Αν πράγματι ισχύει το γνωμικό, αν πράγματι πρέπει να πούμε αλίμονο για όλες αυτές τις χώρες που έχουν ανάγκη από ήρωες, τι πρέπει να πούμε ακριβώς για μια συγκεκριμένη χώρα που όχι μόνο τους έχει απεγνωσμένα ανάγκη, αλλά τους θέλει και καλοδιατηρημένους, καλλωπισμένους, χωρίς ελαττώματα και χωρίς φωνή; Από τη χώρα που πάνω απ’ όλα θέλει τους ήρωές της νεκρούς· και άρα αδύναμους να διαμαρτυρηθούν; Τι πρέπει να πούμε για την περίπτωσή μας;
Η νοσταλγία συνοπτικά· πρώτα στα πολιτικά: ο Αλέξης Τσίπρας στο κατώφλι του 2015 για πολλούς είναι ο νέος Ανδρέας Παπανδρέου, κάποτε και λόγω μιας ελαφριάς μίμησης στη φωνή και στις κινήσεις, πλέον πιο πολύ ως μια ανάγκη του συλλογικού ασυνείδητου. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πλανιέται πάνω από την 40ετή επέτειο της Νέας Δημοκρατίας, αν και όλοι γνωρίζουν κάπως ένοχα πως δύσκολα θα την ενέκρινε στη σημερινή, κατά κάποιον τρόπο αλλόκοτη, μορφή της. Στους δρόμους της πόλης μπορείς να διαβάσεις συνθήματα για το τέλος της Βάρκιζας, για τον Αρη Βελουχιώτη, για τους καπετάνιους του ΕΛΑΣ από ιστοριοδίφες νοσταλγούς του Εμφυλίου με κόκκινα σπρέι.
Στα καλλιτεχνικά, δεκάδες μουσικές παραστάσεις βουτηγμένες στην ασφάλεια του μελό λυγίζουν κάτω από το βάρος του Μάνου Χατζιδάκι, που, αν μπορούσε, σίγουρα θα διαμαρτυρόταν εντόνως. Η αγνή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου που μάλλον δεν ήταν τόσο αγνή για όσους τη ζούσαν τότε, έχει ταλαιπωρηθεί και οριακά ξεφτίσει από επίδοξους διαδόχους του Χατζηχρήστου με λάμψη για ευρώ στο μάτι και φιλότιμο στην υποκριτική καρδιά. Στο Internet, όλες αυτές οι σελίδες που δείχνουν μια καλύτερη, πιο ρομαντική Αθήνα, με σέπια φωτογραφίες, λιγότερα σπίτια, αλλά περισσότερη σκόνη, με λιγότερα σκουπίδια, αλλά περισσότερες οσμές από καβαλίνες αλόγων αποκτούν όλο και περισσότερους θαυμαστές που σχολιάζουν «τι ωραία που ήταν τότε όλα ήταν καλά», ακόμη και αν δεν το έζησαν ποτέ.
Στα αθλητικά, όσοι επιθυμούν να διορθώσουν τα δεινά του ελληνικού ποδοσφαίρου που αυτή την εβδομάδα έχει την τιμητική του με άλλη μια επίδειξη στρουθοκαμηλισμού, με άλλον έναν νεκρό να στοιχειώνει την ηθελημένη αδιαφορία των παραγόντων, μνημονεύουν με κουραστική συνέπεια τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τις δικές της κινήσεις κατά του χουλιγκανισμού προ 30ετίας.
Στη ΝΕΡΙΤ, μάλλον στη μοναδική αξιόλογη παραγωγή που παίζεται αυτή την εποχή στην τηλεόραση που θα ήθελε να είναι το BBC, αλλά τελικά είναι μια κακή εκδοχή της ΕΡΤ (που ήδη νοσταλγούμε, αυτή τη φορά δικαιολογημένα), στην εκπομπή «Τα στέκια» μπορείς να παρακολουθήσεις τη δύναμη της νοσταλγίας: παλιοί ροκάδες, γκριζομάλληδες θαμώνες ταβερνών, τα γερασμένα παιδιά της ντίσκο, ο Γαρδέλης και όλοι αυτοί που μεγάλωσαν στη Φωκίωνος Νέγρη, οι βετεράνοι των γηπέδων, όλοι τους κρατώντας ένα τσιγάρο που αργοσβήνει, μιλάνε για την παλιά εποχή, για τη δική τους εποχή, προσθέτοντας με νόημα πως «παλιά ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Πιο αγνά. Καλύτερα».
Η νοσταλγία, ο γλυκός πόνος για το παρελθόν, από μόνη της δεν είναι πρόβλημα. Είναι ένα γλυκό συναίσθημα, αταβιστικό, ενοχλητικό όσο πρέπει, καθησυχαστικό όσο χρειάζεται, ασφαλές, εν τέλει όμορφο μέσα στην απαλή λύπη του. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν όλο αυτό περνάει ύπουλα στο γονίδιο κάθε γενιάς που ξεχνά πως και στο παρελθόν πρωταγωνιστούσαν οι διαχρονικά ατελείς άνθρωποι. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν η νοσταλγία χρησιμοποιείται από τις κουρασμένες μεγαλύτερες γενιές για να μειώσουν, να αποθαρρύνουν και εν τέλει να περιορίσουν τους νεότερους σε μια διαδικασία διαρκούς αυτοαμφισβήτησης – και άρα ακύρωσης.
Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν όλο αυτό το άλλοθι της παλιάς σκληρής εποχής χρησιμοποιείται για να προετοιμάσει τους νεότερους για μια εξίσου «σκυφτή» ζωή – λες και η πρόοδος είναι δομικό λάθος, λες και όλα πρέπει να είναι διαρκώς δύσκολα. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν η νοσταλγία σε μια ογκώδη συσκευασία μπορεί να βάλει μια κοινωνία σε μόνιμη συντήρηση, να λειτουργήσει σαν άγκυρα.
Υπάρχει ένα μυστικό σε όλη αυτή την ύπουλη επέλαση του παρελθόντος, ένα αντίδοτο που καταπολεμά τη νοσταλγία από τη ρίζα της: Η βαθιά γνώση πως ποτέ δεν ήταν καλύτερα τα πράγματα ή μάλλον ποτέ δεν ήταν ολοκληρωτικά καλύτερα. Απλώς όσοι τα ζούσαν ήταν νεότεροι, με περισσότερα μαλλιά και καλύτερο μεταβολισμό.
Αυτός και αν είναι ένας ωραίος λόγος μιας νέας επανάστασης κόντρα στο παρελθόν, από τη γενιά που ταλαιπωρείται από τη ριζωμένη γεροντολατρεία. Από αυτή την ίδια γενιά που στο μέλλον θα νοσταλγεί τις ημέρες του Οκτωβρίου του ’14. Τότε που όλα ήταν καλύτερα.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ