Γιούλικα Σκαφιδά

Η 32χρονη Γιούλικα Σκαφιδά έβλεπε από την τρυφερή ηλικία των πέντε ετών τη Μελίνα Μερκούρη «σαν ηρωίδα της Ελλάδας»: την πρωτοσυνάντησε το 1986, λίγο μετά τον μεγάλο σεισμό στην Καλαμάτα, εξαιτίας του οποίου η οικογένεια της Γιούλικας, όπως και πολλές άλλες, είχαν αναγκαστεί να ξεσπιτωθούν. Η Μερκούρη ήταν τότε υπουργός Πολιτισμού και κατέφθασε με ένα πούλμαν γεμάτο με τους μεγάλους αστέρες της εποχής –τη Βουγιουκλάκη, τον Κούρκουλο και πολλούς ακόμη –με σκοπό να εμψυχώσουν τους σεισμόπληκτους και να μοιράσουν δώρα στα παιδιά τους: «Θυμάμαι να μαζευόμαστε στο Δημοτικό Στάδιο της πόλης και να περιμένω πώς και πώς να πάρω το δώρο μου. Η Μελίνα σκύβει, μου δίνει μια κουκλίτσα, εγώ την κοίταξα, της είπα εκνευρισμένη “εγώ δεν παίζω με κούκλες!” και την έδωσα στην αδελφή μου, που στεκόταν δίπλα μου. Από ό,τι μου είπε η μητέρα μου, η Μελίνα γέλασε δυνατά με το γνώριμο ύφος της και έφυγε».

Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα, η Μελίνα χάρισε, έστω από μακριά, ένα ακόμη δώρο στη Γιούλικα, το οποίο αυτή τη φορά τής έδωσε μεγάλη χαρά: «Εχω την καρφίτσα της Μελίνας ακόμη στο σπίτι μου, ανοιχτή, πίσω από το τζάμι της βιβλιοθήκης μου. Ξέρω ότι κάποια στιγμή πρέπει να τη βάλω σε θυρίδα για να μην τη χάσω, αλλά δεν μπορώ να την αποχωριστώ ακόμη. Μου αρέσει να γυρίζω από την πρόβα και να την κοιτάζω. Μου δίνει δύναμη!».
Η καρφίτσα, που περνά κάθε χρόνο από τη μία νικήτρια στην άλλη, συνοδεύεται και από το ποσό των 3.000 ευρώ: «Είναι ένα φανταστικό μαξιλαράκι αυτά τα χρήματα και πολύ σημαντικό που το Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη κατανοεί πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα για έναν ηθοποιό. Οχι, δεν θα κάνω καμία τρέλα με αυτά τα χρήματα. Από τη στιγμή που δύο φορές τον χρόνο ψάχνουμε για δουλειά, θα τα φυλάξω για εκείνη τη μία φορά που δεν θα καταφέρω να βρω τίποτα και θα ζήσω με αυτά».
Οι ρόλοι δύο εγκλωβισμένων και φαινομενικά τελείως αντίθετων γυναικών, τους οποίους υποδύθηκε την περασμένη σεζόν στο Εθνικό, είναι εκείνοι που την οδήγησαν στο βραβείο: η Κάρολ Κατρίρ, στην παράσταση «Ο Ορφέας στον Αδη» του Τένεσι Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Μπάρμπαρα Βέμπερ, ένα κορίτσι σαν αγρίμι στο κλουβί, καταπιεσμένο από τη θρησκοληψία και την υποκρισία του αμερικανικού Νότου, που φλερτάρει ασύστολα με το περιθώριο και έχει συμπεριφορά μαύρου προβάτου. Και η Χέιζελ Νάιλς, η χαρά της ζωής, στο κατά τα άλλα ζοφερό σύμπαν του έργου του Ευγένιου Ο’Νιλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, καταφέρνει με πολύ κόπο να ορθώσει το ανάστημά της και να αντιμιλήσει για πρώτη φορά στη ζωή της, όταν όλα γύρω της έχουν καταρρεύσει.
Μακριά πλέον από αυτούς τους δύο ρόλους, αυτή την εποχή κάνει πρόβες για το έργο «Μεφίστο» των Αριάν Μνουσκίν και Κλάους Μαν, σε παραγωγή Εθνικού και σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, το οποίο θα ανέβει στις αρχές Μαΐου. Υποδύεται μια ηθοποιό που μαζί με τον υπόλοιπο θίασο δοκιμάζει την ηθική και τις αντοχές της στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, με τον ναζισμό να κερδίζει διαρκώς έδαφος. Πώς είναι για μια ηθοποιό να παίζει μια ηθοποιό; «Είναι οικείο και περίεργο να παίζεις κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό σου. Ο Μαστοράκης μάς κάνει πλάκα στις πρόβες ότι είμαστε πιο μαζεμένοι στη σκηνή, ενώ στην πραγματικότητα, όταν είμαστε όλοι μαζί στο καμαρίνι ύστερα από πρεμιέρα, επικρατεί το απόλυτο χάος. Μιλάμε ταυτόχρονα, γελάμε δυνατά… Πριν από λίγα χρόνια πίστευα ότι η μεγαλύτερη διαστροφή ενός ηθοποιού είναι το ίδιο το επάγγελμά του, να μπαίνει κάθε φορά στον ψυχισμό ενός άλλου ανθρώπου και δέκα λεπτά αργότερα να πίνει μπίρα με τους φίλους του σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Ενιωθα πολύ ξεχωριστή που το έκανα αυτό, ως τη στιγμή που κατάλαβα ότι αυτή είναι μια ανάγκη που την έχουν όλοι οι άνθρωποι, να αλλάζουν ρόλους στην καθημερινότητά τους. Τελικά όλοι το κάνουν, με τη διαφορά ότι οι ηθοποιοί ζούμε από αυτό».
Υποδύεται, λοιπόν, με την ίδια χαρά και μαεστρία τόσο το καλό όσο και το κακό κορίτσι και θυμάται ότι «ο μεγαλύτερος κόντρα ρόλος της ζωής μου ήταν όταν πέρασα στα ΤΕΙ Ναυπηγικής». Ενιωσε για πρώτη φορά την ανάγκη να ασχοληθεί με το θέατρο όταν είδε στο Εμπρός τον «Γυάλινο κόσμο» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου.

Και επειδή, όπως και με τη Μελίνα, η ζωή της Γιούλικας της αποδεικνύει ότι έχει μια γοητευτική κυκλικότητα, ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης τής τηλεφώνησε πριν από λίγο καιρό και της είπε: «Συγχαρητήρια για το βραβείο και σε ευχαριστώ πολύ που κάθε φορά αναφέρεις στις συνεντεύξεις σου εκείνη την παράστασή μου, φαίνεται ότι κάτι είχα κάνει καλά. Θα ήθελα να παίξεις στην “Πάπισσα Ιωάννα” που θα ανεβάσω στο Φεστιβάλ Αθηνών».

Στη Μελίνα άρεσε πολύ το χειροκρότημα. Στη Γιούλικα; «Ναι, μου αρέσει. Αν κάνεις κάτι που σε ενθουσιάζει, αλλά ο κόσμος δεν το αποδέχεται, δεν έχει νόημα. Αν δεν μοιραστείς το θαύμα, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ».

Γιώργος Χρυσοστόμου

Οποιος είχε την τύχη να δει τον Γιώργο Χρυσοστόμου στον «Μιστέρο Μπούφο» του Θωμά Μοσχόπουλου να υποδύεται με όλο του το είναι τον γελωτοποιό ο οποίος στο τέλος τα χάνει όλα εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό, ήξερε ότι το εφετινό βραβείο Χορν ήταν δικαιωματικά δικό του: «Εδώ και κάποια χρόνια είχα βγάλει από το μυαλό μου ότι θα κέρδιζα το βραβείο. Τα “μπράβο” της δουλειάς με γέμιζαν ούτως ή άλλως, αλλά τελικά ήρθε και το βραβείο σαν το κερασάκι σε μια πολύ ωραία τούρτα».

Ο Χρυσός Σταυρός του Χορν βρίσκεται ήδη σε θυρίδα, ως τη στιγμή που θα τον παραδώσει στον επόμενο νικητή. Οσο για το χρηματικό έπαθλο που τον συνόδευε: «Πλήρωσα την εφορία και μπορώ να αναπνέω καλύτερα». Τον Δημήτρη Χορν τον θυμάται περισσότερο μέσα από κάποιες συνεντεύξεις του, «να κοροϊδεύει κάποια παλιά σχολή που ήθελε όταν παίζεις να μην κοιτάς τον άλλο στα μάτια, αλλά ανάμεσα στα φρύδια. Κορόιδευε με εξαιρετικό σαρκασμό όλη αυτή τη δηθενιά του χώρου, που φυσικά υπάρχει και σήμερα». Οσο για το «Ηθοποιός σημαίνει φως»: «Την έχουν διαλύσει αυτή την ατάκα. Δεν θα ήθελα, λοιπόν, να γίνω και εγώ ένας από αυτούς».

Αυτή την εποχή πρωταγωνιστεί στον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο στο Θέατρο Θησείον, και πάλι σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Σαρωτικός στη σκηνή που μεταμορφώνεται σε ρινόκερο, σε μια παράσταση που για μία ακόμη φορά βασίζεται σε ελάχιστα σκηνικά και αξιοποιεί τα πλούσια εκφραστικά μέσα των ηθοποιών: «Το παιδί πώς παίζει; Πιάνει ένα μπουκάλι σαμπουάν και το κάνει διαστημόπλοιο. Και δεν του βγάζεις από το μυαλό ότι είναι διαστημόπλοιο.

Ανήκω στη γενιά των 80s, τότε που έπεσε πολύ χρήμα και όλοι έχασαν τον μπούσουλα. Ξαφνικά υπάρχει μια στροφή, ο κόσμος έρχεται και λέει “κοίτα να δεις, μπορώ να δω θέατρο και να τα καταλάβω όλα, χωρίς ο επιχειρηματίας να ξοδέψει τα μαλλιοκέφαλά του σε σκηνικά και κοστούμια”. Και αν το καταλάβει αυτό, ύστερα μπορεί και να σκεφτεί ότι “αφού αυτοί οι τύποι κάνουν θέατρο με τόσο λίγα, τότε και εγώ μπορώ να ευχαριστηθώ τη ζωή μου με λιγότερα λεφτά, σπίτια, αυτοκίνητα”».

Βέβαια, εξακολουθούν να υπάρχουν και εξαιρέσεις: «Θυμώνω όταν μια θεατρική παραγωγή ξοδεύει 25.000 ευρώ για να ικανοποιήσει το αστικό κοινό φτιάχνοντας Παρθενώνες επί σκηνής, την ίδια στιγμή που ο ηθοποιός θα πάρει ψίχουλα και θα κάνει 26 ρόλους, αλλάζοντας 26 κοστούμια μέσα στην ίδια παράσταση».

Με το που θα ακουστεί το τρίτο κουδούνι, «αρχίζει για εμένα η απόλυτη σπίντα. Μπορεί πριν και μετά την παράσταση να νιώθω κουρέλι, εκείνη την ώρα, όμως, νιώθω σαν βιονικός άνθρωπος».

Στο κοινό «με ενοχλεί ο κανιβαλισμός. Τις προάλλες ήρθε στον “Ρινόκερο” μια δασκάλα με τους μαθητές της χωρίς να τους προετοιμάσει καθόλου για το τι θα έβλεπαν, με αποτέλεσμα στη σκηνή που γδύνομαι και γίνομαι ρινόκερος να αρχίσουν να χασκογελάνε. Ας τους πήγαινε αλλού καλύτερα. Κάτι άλλο που μπορεί να με τσακίσει είναι όταν οι θεατές δεν χειροκροτούν στο τέλος. Σέβομαι απόλυτα ότι δεν σου άρεσε, σεβάσου ότι ίδρωσα. Αν έρθεις να μου βάψεις το σπίτι και μου το κάνεις χάλια, εγώ θα σε πληρώσω για τον κόπο σου. Δεν μου αρέσει η αρένα, στη Ρώμη ήταν αλλιώς – πάει αυτό, πέρασε. Επίσης, αν δω θεατή με μπισκοτάκι ή πατατάκι, τρελαίνομαι. Το αλκοόλ δεν με ενοχλεί, αν και στα περισσότερα θέατρα απαγορεύεται. Αν δω θεατή με ποτό στο χέρι, του λέω “ΟΚ, κράτα το, αλλά κρύψ’ το”».

Τον Ιούνιο θα πρωταγωνιστήσει στην «Καταστρούπολη» του Φίλιπ Ρίντλεϊ, σε σκηνοθεσία Μανώλη Μαυροματάκη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Πότε, όμως, κατάλαβε πρώτη φορά ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός; «Υπάρχει μια πολύ γλυκιά ιστορία, που διαδραματίστηκε στη Ρόδο, όπου μεγάλωσα. Οταν πήγαινα στη Δ΄ Δημοτικού και η αδελφή μου στη Στ΄, κάθε μεσημέρι στις 2.00 πηγαίναμε στο ψιλικατζίδικο της κυρίας Αγλαΐας και βλέπαμε ένα βραζιλιάνικο σίριαλ. Τότε δεν τα μεταγλώττιζαν, έβαζαν υπότιτλους. Και επειδή η κυρία Αγλαΐα δεν ήξερε να διαβάζει, εγώ με την αδελφή μου διαβάζαμε δυνατά τους υπότιτλους, εκείνη έκανε τους γυναικείους ρόλους και εγώ τους ανδρικούς. Και, πότε πότε, βάζαμε και δικά μας λόγια. Το έπαθλο που κερδίζαμε κάθε μεσημέρι ήταν μια σοκολάτα. Η αδελφή μου παραγλυκάθηκε από τις σοκολάτες και ασχολήθηκε με τη ζαχαροπλαστική, εγώ έγινα ηθοποιός».

Εκτός από διεξόδους στις προσωπικές του αναζητήσεις, η ψυχοθεραπεία που κάνει εδώ και καιρό τον βοηθά και στην υποκριτική του: «Επειδή είμαι πολύ δραματικός ως άνθρωπος, όταν εκλογικεύω τα πράγματα και παύουν να είναι τόσο έντονα μέσα μου, και τα καλά και τα κακά, μου βγαίνει πολύ καλύτερη η αφήγηση της ιστορίας. Η αποστασιοποίηση βοηθάει. Ο θεατής δεν μπορεί πια να αντέξει και το δικό σου πρόβλημα, έχει αρκετά δικά του. Το θέατρο, από την άλλη, απαλύνει, αλλά δεν λύνει τα θέματα του ηθοποιού. Είναι ψευδαίσθηση ότι οι ηθοποιοί ψυχοθεραπεύονται μέσα από τους ρόλους τους».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ