Κάποτε, ο Χάρολντ Μακ Μίλαν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μιας κυβέρνησης. «Τα γεγονότα,αγαπητό μου παιδί,τα γεγονότα!» ήταν η απάντηση του βρετανού πρωθυπουργού. Δεν ξέρω αν ο Καραμανλής γνωρίζει το απόφθεγμα αλλά, πάντως, το έχει δοκιμάσει στην πράξη: εδώ και τρεις μήνες, τα γεγονότα διέλυσαν την κυβέρνησή του.
Μετά την (γενναία, αλλά και αναπόφευκτη…) ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για το Βατοπαίδι, με την ελπίδα ότι οι εκδηλώσεις βίας στους δρόμους θα αντιμετωπιστούν επιτυχώς από τα Χριστούγεννα, με τον βραχνά της οικονομικής κρίσης πάνω από το κεφάλι του, ο Καραμανλής θα παίξει πλέον το τελευταίο του χαρτί, τον ανασχηματισμό.
Γιατί τελευταίο; Επειδή εδώ που έφτασε οφείλει να πείσει την κοινή γνώμη ότι η χώρα διαθέτει ακόμη Πρωθυπουργό, ότι εξακολουθεί να υπάρχει κυβέρνηση και ότι η κυβέρνηση αυτή μπορεί στοιχειωδώς να διευθύνει τα δημόσια πράγματα. Και επειδή, αυτή τη στιγμή, τίποτα από τα τρία δεν ισχύει.
Θέλω να σημειώσω ξανά το εξής: οι κυβερνήσεις ποτέ δεν πλήττονται αν κάνουν λάθη,αν παρουσιάζουν αδυναμίες,ακόμη κι αν διαπράττουν σκάνδαλα. Πλήττονται όταν δεν μπορούν να χειριστούν τα λάθη, τις αδυναμίες και τα σκάνδαλα. Πλήττονται όταν δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον βασικό λόγο ύπαρξής τους, που είναι η διακυβέρνηση του τόπου.
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ. Επιβιώνει μόνο και μόνο επειδή το πολιτικό μας σύστημα εί ναι συνολικά ένα σύστημα «ασθενών παραγόντων» κι ως εκ τούτου δεν υπάρχει κανείς αρκετά ισχυρός για να την εκτοπίσει. «Ασθενείς ηγεσίες,ασθενείς πλειοψηφίες,ασθενείς κυβερνήσεις» είναι το τρίπτυχο με το όποιο, όπως φαίνεται, θα ζήσει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Ακόμη κι έτσι, η λύση θα ήταν να αλλάξουμε κυβέρνηση. Και ίσως να ήταν λύση αν η ελληνική κοινωνία δεν ήταν τόσο βαθιά διχασμένη όσο τη δείχνει η δημοσκόπηση που δημοσιεύει σήμερα «Το Βήμα». Ξέρετε ποιος είναι ο πιο χαρακτηριστικός δείκτης αυτού του διχασμού; Στο ερώτημα «εσείς επιθυμείτε να αντέξει η κυβέρνηση και να εξαντλήσει την τετραετία ή να πέσει», το 46,1% θέλουν να πέσει και το 45,9% να αντέξει και να εξαντλήσει την τετραετία. Απίστευτη ισοψηφία!
Πόσο μακριά, όμως, μπορεί να βαδίσει μια διχασμένη κοινωνία; Και πώς μπορεί να διαχειριστεί τον διχασμό της, την ίδια στιγμή που τα επίπεδα της βίας εκτινάσσονται ανεμπόδιστα; Διότι εμένα δεν με προβληματίζει αν έχουμε ή δεν έχουμε «κοινωνική εξέγερση των νέων». Με προβληματίζει ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα ήθελαν να έχουμε. Και που κάνουν ό,τι μπορούν για να την υποκινήσουν. Που δεν αντιπαλεύουν μια πολιτική, αλλά που καταλύουν την κοινωνική συνοχή.
Με αυτούς τους ανθρώπους, λοιπόν, ποια είναι τα όρια της ανοχής και της συνύπαρξης; Πώς μπορούμε να βαδίσουμε μαζί, όταν μας χωρίζουν τα στοιχειώδη; Θέτω το ερώτημα με αγωνία. Χωρίς να διαθέτω απάντηση. Ή ίσως επειδή με τρομάζει η απάντηση που αυτονόητα προκύπτει.