Τη Δευτέρα 30 Ιουνίου ο πρώην εκπρόσωπος Τύπου του ΠαΣοΚ Γιάννης Δατσέρης μίλησε στους Βασίλη Χιώτη και Νότη Παπαδόπουλο.{{{ audio1 }}}
Για το εκλογικό αποτέλεσμα:
«Ήταν ένα οριακά αποδεκτό αποτέλεσμα. Οι δυο μετέχοντες στη κυβέρνηση είχαν απώλειες σε σύγκριση με το 2012. Η ΝΔ είχε 25%, το ΠΑΣΟΚ είχε 35%, αλλά ήταν σχετικά ασύμμετρη η φθορά του ΠΑΣΟΚ, μεγαλύτερη της ΝΔ και μάλιστα σε λογικά για τα δεδομένα και της ιστορίας και του κόμματος, ασυμπίεστα, όταν είσαι στο 12% πας στο 8%. Ήταν ένα θετικό αποτέλεσμα, διότι αυτό που φοβάμαι ότι θα συμβεί, δεν συνέβη στις ευρωεκλογές, να διαλυθεί το ΠΑΣΟΚ δηλαδή. Περιμένω το Σεπτέμβριο, κρούω από τώρα τον κώδωνα του κινδύνου, ότι εάν πάμε σε διπλές εκλογές τον Οκτώβριο- Νοέμβριο, με αφορμή την προεδρική εκλογή, φοβάμαι πολύ σοβαρά ότι στη δεύτερη εκλογή το ΠΑΣΟΚ δεν θα είναι καν στη βουλή. Θα πάθει ότι και η ΔΗΜΑΡ.»
Για διπλές κάλπες ονόματος και ηγεσίας:
«Και η Σαχάρα είναι brand name, αλλά η άμμος της δεν παραπέμπει σε παραλία και δροσιά. Έχει γίνει rebranding στο ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου στην Ελλάδα έχουμε παράδοση τα κόμματα να αλλάζουν ονόματα. Ίσως πρέπει να σκεφτούμε νέο φορέα με ένα νέο όνομα σοσιαλδημοκρατικό του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού και δημοκρατικού κινήματος, το οποίο να εκφράσει τη νέα πορεία της χώρας, τη νέα περίοδο της Δημοκρατίας. Αυτό το κόμμα πρέπει να έχει τρία χαρακτηριστικά, να λέγεται ελληνικό, δημοκρατικό και σοσιαλιστικό. Το ΠΑΣΟΚ και 8% να μείνει θα υπάρχουν οι παραδοσιακοί του που θα συγκρούονται με τους εκσυγχρονιστές του. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν το Σεπτέμβριο, μετά τις 6 Οκτωβρίου, που συνταγματικά μπορεί να ανοίξει η προεδρική εκλογή, δεν έχει κανένα νόημα.
Η διαδικασία εκλογής του 2012 ήταν ατελής, διότι η υποψηφιότητα του κ. Βενιζέλου ήταν η μόνη. Η υποψηφιότητα του Χ. Παπουτσή ήταν πολιτικά νομιμοποιημένη, αλλά οργανωτικά δεν μπορούσε να διεκπεραιωθεί και οι υποψηφιότητες του Χρυσοχοΐδη και Λοβέρδου δεν μπόρεσαν και πολιτικά να νομιμοποιηθούν. Έγινε υπό το κράτος μιας συγκεκριμένης κατάστασης, για να μπορέσει να συνεχιστεί η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ, να σωθεί η χώρα. Αυτό το υπηρετεί ο κ. Βενιζέλος με προσωπική πολιτική του θυσία. Λυπάμαι ότι επί του παρόντος δεν του αναγνωρίζεται πολιτικά. Ο Βενιζέλος και για την εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου του 2012, που φέρει ελάχιστη ευθύνη, αμφισβητήθηκε με το καλημέρα. Δεν έγινε αποδεκτός από μια σειρά στελεχών του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι είτε είναι σήμερα εντός του ΠΑΣΟΚ είτε είναι εκτός. Υπάρχουν αρκετές αντιλήψεις είτε ιδιοκτησιακές του ΠΑΣΟΚ, ότι εγώ είμαι το ΠΑΣΟΚ και κανένας άλλος ή είναι άλλοι που πιστεύουν ότι έχουν και οι ίδιοι τα ηγετικά χαρακτηριστικά να ηγηθούν ενός κόμματος, το οποίο έχει και παραταξιακά χαρακτηριστικά και να τα καταφέρουν καλύτερα. Δεν γίνεται να πας στις επόμενες εκλογές, εάν δεν εμφανιστούν και όλοι όσοι συζητούν για ένα νέο φορέα της κεντροαριστεράς, να μην είναι ορατή η ηγεσία αυτού του νέου φορέα. Αυτός που θα εκλεγεί από αυτό το ιδρυτικό συνέδριο θα είναι πλήρως αρχηγός του κόμματος και της παράταξης. Εγώ θα πρότεινα πάλι τον Βενιζέλο, υπό μια προϋπόθεση, ο Βενιζέλος έχει εγκλωβιστεί στο σκέλος της υπηρέτησης του εθνικού του δημοσίου συμφέροντος, του μέλλοντος της χώρας, μέσα από την κυβέρνηση. Πρέπει να έχουμε ένα αποτέλεσμα, το οποίο όχι απλά να είναι πάνω από το 12,3%, να είναι πάνω από το 13,2%. Αυτό και μόνο είναι αποδεκτό. Η κυβέρνηση που θα προκύψει, θα προσπαθήσει να οδηγήσει τη χώρα σε μια ευρωπαϊκή κανονικότητα, δεν έχω αυτές τις ενδείξεις.»
Για Θ. Τσαυτάρη:
«Μου είναι αδιανόητο γιατί αντικαταστάθηκε ο κ. Τσαυτάρης. Υπηρέτησε μια πολιτική εκσυγχρονισμού. Ξαφνικά ενώ λες δημόσια, ότι τον θεωρείς τον καλύτερο υπουργό γεωργίας της μεταπολίτευσης, τον αντικαθιστάς με έναν συντηρητικό πολιτικό, καλά να είναι ο άνθρωπος, ο οποίος λέει πως πρέπει να δοθούν επιδόματα ακαρπίας, πάλι δηλαδή όλα τα λεφτά. Αυτά δεν είναι μια ροπή προς το πελατειακό σύστημα, προς το λαϊκισμό; Είναι ατόφια η ευθύνη του ΠΑΣΟΚ.»
Για ηγεσία του κόμματος:
«Για τη νέα περίοδο πρέπει και ο κ. Βενιζέλος να αποτυπώσει τις απόψεις του, πως θα κινηθεί η χώρα από εδώ και πέρα, πως θα κινηθεί η παράταξη και το κόμμα του. Να ζητήσει την νομιμοποίηση της θέσης του.»
Για κυβέρνηση:
«Είναι μια κυβέρνηση εθνικής ανάγκης, η οποία ο ορίζοντας της είναι μέχρι να βγάλουμε το κεφάλι από το νερό, να αναπνεύσουμε και να αρχίσουμε να κολυμπάμε. Όταν αρχίσουμε να κολυμπάμε, προφανώς τότε χρειάζεται μια άλλη κυβέρνηση. Χρονικά αυτό δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε.»
Για την υγεία:
«Ο κ. Γεωργιάδης έκανε δυο πολύ μεγάλα άλματα προς τα μπρος. Υπηρέτησε με αποτελεσματικότητα τις συγχωνεύσεις είτε τμημάτων είτε νοσοκομείων. Το δεύτερο είναι ότι οργάνωσε την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, δηλαδή τα κέντρα υγείας και το πώς βρίσκεις τον οικογενειακό σου γιατρό, τόλμησε να σπάσει το απόστημα του ΙΚΑ, που μας βασάνιζε. Τα αρνητικά που του καταλογίζω είναι ότι απελευθέρωσε τις άδειες των εξοπλισμών που έχουμε το παγκόσμιο ρεκόρ και συσσώρευσε και νέα μηχανήματα, τα οποία χρειάζονται χρήματα για να αποσβεστούν και αυτά τα χρήματα τα παίρνεις από την τεχνητή ζήτηση. Το δεύτερο είναι ότι επέμεινε για τις μονάδες ημερήσιας νοσηλείας, οι οποίες είναι κλινικές χαμηλού κόστους, ανάμεσα στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και στα νοσοκομεία και κατ΄ αρχήν για ιδιωτικές να γίνουν και όχι για δημόσιες, έγιναν και δημόσιες. Στο τέλος θα διευρυνθούν και θα αφορούν πάρα πολλές ιατρικές πράξεις και δεν έχουν μπει τα θεμέλια να είναι αξιόπιστες αυτές οι υπηρεσίες.
Δεν έπρεπε να συναινέσουμε να μπουν τα φάρμακα στα σούπερ μάρκετ. Εάν δεν ολοκληρώσεις τα πληροφοριακά σου συστήματα και δεν κάνεις την κάρτα υγείας του πολίτη, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Αυτό καθυστερεί απαράδεκτα, έπρεπε να είχε αρχίσει να υλοποιείται από το 2012. Πρέπει να μπορέσουμε να λύσουμε το πρόβλημα του τι κοστίζει κάθε τι που παράγεται στα νοσοκομεία και το τρίτο που χρειάζεται είναι μια διαφορετική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Δεν μπορώ να καταλάβω μια θετική πρωτοβουλία που ξεκίνησε ο κ. Γεωργιάδης, την ίδια μέρα που το Συμβούλιο της Επικρατείας βγάζει απόφαση ότι τα απογευματινά ιατρεία είναι υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, εξαγγέλλεται ότι πάει πίσω. Πρέπει να βελτιωθούν, εάν επιμένουμε να δουλέψει η πρωτοβάθμια φροντίδα και να γίνει καλύτερη διαχείριση του επείγοντος.»



