Η εποχή είναι γεμάτη αναθεωρήσεις. Η Αθήνα, μια πόλη σοκαρισμένη από την κρίση, παραμένει μπερδεμένη. Οι δημόσιοι χώροι της, τα πάρκα, τα στάδια και οι κήποι της δίνονται σταδιακά στους πολίτες που αναζητούν εναλλακτική και φθηνή διασκέδαση. Οι επιλογές όμως δεν είναι πολλές. Και όσες υπάρχουν, προς το παρόν παραμένουν σχεδόν αναξιοποίητες από το κοινό.
Υποθετικό χάπενινγκ: Μια όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα, όλοι οι πολίτες της Αθήνας, απαυδισμένοι από τα οικονομικά μέτρα, την τηλεοπτική πραγματικότητα, τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους και ορισμένους υπερκοστολογημένους καφέδες, αποφασίζουν να κάνουν μια αγχολυτική βόλτα στο πάρκο. Ολοι μαζί, ακριβώς την ίδια στιγμή. Δεν έχουν όρεξη για μετακινήσεις και ο καθένας επιλέγει τον κοντινότερο προορισμό προς αυτό που θεωρείται «ελεύθερος χώρος». Αλλος στο δημοτικό πάρκο της περιοχής του, άλλος στον Εθνικό Κήπο, άλλος στο Καλλιμάρμαρο, άλλος στις εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά. Το χάπενινγκ σύντομα μετατρέπεται σε μια αστική και ασφυκτικά κωμικοτραγική υπόθεση: Καθένας έχει περίπου δύο τετραγωνικά μέτρα στη διάθεσή του. Ενα μπαρ στο Φαληράκι της Ρόδου, ένα καλοκαιρινό σαββατόβραδο, είναι ελάχιστα πιο ασφυκτικό. Οχι ακριβώς η πιο αγχολυτική απόδραση από την αγχώδη αθηναϊκή πραγματικότητα.
Τα καλά νέα είναι ότι ένα τέτοιο αποτυχημένο χάπενινγκ δεν πρόκειται μάλλον να συμβεί ποτέ. Οχι μόνο γιατί τόσο αθρόα προσέλευση στα πάρκα είναι στατιστικά αδύνατη, αλλά κυρίως γιατί η προδιάθεση του μέσου Αθηναίου για μια έξοδο δεν στρέφεται εύκολα προς τους ελεύθερους χώρους. Τουλάχιστον, μέχρι στιγμής, δεν συμβαίνει μαζικά. Ο μέσος Αθηναίος, σε αντίθεση με υπόλοιπους κατοίκους ευρωπαϊκών πρωτευουσών, περισσότερο στρέφεται προς τις καφετέριες, παρά προς τα πάρκα. Δεν χρειάζονται σχετικές έρευνες, μία απλή βόλτα στο κέντρο αρκεί. Τα κακά νέα είναι ότι το πρόβλημα παραμένει. Οι ελεύθεροι χώροι στην Αθήνα είναι λιγότεροι από οπουδήποτε στην Ευρώπη. Εκεί, ο μέσος όρος ελεύθερου χώρου ανά κάτοικο αγγίζει τα 12 τετραγωνικά. Δώδεκα, όχι δύο.
Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια μικρή έξαρση η οποία ίσως εξηγείται και από την κρίση. Το Προεδρικό Μέγαρο ανοίγει τον κήπο του για το κοινό κάθε Κυριακή. Το ίδιο θα συμβαίνει από τις 17 Μαΐου και για τον κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Το Αττικό Αλσος, έπειτα από 18 μήνες ανακατασκευής, παραδόθηκε στο κοινό πριν από λίγες ημέρες. Το Καλλιμάρμαρο επίσης παραδόθηκε στο κοινό. Αυτές είναι οι νέες επιλογές. Αν έχουν την τύχη των παλιών, θα έχουμε πρόβλημα.
Πρωί καθημερινής στο κέντρο της Αθήνας. Ο Εθνικός Κήπος, μια μικρή πράσινη παρένθεση στο γκρίζο τοπίο της πόλης, είναι άδειος. Ορισμένοι τουρίστες, με τη χαρακτηριστική περιέργεια των ανθρώπων που κρατάνε χάρτη και έχουν χρόνο για βόλτα, κοιτάζουν τις ταμπέλες που δείχνουν τον δρόμο για το Ζάππειο. Ελάχιστοι βιαστικοί Αθηναίοι κόβουν δρόμο και τρέχουν προς τον προορισμό τους, προτιμώντας να σκονίσουν τα παπούτσια τους για να κερδίσουν λίγα λεπτά ησυχίας. Οι περισσότεροι προτιμούν να κάνουν τον γύρο, αντί να διασχίσουν το σκονισμένο πάρκο.
Οι ελεύθεροι χώροι στην Αθήνα είναι μια παλιά, θλιβερή ιστορία. Η πόλη σίγουρα δεν είναι «Φιλικούπολη», όπως κομπάζει με λεξιπλαστική δεινότητα ο πρόσφατος απολογισμός πεπραγμένων του δημάρχου Αθηναίων, αλλά διακρίνεται από μια διαρκή διαμάχη ανάμεσα στο πράσινο και στο τσιμέντο. Το παιχνίδι προφανώς έχει κριθεί στο διπλό. Ορισμένοι Αθηναίοι νοιάζονται, άλλοι μένουν αδιάφοροι μπροστά στη διαμάχη. Αυτοί που νοιάζονται έχουν ήδη δώσει τις μάχες τους. Η περίπτωση των διαμαρτυριών κατοίκων για την κατάσταση του – αυτή τη στιγμή υπό κατασκευή – Πεδίου του Αρεως, οι διαμάχες των πολιτών με την πολιτεία για το πάρκο στα Εξάρχεια ή το πάρκινγκ στην Πατησίων δείχνουν ότι, αν μη τι άλλο, υπάρχουν φωνές αντίδρασης, όχι γενικά περί «πράσινου ανά κάτοικο», αλλά συγκεκριμένα για την έλλειψη ελεύθερων χώρων ανά αθηναϊκή γειτονιά.
Η πόλη έχει ελάχιστες επιλογές. Και ορισμένες από αυτές είναι σχεδόν παρατημένες. Για παράδειγμα, το πάρκο με τη σοσιαλιστικής έμπνευσης ονομασία «Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης “Αντώνης Τρίτσης”» στο Ιλιον της Αττικής. Πρόκειται για μια έκταση έξι φορές μεγαλύτερη από τον Εθνικό Κήπο, ένα πάρκο περίπου 1.000 στρεμμάτων. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας όασης κόντρα στο τσιμέντο. Πραγματοποιήθηκε μεν, δεν αξιοποιήθηκε δε. Τις καθημερινές ο χώρος είναι τρομακτικά άδειος τα πρωινά. Ελάχιστοι διάσπαρτοι επισκέπτες στις λιμνούλες, λιγοστοί θαμώνες στις καφετέριες που όταν πήραν άδεια λειτουργίας είχαν ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών.
Την ίδια ώρα, στο Αλσος Συγγρού, κοντά στη λεωφόρο Κηφισιάς, βλέπεις περισσότερο κόσμο να περπατάει και λίγους να αθλούνται διστακτικά. Στον Αγιο Κοσμά, οι αθλητικές εγκαταστάσεις του οποίου είναι ένα περίεργο κράμα ερασιτεχνισμού και επαγγελματισμού, οι δραστηριότητες ξεκινούν το απόγευμα. Εκτός από τους περίοικους που μπορούν να παίξουν μπάσκετ, να κάνουν ποδήλατο και να τρέξουν, αθλούνται πρωταθλητές αλλά και ενίοτε η Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου που έχει το προσωρινό (αλλά ουσιαστικά μόνιμο) προπονητικό κέντρο της δίπλα στη θάλασσα. Η έρευνα της Καλλισθένης Αβδελίδη, αρχιτέκτονος-πολεοδόμου, εξηγεί τη χρήση των αστικών φυσικών χώρων: Οι γυναίκες προτιμούν τη «διέλευση» ή πηγαίνουν συνοδεύοντας το παιδί τους, οι άνδρες «για βόλτα». Μόλις το 13,1% των Αθηναίων πηγαίνει καθημερινά σε έναν ελεύθερο χώρο. Το 31,8% πηγαίνει σπάνια, το 13,1% μηνιαία, ένα άλλο 13,1% μία φορά την εβδομάδα, ενώ το 28,9%, μία φορά τον χρόνο.
Ενας πολιτικός σε προεκλογική περίοδο, αν μιλούσε ανεπίσημα, θα μπορούσε να αναφερθεί στην έλλειψη κουλτούρας του Ελληνα, στην ξεκάθαρη προτίμησή του σε ένα τυπικό καφέ, αποδεικνύοντας ότι ουσιαστικά οι «ελεύθεροι χώροι», στην Ελλάδα παραμένουν αναξιοποίητοι από τους γηγενείς. Να δείξει τον δρόμο ανάμεσα σε Θησείο και Γκάζι, το ειδυλλιακό σημείο της Πνύκας που εποπτεύει πανοραμικά την πόλη και έχει για επισκέπτες ελάχιστους υποψιασμένους Αθηναίους και πολλούς τουρίστες και μετανάστες και να θεωρήσει το έργο του τελειωμένο. Η αλήθεια όμως είναι μάλλον διαφορετική. Το παρατηρεί και ο Ηλίας Γιαννίρης, πολεοδόμος-χωροτάκτης, δημιουργός του Παρατηρητηρίου Ελεύθερων Χώρων Αθήνας-Αττικής και υπεύθυνος της ιστοσελίδας www.asda.gr/elxoroi που αποτελεί «μια μικρή βιβλιοθήκη, μια βάση δεδομένων των ελεύθερων χώρων της Αθήνας». Το ερώτημα σε έναν άνθρωπο που ασχολείται με τόσο μεράκι με το ζήτημα είναι σαφές: Γιατί παραμένουν αναξιοποίητοι; «Η αξιοποίηση στην Ελλάδα συνδέεται με την εμπορευματοποίηση. Αν δεν μπορεί να στηθεί κάποια χρηματομηχανή, οι ελεύθεροι χώροι παραμένουν σκοπίμως αφημένοι, υποβαθμισμένοι και καταλήγουν ακατάλληλοι για αυτούς για τους οποίους φτιάχτηκαν, δηλαδή τους πολίτες που δεν παίρνουν αυτό που τους ανήκει: χώρο στην πόλη τους».
Μέσα στην κρίση, ανάμεσα σε περικοπές μισθών, απολύσεις και ανεξόφλητα δάνεια, ίσως μια έρευνα για τους ελεύθερους χώρους στην ταλαιπωρημένη πρωτεύουσα να μοιάζει με περιττή πολυτέλεια. Μια δωρεάν βόλτα όμως στην Πνύκα, μια ματιά της Αθήνας από ψηλά, μια αγχολυτική βόλτα στον ελάχιστο ελεύθερο δημόσιο χώρο της ταλαιπωρημένης πόλης πείθει για το αντίθετο. Ισως στον δρόμο της επιστροφής, στην πεζοδρομημένη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, εμφανιστεί κάποιος μοτοσικλετιστής που έχει παρεξηγήσει το πόσο ελαστική είναι η έννοια των ελεύθερων χώρων. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 499, σελ. 54-58, 09/05/2010.