Υπάρχει ένα είδος σαλαχιού, το Mobula tarapacana, που είναι ευρύτερα γνωστό ως «διαβολοσαλάχι». Μέχρι σήμερα πιστευόταν ότι αυτό το σαλάχι ζει και κινείται πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού. Όμως ομάδα ερευνητών παρακολούθησε τα διαβολοσαλάχια για αρκετούς μήνες και έκανε μια εντυπωσιακή ανακάλυψη. Διαπίστωσε ότι τα διαβολοσαλάχια βουτούν και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα σε βάθη που φτάνουν τα δύο χλμ!

Το δίκτυο

Η ανακάλυψη αυτή λύνει ένα μυστήριο που απασχολεί τους ειδικούς για αυτά τα σαλάχια εδώ και τρεις δεκαετίες. Τότε διαπιστώθηκε ότι τα διαβολοσαλάχια διαθέτουν ένα περίεργο δίκτυο μεγάλων και μικρών αρτηριών που μοιάζει με σπόγγο. Το δίκτυο αυτό έλαβε την ονομασία rete mirabile και η μελέτη του έδειξε ότι βοηθά στο διατηρεί όσο το δυνατόν πιο ψηλά τη θερμοκρασία (άρα και τη λειτουργία) του εγκεφάλου των διαβολοσαλαχιών όταν αυτά εκτίθενται σε ιδιαίτερα χαμηλές θερμοκρασίες. Με δεδομένο όμως ότι μέχρι τώρα πιστευόταν ότι τα διαβολοσαλάχια κινούνται και ζουν σε περιοχές όπου οι θερμοκρασίες των υδάτων είναι κατά βάση υψηλές στην επιφάνεια οι ειδικοί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την ύπαρξη αυτού του μηχανισμού εγκεφαλικής θέρμανσης.

Η κατάδυση

Ερευνητές με επικεφαλής τον Σάιμον Θόρολντ του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου Woods Hole στις ΗΠΑ τοποθέτησαν πομπούς παρακολούθησης σε 15 διαβολοσαλάχια. Όπως διαπίστωσαν τα διαβολοσαλάχια κάποιες στιγμές βουτούν με μεγάλη ταχύτητα σε βάθη που αγγίζουν τα δύο χλμ. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό εκτός από το βάθος της βουτιάς είναι και η ταχύτητα της κατάδυσης αφού τα διαβολοσαλάχια καταδύονται με ταχύτητα 22 χλμ/ώρα που είναι μεγαλύτερη από εκείνη των καρχαριών και των φαλαινών που επίσης καταδύονται σε μεγάλα βάθη.

Πάντως το ρεκόρ κατάδυσης διατηρεί ένα είδος φάλαινας που στην Ελλάδα ονομάζουμε «ζιφιό» το οποίο καταφέρνει να καταδυθεί σε βάθη τριών χλμ. «Ευελπιστούμε ότι τα διαβολοσαλάχια θα μας βοηθήσουν να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας για τη βιολογία στα μεγάλα βάθη, γνώσεις που ο άνθρωπος από μόνος του θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποκτήσει. Το διαβολοσαλάχι μπορεί να μας βοηθήσει να συγκεντρώσουμε στοιχεία για διάφορες περιοχές και στρώματα ανάμεσα στην επιφάνεια και τον βυθό στους ωκεανούς» αναφέρει ο Θόρολντ. Η ανακάλυψη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature Communications».