Είναι κοινό μυστικό ότι (και) ο Αλφρεντ Χίτσκοκ προτιμούσε τις ξανθιές. Στο «Χίτσκοκ», τη νέα ταινία του Σάσα Τζερβάσι – αυτή που φωτίζει το έντονο παρασκήνιο στο διάστημα μέχρι την προβολή του εμβληματικού «Ψυχώ» –, η 30χρονη Τζέσικα Μπίελ υποδύεται μία από αυτές, τη Βέρα Μάιλς. Πρόκειται για την υπέροχη ηθοποιό με την πλατινένια κόμη, που ενσάρκωσε τον ρόλο της Λίλα Κρέιν στο αρχετυπικό θρίλερ του 1960. Είναι η αδελφή της Μάριον (Τζάνετ Λι), της γυναίκας που έμεινε στην ιστορία για την κλασική σκηνή της δολοφονίας στο ντους του Βates Motel. Η Τζέσικα Μπίελ κάνει τις συστάσεις.

«Ο Χίτσκοκ ανακάλυψε τη Βέρα και την έβαλε κατευθείαν στο τηλεοπτικό του σόου “Alfred Hitchcock Presents”. Τη θεωρούσε εκπληκτικό ταλέντο. Την προσέλαβε για μερικά σημαντικά πρότζεκτ που είχε εκείνη την περίοδο και ανέπτυξαν μια πολύ καλή επαγγελματική σχέση. Αυτό που κατάλαβα διαβάζοντας για τη ζωή της ήταν πόσο πολύ άλλαξε η σχέση της με τον Χίτσκοκ όταν εκείνη απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της προτάθηκε για τον “Δεσμώτη του ιλίγγου” επειδή θέλησε να κάνει οικογένεια. Ο Χίτσκοκ την ήθελε πάρα πολύ για αυτόν τον ρόλο. Η Μάιλς, όμως, προτίμησε την αφοσίωση στην οικογένεια από τη συμμετοχή σε ένα φιλμ που θα απογείωνε ακόμη περισσότερο την καριέρα της. Πιστεύω πως σε εκείνο το σημείο η σχέση τους άρχισε να γίνεται όλο και πιο περίεργη και δύσκολη. Είναι πολύ ενδιαφέρον που είπε όχι στο “Vertigo” επειδή ήθελε να αφοσιωθεί στην οικογένεια και να δημιουργήσει νέες ισορροπίες στη ζωή της» σχολιάζει η Μπίελ για τη σχέση αγάπης – μίσους μεταξύ της Μάιλς και του αμφιλεγόμενου για τη σχέση του με τις γυναίκες σκηνοθέτη.

Ανθρωπος της οικογένειας δηλώνει και η ίδια. Ζευγάρι από τον Ιανουάριο του 2007 με τον ποπ τραγουδιστή, ηθοποιό και επιχειρηματία Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, έπειτα από διάφορα σκαμπανεβάσματα, χωρισμούς και επανασυνδέσεις, είπε το ναι στην πρόταση γάμου και το απαραίτητο happy end γράφτηκε τον περασμένο Οκτώβριο σε θέρετρο της Νότιας Ιταλίας. Ο Τίμπερλεϊκ ήταν και ο πρώτος με τον οποίο μοιράστηκε τη χαρά της η Μπίελ όταν πήρε τον ρόλο στην ταινία «Χίτσκοκ», βγάζοντας εκτός συναγωνισμού, μεταξύ άλλων, τις βραβευμένες με Οσκαρ Ρις Γουίδερσπουν και Γκουίνεθ Πάλτροου.

Στο κυνήγι του ρόλου

«Πέρασα από οντισιόν δύο φορές. Αρχικά, όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο, με προόριζαν για τον ρόλο της Τζάνετ Λι (σ.σ.: την οποία τελικά υποδύθηκε η Σκάρλετ Τζοχάνσον), ωστόσο λίγο αργότερα κατάλαβα πως θα μου ταίριαζε περισσότερο ο ρόλος της Βέρα Μάιλς. Πέταξα από χαρά όταν έμαθα πως με επέλεξαν για αυτόν τον ρόλο. Ζούσα ένα όνειρο και ήμουν πολύ ευτυχισμένη που θα συμμετείχα σε μια ταινία με τόσο εκπληκτικό καστ». Προηγουμένως είχε χάσει μέσα από τα χέρια της άλλους δύο σημαντικούς ρόλους, στις ταινίες «Οι άθλιοι» και «Ο σκοτεινός ιππότης: Η Επιστροφή», αμφότερους από τη μελαχρινή «ανταγωνίστρια» Αν Χάθαγουεϊ. Δεν πρόλαβε να στεναχωρηθεί πολύ, ο ρόλος της Βέρα Μάιλς ήταν πλέον στο τσεπάκι της. «Ημουν ενθουσιασμένη. Από τη φύση μου είμαι κάπως διστακτική απέναντι σε χολιγουντοκεντρικές ταινίες, αλλά αυτή εδώ δεν ήταν μια ιστορία σαν όλες τις άλλες. Πρόκειται για ένα φοβερό στόρι, άτακτο, παιχνιδιάρικο, που φωτίζει όλα τα γήινα στοιχεία του Αλφρεντ Χίτσκοκ». Είναι μια ταινία σοβαρή, «δύσκολη», ένα φιλμ που απέσπασε ήδη μία υποψηφιότητα για βραβείο Οσκαρ.

Για τον ρόλο της Βέρα Μάιλς, η Τζέσικα Μπίελ έκανε εκτενή έρευνα. Διάβασε πολύ για τη ζωή αυτής της γυναίκας, είδε όλες τις σχετικές ταινίες. Προσπάθησε να την προσεγγίσει με τον δικό της τρόπο, να γίνει αυτή. Ηταν πολύ δύσκολος και απαιτητικός ρόλος. Και η ίδια τελειομανής: «Πάντα προετοιμάζομαι μεθοδικά και κατάλληλα προτού πάω στο σετ για να ξεκινήσω γυρίσματα. Δουλεύω σκληρά για να μπω στο πετσί του ρόλου. Να μάθω τον χαρακτήρα μου απέξω και ανακατωτά. Κάνω ό,τι μπορώ για να είμαι έτοιμη, ώστε όταν έρθει η ώρα να πάω στο πλατό και να είμαι στο ίδιο υψηλό επίπεδο με τους άλλους ηθοποιούς. Ωστόσο, είναι μια διαδικασία πάντα τρομακτική και εμπεριέχει φόβο». Τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα εξαιτίας του γεγονότος πως η Βέρα Μάιλς, αν και βρίσκεται εν ζωή, δεν μίλησε με την Μπίελ για την ταινία, δεν της έδωσε συμβουλές και κατευθύνσεις. Η Μπίελ κατάφερε να συναντηθεί μόνο με τον εγγονό της ηθοποιού, ο οποίος τη βοήθησε αρκετά να χαρτογραφήσει το κοινό έδαφος ανάμεσα στην ίδια και στην ηρωίδα της.

«Αναγνωρίζω τον εαυτό μου στον ρόλο της Βέρα γιατί είμαι και εγώ μια πολύ δυνατή γυναίκα, όχι όμως όλες τις ώρες. Υπάρχουν στιγμές που είμαι τόσο εύθραυστη συναισθηματικά, που εκπλήσσομαι κι εγώ η ίδια. Νιώθω πως κάνω πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά. Φτάνεις σε ένα σημείο που νομίζεις πως έχεις καταφέρει να γίνεις σχετικά αναίσθητος. Στη συνέχεια μπορεί κάτι να γίνει και να νιώσεις την καταστροφή να έρχεται, σε όλο της το μεγαλείο. Είναι εύκολο να σε πάρει από κάτω μόνο με ένα απλό σχόλιο. Ετσι, συνεχώς προσπαθώ να βρω την ισορροπία στη ζωή μου, να καταλάβω ποια είμαι και πώς να μην αφήσω κάτι που δεν με αφορά άμεσα να με επηρεάσει».

Το χρυσάφι της Τζέσικα

Ομορφη και ταλαντούχα, έκανε το ντεμπούτο της το 1997 με τη βραβευμένη ταινία «Το χρυσάφι του Οδυσσέα», δίπλα στον Πίτερ Φόντα. Eκεί ήταν το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Μια δεκαπενταετία και αρκετούς, αλλά όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους ρόλους αργότερα, η Μπίελ αναπληρώνει το χαμένο έδαφος υποδυόμενη μια γυναίκα δυναμική, ολοκληρωμένη, που ξέρει τι θέλει, και θέτει υποψηφιότητα για την άνοδό της στην ελίτ των πρωταγωνιστριών. Οι οιωνοί είναι καλοί. Ηδη από την οντισιόν του «Χίτσκοκ» η 30χρονη ηθοποιός ξετρέλανε τους πάντες. Ηταν φωτεινή, αστεία, ανθρώπινη και η ερμηνεία της έβγαζε απίστευτο πάθος. Επιπλέον, η συνεργασία σε μια ταινία με τον βραβευμένο με Οσκαρ Αντονι Χόπκινς μόνο χαρούμενη θα μπορούσε να την κάνει: «Ηταν μια φανταστική εμπειρία. Ηταν καταπληκτικός. Κάθε φορά που είχαμε σκηνές μαζί, με ρωτούσε αν είχα πρόβλημα να μου πει καμιά ιδέα για το πώς αλλιώς θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα. Του είπα: “Πες μου τι να κάνω. Είσαι ο Αντονι Χόπκινς! Σε παρακαλώ, πες μου τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνω και θα το κάνω”. Ετσι ένιωθα. Ωστόσο, ήταν πολύ συνεργάσιμος, παιχνιδιάρης και άτακτος. Εχει τόσο πλούσια εμπειρία, που έκανε τις σκηνές να φαίνονται πολύ εύκολες. Είχε ιδέες που με ξετρέλαιναν».

Αυτός ο ρόλος είναι μια μεγάλη αναγνώριση για την Μπίελ, η οποία φλερτάρει με το Χόλιγουντ από την ηλικία των 14 ετών. Η καριέρα της στον χώρο του θεάματος ξεκίνησε λίγο νωρίτερα, όταν ήταν 11 ετών, με ένα διαφημιστικό σποτ για την τηλεόραση και με τη συμμετοχή της σε διαγωνισμό του International Modeling and Talent Association, όπου πληρώνεις ένα σεβαστό ποσό για να σου μάθουν πώς να περπατάς στην πασαρέλα, πώς να παρουσιάσεις έναν κωμικό μονόλογο, έναν δραματικό μονόλογο, πώς να κάνεις ένα χορευτικό και πώς να τραγουδήσεις. Στην πασαρέλα περπάτησε με μαγιό, καπέλο και γραβάτα. Ο διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε στο Λος Αντζελες και μετά τη λήξη του η Μπίελ απέκτησε μάνατζερ και ατζέντη. Ωστόσο, γύρισε στην πόλη της, στο Ιλάι της Μινεσότα, και περίμενε τρία χρόνια προτού πετάξει και πάλι για την Πόλη των Αγγέλων. Ενδιάμεσα βρέθηκε για τρία εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο Tαφτς της Μασαχουσέτης – αρκετά για να συνειδητοποιήσει ότι δεν θα κρεμούσε ποτέ το πτυχίο της στον τοίχο.

Μπίελ στον έβδομο ουρανό

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε στη μικρή οθόνη, με την οικογενειακή τηλεοπτική σειρά «7th Heaven» (σ.σ.: στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Στον έβδομο ουρανό»). Τα 139 επεισόδια στα οποία εμφανίστηκε η Μπίελ ήταν αρκετά για να τη χρίσουν το ανερχόμενο αστέρι της γενιάς της – αν και επί σειρά ετών πάσχιζε να γίνει κάτι περισσότερο από ανερχόμενη. Και παρ’ όλο που μπροστά και πίσω από τις κάμερες υπήρξε αγοροκόριτσο – έπαιζε ποδόσφαιρο μέχρι τα 19 της και ένα από τα ινδάλματά της ήταν η Μία Χαμ, ο «Μέσι του γυναικείου ποδοσφαίρου» τις δύο προηγούμενες δεκαετίες – παρατηρώντας κανείς την Τζέσικα Μπίελ αντιλαμβάνεται πως αυτή η γυναίκα έχει κάτι το ωραία παλιομοδίτικο επάνω της. Τα χαρακτηριστικά της (συνονθύλευμα γερμανικών, γαλλικών, αγγλικών και ινδιάνικων γονιδίων – εξού και η μίνι καριέρα μανεκέν και τα πολυετή συμβόλαια με τους κολοσσούς ομορφιάς L’Oréal και Revlon) θυμίζουν ηθοποιό παλαιάς κοπής. Ισως γι’ αυτό και της ταιριάζει γάντι ο ρόλος της Βέρα Μάιλς στο «Χίτσκοκ». Της αρέσει όταν το ακούει αυτό και ακόμη περισσότερο της αρέσει το γεγονός πως ο κόσμος εξακολουθεί να αγαπάει τις ταινίες του μετρ του σασπένς.

«Hταν εξπέρ στο να δημιουργεί αγωνία και μυστήριο στις ταινίες του. Τα φιλμ του σε κρατούσαν σε εγρήγορση. Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπω τώρα, μέσα από την ταινία που κάναμε, το θέμα με τη λογοκρισία που είχε να αντιμετωπίσει την εποχή του “Ψυχώ”, ειδικά στη διάσημη σκηνή στο ντους με την Τζάνετ Λι. Η σκηνή αυτή θεωρήθηκε ταμπού, ωστόσο δεν έδειχνε απολύτως τίποτα το μεμπτό. Κοιτάζοντάς την ξανά τώρα, φαίνεται απλή στην εκτέλεσή της. Ωστόσο, το φιλμ είναι συγκλονιστικό, ακόμη βγάζει μεγάλη ένταση, φόβο, αγωνία, καθώς και την αίσθηση της κλειδαρότρυπας. Αυτό λατρεύω στη δουλειά του Χίτσκοκ: την πανέμορφη ηδονοβλεπτική ποιότητα που βλέπεις σε τόσο πολλά έργα του. Επίσης υπήρχαν σπουδαίοι γυναικείοι ρόλοι στη φιλμογραφία του. Πάντα δημιουργούσε πολύπλοκους θηλυκούς χαρακτήρες. Ακόμη και τώρα είναι δύσκολο να βρεις γυναίκες σαν αυτές στο σινεμά. Ηθελε οι ταλαντούχες ηθοποιοί να έχουν ρόλους με τους οποίους θα μπορούσαν να αναμετρηθούν. Οι ηρωίδες στις ταινίες του δεν ήταν οι ιδανικές γυναίκες. Ηταν προβληματικές, έκλεβαν πράγματα, είχαν ψυχολογικά προβλήματα, φλέρταραν με την τρέλα. Υπήρχαν τόσο πολλά που του συνέβαιναν. Αυτοί είναι ρόλοι που θέλει να παίξει ένας ηθοποιός».

Η ίδια επέλεξε στη ζωή της να παίξει άλλον έναν ρόλο, πέρα από αυτόν της ηθοποιού και της συζύγου. Στο πλαίσιο της έντονης φιλανθρωπικής δράσης της, έχει, μεταξύ άλλων, συστήσει το δίκτυο Make the Difference, έχει συνδεθεί με πρωτοβουλίες του Best Friends Animal Society και της PETA, έχει σκαρφαλώσει στο Κιλιμάντζαρο προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινότητα για τη λειψυδρία, έχει προσφερθεί να δειπνήσει για καλό σκοπό με τον μεγαλύτερο άγνωστο πλειοδότη και έχει προταθεί για ανθρωπιστική διάκριση. Στα 30 της χρόνια, η υπομονετική και μεθοδική Τζέσικα Μπίελ βλέπει τη ζωή και την καριέρα της να τραβούν την ανηφόρα. Χαίρεται για αυτό ως φυσιολογικός άνθρωπος και απλώς περιμένει τον επόμενο σημαντικό ρόλο. Ο οποίος λογικά δεν θα αργήσει.

* Η ταινία «Χίτσκοκ» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 7 Φεβρουαρίου.