την πρόσφατη επίμονη εστίαση της αγοράς στον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.
Η FOMC τόνισε την πεποίθησή της ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει σύντομα κοντά στο 2%, ποσοστό που αποτελεί τον στόχο της Fed, μετά τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους που υπήρξαν για πτώση του πληθωρισμού, λόγω της κατάστασης στην ενέργεια και άλλων εξόδων, ενώ δήλωσε ότι οι βραχυπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό «παραμένουν σταθερές».
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η ανακοίνωση περιείχε μια σημαντική αναβάθμιση της εκτίμησης για την αγορά εργασίας, αν λάβουμε υπόψη ότι οι κατά κεφαλήν αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας βρίσκονται χαμηλότερα από ποτέ στην ιστορία αυτού του στατιστικού στοιχείου.
Η μεγάλη αλλαγή
Η FOMC μπορεί να επιταχύνει την πολιτική της για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων σε σχέση με τις προσδοκίες της αγοράς (η οποία για την ώρα εκτιμά ότι η αύξηση θα πραγματοποιηθεί μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου του 2015) αν τα στοιχεία βελτιωθούν περισσότερο από το αναμενόμενο. Αντιθέτως, μπορεί η πρώτη αύξηση να καθυστερήσει αν η οικονομία είναι πιο αδύναμη απ’ ό,τι αναμένεται.
Η μεγάλη αλλαγή σε αυτή τη σύνοδο της Fed είναι πως για πρώτη φορά έπειτα από αρκετό καιρό δεν έγινε λόγος για «σημαντικό» κενό στην αγορά απασχόλησης. Τα στοιχεία επίσης για το αμερικανικό ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου ήταν καλύτερα του αναμενομένου, αλλά το ζητούμενο είναι αν η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας θα είναι τόσο ισχυρή μεσοπρόθεσμα ώστε να στηρίξει τις αναδυόμενες και τις περιφερειακές αγορές, που κινδυνεύουν με εκροές κεφαλαίων καθώς η Fed κλείνει τη στρόφιγγα της προσφοράς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



