Κατά την διάρκεια της περιόδου 1960-2013, το κατά κεφαλήν πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΚΚΠΑΕΠ) της Ελλάδος αυξήθηκε κατά 3.59 φορές, εκτίμησε σε ειδική της μελέτη η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG. Η εν λόγω οικονομική επίδοση αντιστοιχεί σε μια μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή (πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης) της τάξης του 2.41%. Επειδή η μακροχρόνια τάση των ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς είναι να αναπτύσσονται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2%, διαπιστώνεται το εξής: το 2013 η ελληνική οικονομία ήταν σε ένα μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης κατά 25.6% υψηλότερο ( ΚΚΠΑΕΠ της τάξης των 21.73 χιλιάδων ευρώ σε σχέση με 17.31 χιλιάδες ευρώ, σε τιμές 2005) σε σχέση με αυτό που θα ακολουθούσε αν από το 1960 μέχρι και το 2013 αναπτυσσόταν με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2%.
Η προαναφερθείσα οικονομική επίδοση δεν ήταν ομοιόμορφη. Δηλαδή, η ελληνική οικονομία δεν ακολούθησε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν μονοπάτι ισόρροπης μεγέθυνσης. Πιο συγκεκριμένα, οι περίοδοι 1960-1973, 1974-1979 και 1995-2007, χαρακτηρίστηκαν από ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης (7.87%, 3.94% και 3.42%) ενώ αντίθετα οι περίοδοι 1979-1995 και 2007-2013 παρουσίασαν παρατεταμένη στασιμότητα και ύφεση (-0.17% και -4.27%). Η περίοδος 1960-1973 διαχωρίζεται από την περίοδο 1974-1979 γιατί στην δεύτερη, ο μέσος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του ΚΚΠΑΕΠ, μειώθηκε κατά προσέγγιση στο μισό σε σχέση με την πρώτη (από 7.87% στο 3.94%). Δηλαδή, η ελληνική οικονομία την περίοδο 1974-1979 ακολούθησε ένα χαμηλότερο μονοπάτι μεγέθυνσης σε σχέση με αυτό που ακολουθούσε τα προηγούμενα χρόνια.
Επιπλέον, ο λόγος του ελληνικού ΚΚΠΑΕΠ ως προς το αντίστοιχο μέγεθος των άλλων οικονομιών παρουσίασε έντονες διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, στο τέλος του έτους 1960, η κατά κεφαλήν εγχώρια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών (συνεπώς και εισοδημάτων) αντιστοιχούσε στο 53.4% του αντιστοίχου μεγέθους του συνόλου των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Ύστερα από 19 χρόνια (1979) ο συγκεκριμένος λόγος ανήλθε στα επίπεδα του 87.6% (σύγκλιση), το έτος 1995 στο 69.6% (απόκλιση), το έτος 2007 στο 81.8% (σύγκλιση) και τέλος το έτος 2013 στο 65.1% (απόκλιση).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ιδίως μετά το έτος 1979, η συνεχής μείωση της εγχώριας παραγωγικότητας (με εξαίρεση την περίοδο 1995-2007) και η παράλληλη μείωση των κατά κεφαλήν ωρών εργασίας (με εξαίρεση την περίοδο 1995-2007) οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε ένα χαμηλότερο μονοπάτι μεγέθυνσης σε σχέση με αυτό που ακολούθησαν οι οικονομίες των κρατών των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 (στο σύνολο και μεμονωμένα). Η σημαντική θετική συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου δεν κατέστησε δυνατή την αποφυγή μιας τέτοιου είδους (ισχνής) αναπτυξιακής τροχιάς. Δηλαδή, το διαχρονικό πρόβλημα της χώρας (ιδιαίτερα μετά το 1979) εστιάζεται στην μειωμένη εγχώρια παραγωγικότητα.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η απεμπλοκή της Ελλάδος από την παρούσα κρίση χρέους θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την μελλοντική αναπτυξιακή της πορεία, συμπεραίνεται ότι η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να ξεφύγει από τον οικονομικό μαρασμό κυρίως μέσω υιοθέτησης πολιτικών ενίσχυσης της παραγωγικότητας. Πολιτικές αποκλειστικά εστιασμένες στην ενίσχυσης της ζήτησης για επενδύσεις και κατανάλωση και αύξησης της απασχόλησης, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στην επίδραση που μπορεί να έχουν στην εγχώρια παραγωγικότητα, μπορεί μεν βραχυπρόθεσμα να έχουν ευεργετικές επιδράσεις στην οικονομία, ωστόσο μακροπρόθεσμα από μόνες τους, χωρίς ταυτόχρονες συμπληρωματικές πολιτικές αύξησης της παραγωγικότητας, είναι δύσκολο να αποτελέσουν βασικούς πυλώνες ανάπτυξης.