Ιδρύοντας τη Νέα Δημοκρατία πριν από 40 χρόνια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνήθιζε να λέει ότι σκοπός του νέου κόμματος είναι να πρωταγωνιστήσει στην πολιτική ζωή της Ελλάδας για πολλά χρόνια. Οντως, αν αναλογιστεί κανείς τι θα μπορούσε να σημαίνει «πολλά χρόνια» στην ελληνική πολιτική ιστορία, ένα διάστημα 4 δεκαετιών είναι σίγουρα μεγάλο. Αρκεί να θυμηθούμε ότι το Λαϊκό Κόμμα –ο μακροβιότερος μέχρι τότε κομματικός σχηματισμός του συντηρητικού χώρου, με το οποίο άλλωστε ο Καραμανλής εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής το 1935 –ολοκλήρωσε τον πολιτικό του κύκλο στη δεκαετία του 1950 λίγο πριν συμπληρώσει 40 χρόνια από την ίδρυσή του, με το τότε κόμμα του Καραμανλή, την ΕΡΕ, να αποτελεί πλέον το διάδοχο σχήμα. Αλλά και στην «άλλη παράταξη», το Κόμμα Φιλελευθέρων, 40 χρόνια μετά την ίδρυσή του, ήταν ήδη διασπασμένο και θα ολοκλήρωνε σύντομα και τον δικό του κύκλο, χωρίς να αγνοείται ότι στην περίοδο παρουσίας και των δύο κομμάτων είχε μεσολαβήσει η δεκαετία της δικτατορίας Μεταξά και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πραγματική πολιτική τους δράση, δηλαδή, ήταν στην ουσία αρκετά μικρότερη.
Ασφαλώς, δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είχε στο μυαλό του ο Καραμανλής μιλώντας για «πολλά χρόνια». Μπορούμε να καταλάβουμε όμως ότι επιδίωξή του ήταν η δημιουργία κόμματος που θα δοκίμαζε να αντέξει στον χρόνο με εφόδια που δεν είχαν οι παλαιότεροι κομματικοί σχηματισμοί: οργάνωση, ιδεολογικές αρχές, καταστατικό, διεξαγωγή συνεδρίων και εκλογή οργάνων. «Για να είναι μακρόβιο ένα κόμμα, πρέπει να είναι δημοκρατικά οργανωμένο» είχε τονίσει με έμφαση ο Καραμανλής στο προσυνέδριο της Νέας Δημοκρατίας το 1977. Αυτό επιχείρησε και το εγχείρημα πέτυχε, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τα προσωποπαγή κόμματα του παρελθόντος, η Νέα Δημοκρατία εξέλεξε έξι αρχηγούς μετά τον ιδρυτή της χωρίς να κλονιστεί, παρά τις παρενέργειες που αναμφίβολα υπήρξαν. Σχεδόν καμία διαδοχή δεν έγινε αναίμακτα. Συνέβησαν και διαγραφές και απομακρύνσεις των αντιπάλων του αρχηγού που είχε επικρατήσει, ακόμα και σχηματισμοί νέων κομμάτων, τα οποία αποδείχθηκαν όμως, περίπου καθολικά, προσωρινής σημασίας γεγονότα, επιβεβαιώνοντας την αντοχή του βασικού κομματικού κορμού.
Η σταθερότητα αυτή δεν θα μπορούσε, φυσικά, να επιτευχθεί χωρίς τα οργανωμένα μέλη και τους υποστηρικτές του κόμματος που διαμόρφωναν τη λαϊκή του βάση, αλλά και τη γενικότερη στήριξη – επιλογή ψήφου από εκατομμύρια πολίτες. Η Νέα Δημοκρατία έχει την τιμή να της ανήκει το ρεκόρ του μεγαλύτερου εκλογικού ποσοστού που έχει καταγραφεί στην ελληνική πολιτική ιστορία σε κανονικές εκλογές που διεξήχθησαν χωρίς την αποχή κάποιων κομμάτων (54,4% το 1974), όπως και του μεγαλύτερου απόλυτου αριθμού ψήφων που δόθηκαν ποτέ σε ένα κόμμα (3,36 εκατομμύρια ψήφοι το 2004). Την ίδια μάλιστα περίοδο (αρχές του 21ου αιώνα) από τις έρευνες της εποχής προκύπτει ότι 1 στους 3 ψηφοφόρους επέλεγε αποκλειστικά και μόνο τη Νέα Δημοκρατία σε όλες τις εκλογές που είχε ψηφίσει (το 33% αποκλειστική ψήφος είναι ακόμα ένα πολύ μεγάλο ρεκόρ), ενώ τουλάχιστον 1 στους 2 την είχε επιλέξει τουλάχιστον μία φορά.
Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε σήμερα να υπερηφανευτεί ότι έχει ψηφιστεί κατά μέσον όρο περισσότερο από όλα τα άλλα κόμματα (βασικά, δηλαδή, σε σχέση με τον «μεγάλο αντίπαλο», το ΠΑΣΟΚ) στο σύνολο των 15 βουλευτικών εκλογών της μεταπολιτευτικής περιόδου (βλ. Πίνακα), όπως και των 8 συνολικά ευρωεκλογών που έχουν διεξαχθεί. Μην πάμε άλλωστε μακριά. Μετά τις φετινές ευρωεκλογές και την κάθοδο του ΠαΣοΚ με το σχήμα της Ελιάς, η Νέα Δημοκρατία είναι πλέον το μοναδικό κόμμα που έχει κατέλθει επίσημα με το όνομά του και τα σύμβολά του σε όλες ανεξαιρέτως τις εκλογές της μεταπολιτευτικής περιόδου (το ΚΚΕ, που θα μπορούσε επίσης να διαθέτει το προνόμιο αυτό, δεν είχε εμφανιστεί αυτοτελώς το 1974, ενώ και στην περίοδο των εκλογών του 1989-90 συμμετείχε στον ενιαίο Συνασπισμό της Αριστεράς).
Παρ’ όλα αυτά, ο Πίνακας, που παρουσιάζει σε τρεις περιόδους την (κατά μέσον όρο) ψήφιση των κομμάτων, αναδεικνύει τη σημαντικότερη ίσως ιστορική αδυναμία της. Δηλαδή, ότι στο κρίσιμο διάστημα της διαμόρφωσης του διπόλου ΝΔ – ΠαΣοΚ που σταθεροποίησε για 30 περίπου χρόνια τον ισχυρότερο ελληνικό δικομματισμό τον οποίο έχουμε γνωρίσει, η Νέα Δημοκρατία υστέρησε έναντι του ΠαΣοΚ. Εχασε τις περισσότερες εκλογές της περιόδου 1981-2009, βρέθηκε πίσω στο μέσο εκλογικό ποσοστό κατά 1,2% και έμεινε εκτός κυβέρνησης περισσότερο καιρό. Πράγματι, αν υπολογίσει κανείς συνολικά στα 40 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το 1974, η Νέα Δημοκρατία ήταν αυτοδύναμη στην κυβέρνηση για 16,5 χρόνια έναντι 20 που ήταν το ΠαΣοΚ. Ακόμα κι αν προσθέσει κανείς τις περιόδους των συμμαχικών κυβερνήσεων (από τον Ιούνιο 1989 μέχρι τον Απρίλιο 1990 και από τον Νοέμβριο 2011 μέχρι σήμερα) η παρουσία της Νέας Δημοκρατίας στη διακυβέρνηση της χώρας φτάνει στα 20 χρόνια (ακριβώς τα μισά όλης της περιόδου) και του ΠαΣοΚ στα 23, χωρίς να αγνοείται φυσικά ότι στα 7 πρώτα χρόνια (μέχρι το 1981) που το ΠαΣοΚ ακόμα διαμορφωνόταν η Νέα Δημοκρατία δεν είχε ουσιαστικά αντίπαλο.
Σίγουρα, όμως, αυτό που πρωτίστως θα πρέπει να προβληματίζει σήμερα το από κάθε άποψη μεγάλο και ιστορικό κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι οι πρόσφατες εκλογικές επιδόσεις. Με τον «μεγάλο αντίπαλο» να βρίσκεται πλέον «εκτός ανταγωνισμού» και σε μια εποχή σαφούς αναταραχής και ουσιαστικής απορρύθμισης – ανακατάταξης του κομματικού συστήματος της χώρας, η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να βρει τους όρους, τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις που θα της επιτρέψουν να παραμείνει πολιτικός πρωταγωνιστής. Στην πολιτική τίποτα δεν είναι ποτέ αυτονόητο, ιδίως σε εποχές σοβαρής πολύπλευρής κρίσης. Θα πρέπει να αναλύσει σωστά και να ανιχνεύσει το νέο πεδίο όπου έχει τρεις κατά βάση αντιπάλους. Τον τυπικό πολιτικό αντίπαλο, που είναι πλέον η αναδυόμενη Αριστερά (στον Πίνακα παρουσιάζεται ενιαία το αθροιστικό ποσοστό όλων των κομμάτων της λεγόμενης κοινοβουλευτικής Αριστεράς, π.χ. το 2012 έχουν αθροιστεί τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, της ΔΗΜΑΡ και του ΚΚΕ), τον ουσιαστικότερο αντίπαλο, ο οποίος είναι οι «κοινωνικές διαιρέσεις» που απέφερε η ουσιαστική πτώχευση της χώρας μετά τον υπερδανεισμό της και, το σημαντικότερο, να επεξεργαστεί με ρεαλισμό και αποφασιστικότητα ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα οριστικής αντιμετώπισης των παθογενειών που μας έφτασαν σε αυτό το σημείο. Αυτοί είναι ίσως οι βασικοί όροι που θα της επιτρέψουν να επανασυνδεθεί και με τη νέα γενιά (βλ. Πίνακα), η οποία αποτελεί τον μοναδικό ουσιαστικό αιμοδότη των κομμάτων που φιλοδοξούν να πρωταγωνιστούν για «πολλά χρόνια».
Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι ειδικός εκλογικός αναλυτής, δρ πολιτικών επιστημών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ