«Τρώγε και κανένα γιαουρτάκι τώρα με την αντιβίωση». Γνωστή η παραίνεση και χαλαρή μερικές φορές η ανταπόκριση του αποδέκτη. Μια περιπλάνηση στο Διαδίκτυο μου έδειξε ότι και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες μερικοί άνθρωποι σχετικά με το θέμα αυτό έχουν πιο πολύ τις παρακάτω απορίες:
–Γιατί γιαούρτι και όχι άλλα γαλακτοκομικά;
–Μπορώ να παίρνω την αντιβίωση τρώγοντας μαζί και το γιαούρτι μου γιατί μέσα στη δουλειά είναι δύσκολο να κρατώ τους χρόνους;
–Αν όχι, πόση ώρα πρέπει να μεσολαβεί ανάμεσα στα δύο;
–Τα αντιβιοτικά μού φέρνουν διάρροια. Αν φάω και γιαούρτι, δεν θα γίνω χειρότερα;
Ας δούμε ποιες απαντήσεις υπάρχουν σχετικά με τα παραπάνω. Τα αντιβιοτικά καταπολεμούν τα μικρόβια που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή σε έναν οργανισμό. Αλλά συνήθως ενεργούν εντελώς τυφλά. Δηλαδή, σκοτώνουν και τα βλαβερά αλλά και κάποια άλλα. Αυτά τα άλλα όμως συγκροτούν ένα είδος… σεκιουριτάδων για τον οργανισμό. Είναι οι φρουροί ασφαλείας μας, οι ιδιωτικοί φρουροί μας, και επιτίθενται στα μικρόβια που μπορούν να νικήσουν και μέσα σε αυτά είναι τα όσα προκαλούν και διαρροϊκή αντίδραση στον οργανισμό. Οταν λοιπόν αυτοί οι φρουροί απουσιάζουν, γίνεται ένα πάρτι με δυσάρεστες συνέπειες. Γνωστά αυτά ως εδώ. Τώρα που παίρνω και φάρμακα τώρα βρήκε να με πιάσει τέτοιο πράγμα, αναρωτιούνται. Κάποιοι μπερδεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση παίρνοντας και αντιδιαρροϊκά φάρμακα. Πειράματα έδειξαν ότι ένας στους τρεις μπορεί να παρουσιάσει διάρροια ενώ τρώγοντας λίγο γιαούρτι καθημερινά σταματούν τα συμπτώματα. Ακόμη χειρότερη όμως είναι η περίπτωση όπου, τρώγοντας ένα γιαούρτι ταυτόχρονα με τη λήψη της αντιβίωσης, μειώνουμε τη δράση του αντιβιοτικού. Και είναι χειρότερη διότι αργούμε να καταλάβουμε τι γίνεται λάθος. Εχει όμως παρατηρηθεί ότι τα ιόντα ασβεστίου (δηλαδή, άτομα που έχουν χάσει κάποια ηλεκτρόνια και εμφανίζονται θετικά φορτισμένα) που υπάρχουν σε αφθονία μέσα στα γαλακτοκομικά, όταν έρχονται σε επαφή με (αντιβιοτικές) ουσίες όπως η τετρακυκλίνη, δημιουργούν συμπλέγματα που πλέον λόγω του αυξημένου όγκου τους δεν μπορούν να απορροφηθούν, να περάσουν δηλαδή από τα τοιχώματα του εντέρου, να μπουν στο κυκλοφορικό σύστημα και με τη βοήθεια της ροής του αίματος να φθάσουν όπου υπάρχει ο εχθρός, δηλαδή μικρόβια που έχουν προκαλέσει μόλυνση, και να τα νικήσουν. Γι’ αυτό, πέρα από τη γνώση ότι για το χρονικό διάστημα που λαμβάνουμε αντιβίωση χρειάζεται να καταναλώνουμε γιαούρτι καθημερινά, χρειάζεται και ο σωστός χειρισμός, που εδώ συνίσταται στο να υπάρχει μια απόσταση δύο ως και τριών ωρών από τη λήψη της αντιβίωσης ώσπου να περάσει η σπουδαία αυτή τροφή από το στομάχι. Εννοείται ότι στο διάστημα αυτό των δύο -τριών ωρών δεν καταναλώνουμε επίσης καφέ με γάλα (η δραστική-θεραπευτική ουσία δυσκολεύει και την αποδόμηση της καφεΐνης προκαλώντας αυξημένη καρδιακή δραστηριότητα, αϋπνία και γενικότερα υπερδιέγερση στον οργανισμό), τυρί, άλλες τροφές πλούσιες σε ασβέστιο ή χυμούς εμπλουτισμένους με ασβέστιο.
Το γαλακτικό οξύ, κόντρα στο όνομά του, δεν απαντάται στο γάλα αλλά εκεί όπου έχει υπάρξει πρώτα ζύμωση με την παρουσία της λακτόζης, δηλαδή του σακχάρου του γάλακτος που χρησιμεύει για φαγητό στους μύκητες. Εχω ακούσει επίσης, πιο πολύ από μικρά παιδιά που δεν τους αρέσει το γιαούρτι, ειδικά αυτό με γάλα από πρόβατο ή από κατσίκα, να ρωτούν αν θα μπορούσαν να παίρνουν την αντιβίωση με σκέτο γάλα. Με βάση τα όσα αναφέραμε παραπάνω η απάντηση είναι όχι. Με την ευκαιρία αυτή όμως καλό είναι να θυμίσουμε κάτι για όποιον έχει πρόβλημα με το γάλα. Είτε παρουσιάζει δυσανεξία στις πρωτεΐνες είτε στη λακτόζη, το σάκχαρο που περιέχεται στο γάλα, γιαούρτι μπορεί να τρώει. Οι μύκητες που περιέχει και τους εξετάσαμε με περισσότερες λεπτομέρειες στο προηγούμενο σημείωμα κάνουν το γιαούρτι πιο εύπεπτο διότι παράγουν λακτάση. Η λακτάση είναι ακριβώς το ένζυμο που δεν διαθέτει ο οργανισμός κάποιων ανθρώπων. Και υπάρχει και η βήτα-γαλακτοσιδάση, ένα ακόμη ένζυμο στο γιαούρτι που βοηθάει στην αποδόμηση της λακτόζης. Οι μύκητες του γιαουρτιού «χωνεύουν» και ένα μέρος της καζεΐνης, μιας από τις βασικές πρωτεΐνες του γάλακτος, ενώ βοηθούν και στη διάσπαση της λακτόζης σε πιο απλά σάκχαρα, τη γλυκόζη και τη γαλακτόζη, που απορροφώνται ευκολότερα από τον οργανισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ