Ο εθνικός
«Ο εθνικός προπονητής Χρήστος Ιακώβου, οι ολυμπιονίκες Βαλέριος Λεωνίδης και Βίκτωρας Μήτρου, που οι διαχρονικές τους επιτυχίες πλημμύρισαν τις καρδιές μας από εθνική υπερηφάνεια και χαρά, σήμερα μας κοιτάζουν στα μάτια και βροντοφωνάζουν: Ελληνες, πάνω από την μπάρα, όλοι μαζί μπορούμε». Το απόσπασμα από την κοινή δήλωση των δικηγόρων Αλέξη Κούγια και Μιχάλη Δημητρακόπουλου μετά την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου έμοιαζε βγαλμένο από μια άλλη εποχή. Ρομαντική η διατύπωση για τους καλοπροαίρετους, γραφική για τους κακεντρεχείς και για όλους απλώς η ορολογία μιας παλιάς Ελλάδας, πασπαλισμένης με υψηλούς τόνους εθνικής υπερηφάνειας και κορόνες εθνικοπατριωτικού αθλητικού ιδεώδους.
Η απόφαση του δικαστηρίου δεν άφηνε καμία αμφιβολία. Η ζημιά είχε γίνει από την Κίνα, μια λάθος παρτίδα με παράνομα σκευάσματα έφτασε στη χώρα μας και «μόλυνε» τους πρωταθλητές μας. Τελεία και παύλα, λοιπόν, αθώοι οι κατηγορούμενοι, όσο κι αν οι πικρόχολοι έκαναν λόγο για δίκη-εξπρές, στην οποία ακόμη και η άγνοια αναδείχθηκε σε άλλοθι. Οπως και να έχει, σήμερα δεν μένει παρά να εμπιστευθούμε την ελληνική Δικαιοσύνη, να γυρίσουμε σελίδα και η ελληνική άρση βαρών να κοιτάξει μπροστά, ξεπερνώντας την εμβληματική φιγούρα του Χρήστου Ιακώβου.
Αυτός ο καπάτσος έλληνας προπονητής, ο κιμπάρης γιος ζαχαροπλάστη, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1948, έθρεψε την εθνική μας υπερηφάνεια χαρίζοντάς μας μετάλλια, ανταποκρινόμενος στο στερεότυπο της μεγάλης ελληνικής ψυχής. Το παιδί που στην Τουρκία έπαιζε ξύλο με τα Τουρκάκια γιατί τον φώναζαν «γκιαούρ», ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 16 ετών για να εξελιχθεί σε έναν μεγάλο αθλητή. Σπεσιαλίστας στην κίνηση του ντεβελοπέ (έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια), ήταν 5ος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972. Μετά το τέλος της επιτυχημένης αθλητικής καριέρας του, ξενιτεύτηκε ξανά. Λέγεται, μάλιστα, ότι ανέλαβε την αθλητική εκπαίδευση των αστυνομικών του FBI στο Μαϊάμι, προτού ασχοληθεί με τα εστιατόρια στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Η συνάντηση με τον Γιάννη Σγουρό το 1989, νεοεκλεγμένο, τότε, πρόεδρο της Ομοσπονδίας Αρσης Βαρών, ήταν σημαδιακή. Αυτός τον έπεισε να αναλάβει τα ηνία της ελληνικής άρσης βαρών. Το πρόγραμμά του ήταν ακριβές και περιελάμβανε τη στρατολόγηση αθλητών από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και την Αλβανία. Το χρυσό του Πύρρου Δήμα στη Βαρκελώνη το 1992 ήταν μόνο η αρχή. Η καθιέρωση ήρθε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996 και συνεχίστηκε στο Σίδνεϊ το 2000, δημιουργώντας έτσι μια νέα τηλεοπτική ρουτίνα. Η κάμερα εστίαζε στο ιδρωμένο πρόσωπο του Ιακώβου. Η Ελλάδα έμαθε τι σημαίνουν «αρασέ» και «ζετέ». Και το σύνθημα «κάτσε κάτω από την μπάρα» μπήκε στο αθλητικό πάνθεο μαζί με το «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» και το «πειρατικό του 2004». Υστερα ήρθε η πτώση.
Εκπτωτος
Πέμπτη 3 Απριλίου του 2008. Ο Χρήστος Ιακώβου δέχεται ένα τηλεφώνημα και πληροφορείται ότι με βάση έγγραφο της Διεθνούς Ομοσπονδίας, 11 έλληνες αθλητές έχουν βρεθεί, στα πρώτα τους δείγματα, ντοπέ. Η μελανότερη σελίδα στην ιστορία της ελληνικής άρσης βαρών είχε αρχίσει να γράφεται. Τα πρωτοσέλιδα γέμισαν με ειδήσεις για περίεργες διαδρομές σκευασμάτων και η υπερασπιστική γραμμή του οχυρώθηκε πίσω από το e-mail της Σου Λι, της υπαλλήλου της κινεζικής εταιρείας που προμήθευσε τις επίμαχες ουσίες, και αναφερόταν σε λάθος αποστολή σκευάσματος.
Το προφίλ του καλοκάγαθου τύπου είχε κλονιστεί. Η ελληνική κοινωνία ήταν καχύποπτη και τραυματισμένη στον απόηχο της υπόθεσης Κεντέρη – Θάνου. Κυρίως, όμως, εκνευρισμένη με τις θεωρίες συνωμοσίας που είχαν πάντα έτοιμες να σερβίρουν σε παρόμοιες περιπτώσεις οι έλληνες αθλητές. Η θεωρία των αναβολικών που έπεσαν στην πορτοκαλάδα δεν έπειθε πλέον. Ακόμη και αν όλοι οι ισχυρισμοί ήταν αληθείς – όπως αποφάνθηκε σήμερα Δικαιοσύνη –, ίσως το σύνδρομο του ψεύτη βοσκού, που κανείς δεν πίστεψε όταν πραγματικά έλεγε την αλήθεια, είχε απλώσει για τα καλά τη σκιά του επάνω από τον ελληνικό αθλητισμό.
Ο Χρήστος Ιακώβου βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και οδηγήθηκε σε παραίτηση. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι θυμήθηκαν την υπόθεση του Λεωνίδα Σαμπάνη, ο οποίος βρέθηκε ντοπέ στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, και ανέτρεξαν και στις καταγγελίες που έγιναν το 1997 από τον πρώην αθλητή της εθνικής ομάδας Χρήστο Κωνσταντινίδη. Ο αθλητής ισχυρίστηκε τότε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των αρσιβαριστών στην Καλαμάτα ο Ιακώβου τού χορήγησε απαγορευμένες ουσίες. Στη συνέχεια, βέβαια, ζήτησε συγγνώμη, την οποία όμως αναίρεσε κάποια χρόνια μετά. Η λεπτή ειρωνεία της όλης υπόθεσης; Οταν το 1979 η Ελλάδα άκουσε πρώτη φορά για χρήση απαγορευμένων ουσιών στην άρση βαρών ήταν έπειτα από καταγγελίες του τότε αθλητή Χρήστου Ιακώβου.
Η υπόθεση έχει κλείσει πλέον. Ο απολογισμός της πορείας του Ιακώβου στην άρση βαρών δεν είναι, ωστόσο, εύκολος. Είναι σίγουρα ένας ικανός προπονητής που μας χάρισε δεκάδες μετάλλια, εθνικούς θριάμβους, χαμόγελα και στιγμές δόξας. Για τους επικριτές του, όμως, τελικά ο Ιακώβου δεν μπόρεσε να βάλει ισχυρά θεμέλια στο άθλημα, δημιουργώντας ακόμη μία αθλητική φούσκα που βασίστηκε στο άνοιγμα των συνόρων. Σήμερα, ο άνθρωπος που έγινε μύθος και σταρ μαζί με τους αθλητές του, βιώνει και ο ίδιος τα αποτελέσματα της κρίσης. Οι οικοδομικές επιχειρήσεις του δεν πήγαν καλά, το εστιατόριο που διατηρούσε έκλεισε και πλέον, όπως λέγεται, ασχολείται με την τεχνική προπόνησης CrossFit. Τουλάχιστον επέστρεψε στην μπάρα.
Αδέκαστη
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 1 Μαρτίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ