Ποδαρικό στο 2014 με μειώσεις επιτοκίων στα καταθετικά προϊόντα πρώτης ζήτησης έκαναν οι τράπεζες. Ο λόγος γίνεται για προγράμματα που διασφαλίζουν στον καταθέτη άμεση πρόσβαση στις αποταμιεύσεις του. Πρόκειται δηλαδή για καταθέσεις Ταμιευτηρίου και τρεχούμενους λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένων και των λύσεων που χρησιμοποιούνται για την είσπραξη του μισθού ή της σύνταξης. Με την αλλαγή της χρονιάς η πλειονότητα των τραπεζών εφάρμοσε προγραμματισμένες περικοπές στα επιτόκια, στο πλαίσιο της προσαρμογής τους στο νέο οικονομικό και νομισματικό περιβάλλον. Η μείωση των αποδόσεων κατέστη δυνατή μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης το περασμένο καλοκαίρι και τη βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών τα τελευταία τρίμηνα, και επιταχύνθηκε λόγω της διαμόρφωσης του βασικού επιτοκίου του ευρώ στο ιστορικό χαμηλό του 0,25% τον περασμένο Νοέμβριο.

Περιορισμός της ανταμοιβής


Η σχετική απόφαση της ευρωτράπεζας άνοιξε έναν νέο κύκλο περιορισμού της ανταμοιβής των καταθετών, ο οποίος έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, τουλάχιστον στις απλές καταθέσεις. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου οι διοικήσεις των τραπεζών παράλληλα με τις μειώσεις στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων προχώρησαν σε ανάλογες παρεμβάσεις και στους υπόλοιπους λογαριασμούς, οι οποίοι παρέμεναν επί μακρόν ιδιαίτερα ελκυστικοί, παρά το γεγονός ότι δεν προέβλεπαν δεσμεύσεις για τους αποταμιευτές αναφορικά με τη διατήρηση των κεφαλαίων τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο ίδιο προϊόν.
Η πτώση ξεπερνά το 20%


Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος είναι αποκαλυπτικά του μεγέθους των παρεμβάσεων που έχουν πραγματοποιηθεί. Σύμφωνα με αυτά, το μέσο επιτόκιο τόσο των τρεχούμενων λογαριασμών όσο και των λογαριασμών Ταμιευτηρίου έχουν υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Ειδικότερα, τον περασμένο Νοέμβριο η απόδοσή τους έπεσε στο 0,74% και 0,33% αντίστοιχα, που αποτελούν αρνητικό ρεκόρ από τον Σεπτέμβριο του 2002, διάστημα για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα. Σε σχέση με τα υψηλά της τελευταίας τριετίας η πτώση τους ξεπερνά το 20%.
Μπορεί σε απόλυτα μεγέθη οι μειώσεις να φαντάζουν μικρές, ωστόσο για το τραπεζικό σύστημα είναι πολύ σημαντικές, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της διαθέσιμης ρευστότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι τοποθετημένο σε αυτού του είδους τους λογαριασμούς. Πάντως, παρά τις παραπάνω εξελίξεις, υπάρχουν ακόμη κάποιες ανταγωνιστικές προσφορές που δίνουν τη δυνατότητα σε όσους δεν θέλουν να δεσμεύονται με προγράμματα «κλειστής» διάρκειας να διασφαλίσουν ένα επιτόκιο που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το 2%.
Πού διαφέρουν οι προθεσμιακές


Και το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί κάποιος να μην έχει πάντοτε τα χρήματά του σε αυτού του είδους τα προϊόντα, με δεδομένο ότι και τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων κινούνται πάνω-κάτω στα ίδια επίπεδα, ειδικά όταν πρόκειται για μικρά ποσά. Η απάντηση «κρύβεται» στο είδος του επιτοκίου. Ενώ στα προγράμματα προθεσμίας το επιτόκιο είναι σταθερό ή προκαθορισμένο για όλη τη διάρκεια ως την ωρίμασή τους, στα «ανοιχτά» προϊόντα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η απόδοση μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή ζημιώνοντας τον καταθέτη. Στον αντίποδα, στις προθεσμιακές καταθέσεις, ό,τι και να γίνει, ο πελάτης θα λάβει τους τόκους που έχει προϋπολογίσει.
Σύνθετα προγράμματα
  • Για όσους θέλουν να αποταμιεύουν χρήματα διεκδικώντας ένα υψηλό επιτόκιο, χωρίς όμως μακροχρόνιες δεσμεύσεις, οι τράπεζες διαθέτουν συγκεκριμένα προγράμματα που ικανοποιούν αυτή την ανάγκη.
  • Πρόκειται για προϊόντα που προσφέρουν μια ικανοποιητική απόδοση, η οποία μπορεί να φτάσει ακόμη και το 4%, υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης είναι συνεπής στη δέσμευσή του για αποταμίευση.
  • Τα προγράμματα αυτά μπορεί να έχουν διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, μπορεί να υποχρεώνουν τον καταθέτη να αποταμιεύει κάθε μήνα ένα συγκεκριμένο ποσό, που μπορεί να κυμαίνεται από 50 ως 500 ευρώ.
  • ‘Η μπορεί να αρκεί μόνον η αύξηση του υπολοίπου έστω και κατά 1 ευρώ κάθε μήνα για τη διασφάλιση της προνομιακής απόδοσης.
  • Αλλα προγράμματα προσφέρουν υψηλά επιτόκια, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι ο πελάτης δεν θα προχωρήσει σε ανάληψη κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
  • Ολες οι παραπάνω προτάσεις αποτελούν μια πιο light εκδοχή των μακροχρόνιων αποταμιευτικών / επενδυτικών προγραμμάτων καθώς ο χρόνος δέσμευσης δεν ξεπερνά συνήθως τον έναν χρόνο, ενώ είναι δυνατή η πρόωρη λήξη του προϊόντος με μόνη ποινή τη μείωση της απόδοσης.

Οι εναλλακτικές επιλογές των καταθετών
Μεταξύ ποιων λύσεων καλούνται να επιλέξουν τα τραπεζικά προϊόντα οι αποταμιευτές

Οι καταθέτες έχουν να επιλέξουν μεταξύ Ταμιευτηρίου και τρεχούμενων λογαριασμών, μισθοδοσίας ή απλούς, για την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε πρώτη ζήτηση. Οι προσφορές της περιόδου έχουν ως εξής:

1. Τρεχούμενοι / Ταμιευτήριο.
Πλέον οι διαφορές μεταξύ λογαριασμών Ταμιευτηρίου και τρεχούμενων λογαριασμών είναι ελάχιστες. Η μοναδική διαφοροποίηση είναι ότι οι δεύτεροι προσφέρουν τη δυνατότητα υπερανάληψης ενός ποσού, καθώς και βιβλιάριο επιταγών, πάντα υπό προϋποθέσεις. Κατά τα άλλα οι όροι διάθεσής τους είναι κοινοί. Τα επιτόκιά τους ακόμη και για μεγάλα ποσά στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι χαμηλά και δεν ξεπερνούν το 0,50%.
Για να πετύχει ο αποταμιευτής τη μέγιστη δυνατή απόδοση θα πρέπει να επιλέξει μία λύση μεταξύ των προσφορών που κάνουν κατά καιρούς οι τράπεζες για την προσέλκυση καταθέσεων. Για παράδειγμα, διατίθεται αυτή τη στιγμή στην αγορά πρόγραμμα από συστημικό όμιλο που προσφέρει επιτόκιο 2% για ποσά άνω των 3.000 ευρώ. Ο μοναδικός περιορισμός του είναι ότι απαγορεύονται οι συναλλαγές στο γκισέ των υποκαταστημάτων. Κατά τα άλλα μπορεί να γίνει απεριόριστη χρήση των ATMs, του e-banking και του phone banking.
Αλλο παράδειγμα αποτελεί καταθετικό προϊόν ξένης τράπεζας που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, το οποίο ανταμείβει τους πελάτες που επιλέγουν να πληρώνουν με πάγια εντολή τουλάχιστον δύο λογαριασμούς τους, μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος. Υπό αυτή την προϋπόθεση, οι πρώτες 10.000 ευρώ τοκίζονται με 2,50%, επιτόκιο ιδιαίτερα υψηλό για το συγκεκριμένο ύψος κατάθεσης.

2. Μισθοδοσία / Σύνταξη.
Πρόκειται για τρεχούμενους λογαριασμούς που χρησιμοποιούνται για την είσπραξη του μισθού ή της σύνταξης. Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια για χαμηλότερα μέσα υπόλοιπα. Για τον λόγο αυτόν οι καταθέτες θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ως προς το προϊόν που θα επιλέξουν καθώς ένα… παραπάνω ευρώ μπορεί να αποβεί μοιραίο.

Το «μυστικό» κρύβεται στο είδος του επιτοκίου που εφαρμόζεται κάθε φορά. Σε αυτή την κατηγορία καταθέσεων ισχύουν συνήθως υψηλότερες αποδόσεις για μικρότερα ποσά και όσο το μέσο υπόλοιπο αυξάνεται τόσο μειώνεται το επιτόκιο, το οποίο μπορεί να είναι είτε κλιμακωτό είτε κλιμακούμενο. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι σημαντική και επηρεάζει καθοριστικά τους εισπραχθέντες τόκους.

Συγκεκριμένα, όταν το επιτόκιο είναι κλιμακωτό, εφαρμόζεται ξεχωριστά σε κάθε κλίμακα ποσού, σε αντίθεση με το κλιμακούμενο, που εφαρμόζεται σε ολόκληρο το ποσό. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που κάποιος διατηρεί καταθέσεις υψηλότερες από την πρώτη κλίμακα, που συνήθως έχει και το υψηλότερο επιτόκιο, δεν συμφέρει να επιλέγει προγράμματα με κλιμακούμενο επιτόκιο. Από την άλλη, αν είναι βέβαιος ότι το μέσο υπόλοιπο δεν θα ξεπεράσει το ανώτερο ποσό της πρώτης κλίμακας, τότε μπορεί να αναζητήσει την καλύτερη δυνατή απόδοση μεταξύ όλων των προϊόντων, ανεξάρτητα από το είδος του επιτοκίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ