«Η σταδιακή επάνοδος στις αγορές εξασφαλίζεται μόνο μέσω της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας» αναφέρει σε νέα της ανάλυση η Eurobank.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της, η πολιτική αβεβαιότητα και η δυσμενής διεθνής συγκυρία είναι δύο παράγοντες που εμποδίζουν την πιο γρήγορη ή πιο δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Από τη μία πλευρά, τονίζουν πως η πολιτική αβεβαιότητα μειώνει την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής μέσω της δημιουργίας κλίματος αναξιοπιστίας και από την άλλη η δυσμενής διεθνής συγκυρία αποτελεί τροχοπέδη για την ενίσχυση των εξαγωγών.
«Η κυβέρνηση οφείλει να επενδύσει στην ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και παράλληλα να επιταχύνει την βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, ήτοι ανάπτυξη, δημόσιο χρέος, ανεργία, δημοσιονομική προσαρμογή, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» υπογραμμίζει η Eurobank.
Αναλύοντας την υπάρχουσα κατάσταση, οι αναλυτές της επισημαίνουν ότι διαμορφώνονται δύο περιορισμοί στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής οι οποίοι έχουν αρνητικές συνέπειες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Αυτοί είναι:
Πρώτον: Πολιτική αβεβαιότητα και πολιτικές του παρελθόντος
Όπως έχει αποδειχτεί στην πράξη, η δομή των θεσμών του ελληνικού κράτους επιτρέπει την δημιουργία της προαναφερθείσας «πολιτικής αβεβαιότητας».
Το αν το όφελος από την ύπαρξη αυτών των θεσμών είναι μεγαλύτερο από το κόστος είναι αντικείμενο συζήτησης που ξεφεύγει από τα όρια ανάλυσης του παρόντος φυλλαδίου. Ωστόσο, το σίγουρο είναι το εξής: η πολιτική αβεβαιότητα οδηγεί σε οικονομική αναποτελεσματικότητα. Αξίζει να σκεφτούμε πόσες ώρες εργασίας ή χρήσης κεφαλαίου –ιδίως από το 2008 και έπειτα – έχουν καταναλωθεί προς την κατεύθυνση των προεκλογικών σεναρίων ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να κατανεμηθούν σε πιο παραγωγικές χρήσεις.
Επιπρόσθετα, η πολιτική, αβεβαιότητα ή αστάθεια, μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της άσκησης οικονομικής πολιτικής. Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ότι το αποτέλεσμα ή η αξιολόγηση μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, πχ. μείωση των φόρων, αύξηση των δημοσιών δαπανών, αύξηση της προσφοράς χρήματος, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την αντίδραση των φορέων της οικονομίας ως προς την εφαρμογή της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής.
Ήταν ακριβώς αυτό το συμπέρασμα που οδήγησε τους οικονομολόγους στο να χρησιμοποιούν ως εργαλείο ανάλυσης της οικονομικής πολιτικής περισσότερο την θεωρία παιγνίων και λιγότερο την θεωρία του βέλτιστου ελέγχου.
Για παράδειγμα, έστω ότι μια κυβέρνηση εξαγγέλλει ότι θα μειώσει την φορολογία τόσο στην αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας όσο και στην αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή του κεφαλαίου.
Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να διαμορφώσει τέτοιες προσδοκίες στην αγορά έτσι ώστε και οι επιχειρήσεις να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο στο να επενδύσουν αλλά και τα νοικοκυριά να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο στο να εργαστούν περισσότερο παραγωγικά.
Στην περίπτωση που εν λόγω εξαγγελίες γίνονται υπό καθεστώς πολιτικής αβεβαιότητας, τότε αυτόματα αυξάνεται η πιθανότητα να χαρακτηριστούν ως μη αξιόπιστες (ποιος θα εγγυηθεί ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση ή αν αλλάξει το οικονομικό επιτελείο η πολιτική που θα εφαρμοστεί στη συνέχεια θα παραμείνει η ίδια;).
Το γεγονός αυτό οδηγεί τους φορείς της αγοράς, δηλαδή επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στο να μην μεταβάλλουν τις προσδοκίες τους και ως εκ τούτου τα επενδυτικά προγράμματα ακυρώνονται και τα κίνητρα για περισσότερη παραγωγική εργασία μειώνονται.
Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφέρουμε ότι η παρούσα πολιτική αβεβαιότητα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας ο οποίος οδηγεί στη μείωση της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Όπως τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα του παρελθόντος οδήγησαν στην παρούσα συσσώρευση του υψηλού δημοσίου χρέους, έτσι και η συνεχής ανακολουθία ανάμεσα σε κυβερνητικές εξαγγελίες και εφαρμοζόμενες πολιτικές που συνέβη κατά το παρελθόν οδήγησε στη συσσώρευση ενός αποθέματος αναξιοπιστίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής το οποίο δεν είναι εύκολο να αποσβεστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Συνεπώς, πολιτικές του παρελθόντος, πχ. σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις προγραμματικές δηλώσεις μιας κυβέρνησης και στην μετέπειτα εφαρμοζόμενη πολιτική, και η παρούσα πολιτική αβεβαιότητα δυσχεραίνουν σε σημαντικό βαθμό την αποτελεσματικότητα του έργου των ασκούντων την οικονομική πολιτική.
Δεύτερον: Δυσμενής διεθνής οικονομική συγκυρία
Την προηγούμενη εβδομάδα στις διεθνείς αγορές επικράτησαν έντονες ανησυχίες για τις μακροοικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης. Αξίζει να αναφέρουμε πως για την Ευρωζώνη των 12 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στο 2ο τρίμηνο του 2014 ήταν της τάξης του 0,4%.
Η αναθεώρηση προς τα κάτω του αναμενόμενου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της Γερμανίας (στο 1,2% για το 2014 και το 2015), η αρνητική ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΠΑΕΠ) της Ιταλίας (-0,6% στο 2ο τρίμηνο του 2014) και η στασιμότητα της Γαλλικής οικονομίας (0,1% στο 2ο τρίμηνο του 2014) σηματοδοτούν πως οι τρείς μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης αδυνατούν να πετύχουν ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης τέτοιους ώστε να επιστρέψουν στο αναπτυξιακό μονοπάτι που ακολουθούσαν στο τέλος του 2007. Το ίδιο ισχύει τόσο για την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) όσο και για την οικονομία της Ιαπωνίας.
Συνεπώς, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, από το τέλος του 2007 μέχρι και σήμερα, οι οικονομίες των κρατών της Ευρωζώνης των 12, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, έχουν εισέλθει σε ένα χαμηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με αυτό που ακολουθούσαν πριν την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση.