Η πρόσφατη έρευνα του εκδοτικού οίκου Pearson για τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως κατέταξε την Ελλάδα στην τελευταία θέση των ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με την έρευνα, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι πλέον συγκρίσιμο με τα εκπαιδευτικά συστήματα αναπτυσσόμενων χωρών όπως π.χ. χώρες όπως η Ινδονησία και το Μεξικό.

Όπως βλέπουμε η οικονομία μιας χώρας δεν συνδέεται πάντα με το επίπεδο της εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την έκθεση, η Πολωνία βρίσκεται στη δέκατη θέση ενώ η αρκετά πλουσιότερη Ελβετία στην εικοστή. Όσον αφορά την Ελλάδα, ότι η οικονομική κρίση δεν ευθύνεται για τις χρόνιες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά αντιθέτως θα μπορούσε κανείς να πει το εκπαιδευτικό μοντέλο που ακολουθήθηκε και που γαλούχησε ολόκληρες γενιές, διαμόρφωσε μια κοινωνική αντίληψη συνυφασμένη με ένα μη βιώσιμο οικονομικό μοντέλο.

Η κατάσταση στα Ελληνικά πανεπιστήμια αναμφίβολα επιβεβαιώνει την έρευνα του Pearson. Σε όλες τις μετρήσεις που γίνονται κατά καιρούς κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν φιγουράρει στα εκατό καλύτερα παγκοσμίως, μη παραδειγματιζόμενα από την δυναμική που αναπτύσσουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα γειτονικών χωρών, όπως για παράδειγμα της Τουρκίας που δείχνουν να σκαρφαλώνουν στην κατάταξη.

Το πανεπιστήμιο του Γουόρικ ιδρύθηκε τη δεκαετία του 60 και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα για τα ακαδημαϊκά δεδομένα κατάφερε να καταταχθεί μέσα στα δέκα καλύτερα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου, ξεπερνώντας ιστορικά βρετανικά πανεπιστήμια. Το «θαύμα του Γουόρικ» οφείλεται κυρίως στο επιχειρηματικό μοντέλο με το οποίο διοικήθηκε το πανεπιστήμιο, επιτρέποντας του να απογαλακτιστεί από την κρατική χρηματοδότηση και να αποκτήσει τις κατάλληλες υποδομές ώστε να υποδεχθεί ένα μεγάλο αριθμό φοιτητών.

Παράλληλα, ανέβασε τον πήχη για την εισαγωγή των φοιτητών ακολουθώντας το παράδειγμα κορυφαίων πανεπιστημίων, δημιούργησε εκπαιδευτικά σεμινάρια απευθυνόμενα στο ευρύ κοινό καθώς και πλήθος μεταπτυχιακών διπλωμάτων ειδίκευσης. Επίσης, προσπάθησε επιτυχώς να προσελκύσει αλλοδαπούς φοιτητές, οι οποίοι συνέβαλαν στα έσοδα του πανεπιστημίου. Αλήθεια, έχουμε αναλογιστεί τον αριθμό των υποψήφιων σπουδαστών που θα ήθελαν να παρακολουθήσουν ένα θερινό κύκλο μαθημάτων σε απόσταση αναπνοής από τα ελληνικά νησιά;

Σε αντίθεση με τα ελληνικά πανεπιστήμια που τα έσοδα τους περιορίζονται στα δημοφιλήστη φοιτητιώσα νεολαία κυλικεία, το Γουόρικ επένδυσε σε κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες περιλαμβάνουν συνεδριακούς χώρους, βιβλιοπωλεία μέχρι και σουπερμάρκετ. Βέβαια, ένα πανεπιστήμιο δεν θα μπορέσει να γίνει ποτέ ανταγωνιστικό αν δεν επενδύσει και στο ανθρώπινο δυναμικό του.

Έτσι, το Γουόρικ, ύστερα από διεθνή διαγωνισμό προσέλαβε φρέσκα και πολλά υποσχόμενα μυαλά που όχι μόνο συνέβαλαν σε ένα υψηλό επίπεδο σπουδών, αλλά μπόρεσαν και να λάβουν χρηματοδοτήσεις από διάφορα ερευνητικά προγράμματα συνεισφέροντας στα έσοδα του πανεπιστήμιου και δημιουργώντας νέες θέσεις ερευνητών. Η δημιουργία σχολής μεταπτυχιακών σπουδών στα πρότυπα των αμερικανικών πανεπιστήμιων με διατμηματικά πτυχία προσέλκυσε πλήθος φοιτητών τόσο από το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και από το εξωτερικό.

Βλέπουμε λοιπόν ότι διοικώντας ένα πανεπιστήμιο με ένα συνδυασμό ακαδημαϊκών και επιχειρηματικών όρων, δίνοντας παράλληλα κίνητρα και επιβραβεύοντας τα τμήματα που αυξάνουν το έσοδα τους, μπορεί να αναβαθμίσει ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο ώστε να συμπεριληφθεί στην παγκόσμια ακαδημαϊκή ελίτ.

Επιπρόσθετα, το Γουόρικ συνέβαλε στην τοπική κοινωνία τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο, πέρα από την ενοικίαση διαμερισμάτων σε φοιτητές που έχουμε συνηθίσει στα ελληνικά δεδομένα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τόνι Μπλερ έφτασε ναχαρακτηρίσει το Γουόρικ ως πρότυπο μεταξύ των βρετανικών πανεπιστήμιων για το δυναμισμό, την ποιότητα και τον επιχειρηματικό ζήλο που επέδειξε.

Το παράδειγμα του Γουόρικ θα μπορούσε να ακολουθηθεί και στην Ελλάδα. Ιδανικός χώρος για τη στέγαση ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος αυτών των προδιαγραφών. Είναι προφανές ότι για να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα θα πρέπει να υπάρχει και το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει την επιτυχία του και θα το προστατεύει από τις ομάδες που λυμαίνονται την τριτοβάθμια εκπαίδευση σε όλο της το φάσμα. Οι δυνάμεις αυτές θα πολεμήσουν λυσσαλέα οποιαδήποτε μεταρρύθμιση θα προσπαθήσει να αλλάξει το status quo, καταγγέλλοντας την για «εμπορευματοποίηση» της δημόσιας δωρεάν παιδείας κ.ο.κ.

Επειδή οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι χρονοβόρες και δεδομένης της έλλειψης οικονομικών πόρων, υπάρχουν απλές αλλαγές χαμηλού κόστους που μπορούν να αλλάξουν την εικόνα των ΑΕΙ και να επιδράσουν άμεσα στην ψυχολογία ακαδημαϊκών και φοιτητών.

· Αλλαγή του τρόπου εκλογής των αντιπροσώπων των φοιτητών στα διοικητικά συμβούλια των τμημάτων. Η κατάργηση του κομματικού ψηφοδελτίου και η αντικατάστασή του από μεμονωμένους υποψηφίους θα σηματοδοτήσει το τέλος της κομματοκρατίας στα πανεπιστήμια αφού η λήψη αποφάσεων θα περάσει από τα κόμματα στους φοιτητές. Οι προεκτάσεις αυτού του μέτρου θα σπάσουν το απόστημα των παράτυπων συνδιαλλαγών μεταξύ φοιτητών και καθηγητών.

· Καταπολέμηση της αφισοκόλλησης και των γκράφιτι από τους ακαδημαϊκούς χώρους, όπως έγινε επιτυχώς από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και έπειτα στο μετρό της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με την θεωρία των σπασμένων παραθύρων, ένα σπασμένο παράθυρο θα δώσει το σήμα ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται και ότι «όλα επιτρέπονται», αυξάνοντας τους βανδαλισμούς και την παραβατικότητα. Ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η αναρχία, δεν είναι δυνατό να εμπνεύσει στους φοιτητές το μεράκι για μάθηση, ενώ αντίθετα τους εξοικειώνει με μια στρεβλή εικόνα για τα πανεπιστήμια.

· Να δοθεί τέλος στον άγραφο νόμο του πανεπιστημιακού ασύλου με ταυτόχρονη απομάκρυνση των εξωπανεπιστημιακών από τους ακαδημαϊκούς χώρους. Παρά την κατάργηση του ασύλου από το νόμο Διαμαντοπούλου, τα πανεπιστήμια εξακολουθούν να απολαμβάνουν ένα ιδιαίτερο καθεστώς μεταχείρισης από τις κρατικές αρχές. Όλοι οι νόμοι του ελληνικού κράτους θα πρέπει να ισχύουν και στους πανεπιστημιακούς χώρους και η παρέμβαση των αρχών να γίνεται αυτεπάγγελτα χωρίς κλήση από τις πρυτανικές αρχές.

· Προκήρυξη ακαδημαϊκών θέσεων που να προορίζονται κατ’ ελάχιστο στοένα τρίτο για ερευνητές από το εξωτερικό. Οι θέσεις αυτές θα μπορούν να οδηγούν στη μονιμότητα μέσω διαδικασιών αξιολόγησης, όπως η εξασφάλιση χρηματοδότησης από ερευνητικά προγράμματα. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται ισχυρό κίνητρο επαναπατρισμού ερευνητικού δυναμικού, ενώ παράλληλα τα πανεπιστήμια προφυλάσσονται από φαινόμενα αδράνειας και επαγγελματικού εφησυχασμού.Hπρόσληψη επιστημόνων που να έχουν περάσει τουλάχιστον μια τριετία σε ακαδημαϊκά ιδρύματα του εξωτερικού θα φέρει φρέσκα μυαλά και θα συμβάλλει στην εξωστρέφεια των ελληνικών ΑΕΙ. Έτσι θα αντιμετωπιστεί το φαινόμενο όπου η προκήρυξη ακαδημαϊκών θέσεων γίνεται κομμένη και ραμμένη στα μέτρα εσωτερικών υποψήφιων με ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα.

Παρεμβάσεις αυτού του είδους μπορεί να μην καταφέρουν να κάνουν άμεσα τα ελληνικά πανεπιστήμια ανταγωνιστικά σε παγκόσμιο επίπεδο όπως το Γουόρικ, τουλάχιστον όμως θα καταφέρουν να τα κάνουν πιο ανθρώπινα, και θα είναι ένα πρώτο και καίριο βήμα προς την ουσιαστική αναβάθμιση των ελληνικών τριτοβάθμιων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.

Η παιδεία μπορεί να αποτελέσει τον μοχλό εξόδου της ελληνικής κοινωνίας από την οικονομική και πολιτιστική κρίση που βιώνει. Όσο το παρακμάζον εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν εξελίσσεται και τα πανεπιστήμια μας συνεχίζουν τροφοδοτούν την αγορά εργασίας με απροετοίμαστους απόφοιτους, τότε μειώνονται οι ελπίδες για μια ταχεία έξοδο από την κρίση.

* Ο κ. Αλέξανδρος Ονουφριάδης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στον τομέα της γενετικής του King’s College London.