«Η συνάντηση Σαμαρά-Τσίπρα θα γίνει στη μια το μεσημέρι της Δευτέρας 2 Ιουνίου…». Πως θα σας ακουγόταν αυτή η είδηση; Δεν θα σας ξάφνιαζε; Προφανώς ναι και εάν γινόταν θα αποτελούσε σίγουρα την είδηση των τελευταίων δύο ετών!
Και ποιος δεν θα ήθελε να δει μια κατ’ ιδίαν συνάντηση του Αντώνη Σαμαρά και του Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου. Μια θεσμική συνάντηση από αυτές που έχουμε να δούμε πάρα πολύ καιρό στον τόπο. Εξάλλου, μέχρι στιγμής, από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, δεν έχει γίνει ούτε μια συνάντηση θεσμικού χαρακτήρα του Πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Οι δυο τους έχουν να συνομιλήσουν απευθείας και κατ’ ιδίαν τουλάχιστον τρισήμιση χρόνια. Από την εποχή του κοινού αντιμνημονιακού αγώνα ενάντια στην τότε κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου. Το όχι που είπε ο Αντώνης Σαμαράς στο πρώτο μνημόνιο ήταν μια καλή εγγύηση για τον Αλέξη Τσίπρα για να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι.
Πολλοί θυμούνται ακόμα τις συναντήσεις του Αντώνη Σαμαρά, τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον Αλέξη Τσίπρα, τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ που τότε το κόμμα του είχε περίπου 4,5%.
Από τότε πολλά άλλαξαν. Κατά καιρούς ειπώθηκαν πολλές βαριές κουβέντες, αρκετές στα πλαίσια της πόλωσης, του φανατισμού και της ενίσχυσης της συσπείρωσης. Οι ευρωεκλογές τελείωσαν.
Εάν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τις τελευταίες δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια έμμεση προτροπή για να ανοίξει ένας δίαυλος επικοινωνίας με το Μέγαρο Μαξίμου για κρίσιμα ζητήματα.
Δεν θα σταθώ τόσο στην προτροπή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να μην προχωρήσει η κυβέρνηση σε αποφάσεις όπως το διορισμό νέου διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος ή νέου επιτρόπου στην Ε.Ε και στην ανταπάντηση του Πρωθυπουργού ότι ο Αλέξης Τσίπρας εκβιάζει και είναι αλαζόνας.
Ας τα αφήσουν όλα αυτά στην άκρη, ας πέσουν οι τόνοι και από τις δυο πλευρές και ας συζητήσουν….
Δεν έχουν να πουν τίποτα; Σίγουρα και έχουν να πουν πολλά ενόψει και της επόμενης περιόδου και της κρίσιμης διαπραγμάτευσης για το χρέος. Η ατζέντα υπάρχει και στην «καρδιά» της έχει τη διαχείριση του χρέους και την αναζήτηση κοινής πολιτικής και εθνικής συνεννόησης για ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Παρά τις διαφορές τους, μπορεί να βρουν σημείο συνεννόησης. Τι πιο φυσιολογικό γεγονός λοιπόν από μια ανοικτή συνομιλία, όσο αυτό είναι εφικτό, του Πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που αποτελούν δυο από τους θεσμικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.



