Το σαρωτικό ρωσικό εμπάργκο στα ευρωπαϊκά γεωργικά προϊόντα αποτελεί σοβαρό πλήγμα για την ελληνική οικονομία και τις εξαγωγές. Η Αθήνα εμφανιζόταν αισιόδοξη ότι θα μπορούσε να αποφύγει τη συμπερίληψή της σε αυτό, αλλά μέχρι και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι ελπίδες είχαν μειωθεί σημαντικά.
Μπορεί οι επαφές του γενικού γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Εξωτερικών Παναγιώτη Μίχαλου με τη ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα να ήταν συνεχείς τα τελευταία 24ωρα, αλλά το παιχνίδι είχε μάλλον χαθεί νωρίτερα –σε πολιτικό επίπεδο. Οι διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης προς τη Μόσχα ότι σε ευρωπαϊκό και νατοϊκό πλαίσιο τήρησε μετριοπαθή στάση δεν απεδείχθησαν πειστικές. Φαίνεται, σημειώνουν διπλωματικοί κύκλοι, ότι ίσως χρειαζόταν ενεργότερη προσπάθεια, ανεξάρτητα από το ποιο θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα.
Σε επίπεδο δημοσίων τοποθετήσεων τα όσα έλεγε ο Ευάγγελος Βενιζέλος πριν και μετά τα Συμβούλια Υπουργών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ακούγονταν σωστά. Από ορισμένες πλευρές όμως ακούγεται η κριτική ότι ίσως απαιτείτο και μια επίσκεψη στη Μόσχα, όπως έκαναν άλλοι ευρωπαίοι ομόλογοί του (σ.σ.: επισημαίνεται ιδιαίτερα η επίσκεψη του κυπρίου υπουργού Εξωτερικών Ιωάννη Κασουλίδη), για να καταδειχθούν οι οικονομικές και πολιτικές ευαισθησίες της Αθήνας.
Αλλωστε η Ελλάδα είναι μια χώρα που διαθέτει ακόμη και ρωσικά οπλικά συστήματα –σε αντίθεση με άλλους εταίρους σε ΕΕ και ΝΑΤΟ -, στοιχείο που έπρεπε να αναδειχθεί. Ακαρπη φαίνεται να ήταν η επίσκεψη του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών πρέσβη Αναστασίου Μητσιάλη στη Μόσχα τον περασμένο Μάιο. Η συγκεκριμένη κριτική δεν αφήνει στο απυρόβλητο ούτε τον Αντώνη Σαμαρά. Μετά την υπόθεση της μείωσης της τιμής του φυσικού αερίου από την Gazprom, ο Πρωθυπουργός έχει αποφύγει οποιαδήποτε παρέμβαση στις ελληνορωσικές σχέσεις και ίσως εν όψει χειρότερων εξελίξεων (π.χ. στο μέτωπο της διακοπής παροχής φυσικού αερίου) να έπρεπε να το πράξει, συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές.
Αύριο Δευτέρα στελέχη της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα θα έχουν επαφές με τους αρμόδιους φορείς σε μια ύστατη προσπάθεια να μετριαστούν οι συνέπειες. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν έλληνες εξαγωγείς, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. «Οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς είναι τεράστιες και θα πρέπει το ζήτημα να αντιμετωπισθεί πολιτικά και να αποζημιωθούν όλοι όσοι υφίστανται, χωρίς να φταίνε, τις συνέπειες από τις αποφάσεις της ΕΕ για κυρώσεις κατά της Ρωσίας» λέει ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit Hellas Γιώργος Πολυχρονάκης.

«Οσα φορτία δεν είχαν φτάσει στα σύνορα της Ρωσίας ως το πρωί της Πέμπτης –ανεξάρτητα από το πότε φορτώθηκαν –επιστρέφουν. Οι εξαγωγές μας στη Ρωσία σε νωπά οπωροκηπευτικά για το 2014 είχαν υπολογιστεί στους 170.000 τόνους. Ως τώρα έχουν σταλεί περίπου 90 χιλιάδες τόνοι. Απομένουν άλλοι 80.000 τόνοι ακτινίδιων, μήλων, αγγουριού, σταφυλιών, εσπεριδοειδών, τομάτας κ.ά. Μόνο τα ροδάκινα και τα νεκταρίνια που δεν είχαν προλάβει να εξαχθούν φτάνουν τους 25.000 τόνους»
αναφέρει ο κ. Πολυχρονάκης. Η Incofruit Hellas, μέσω της Ομοσπονδίας Εμπόρων Οπωροκηπευτικών Eucofel, με κοινό υπόμνημα προς τον επίτροπο Γεωργίας Ντάσιαν Τσιόλος ζήτησε την ενεργοποίηση του κεφαλαίου περί αντιμετώπισης κρίσης στην αγορά.
Οπως καταδεικνύουν τα στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), το 41% (περίπου 200 εκατ. ευρώ ετησίως) των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία αφορά αγροτικά προϊόντα. Η Ρωσία (και η Ουκρανία) απορροφούν το 18% των συνολικών εξαγωγών οπωροκηπευτικών, το 50% των εξαγωγών φράουλας και σχεδόν το 25% των εξαγωγικών ροδάκινου (νωπό και κομπόστα). Τα κυριότερα προϊόντα που απορροφά η ρωσική αγορά είναι τα ακτινίδια με αξία εξαγωγών που φτάνει τα 25,7 εκατ. ευρώ, τα ροδάκινα με 24,5 εκατ. ευρώ και οι φράουλες με 23,5 εκατ. ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ