ποπ κουλτούρα


Steve Turner


Α Hard Day’s Write (Οι ιστορίες πίσω από τα τραγούδια των Beatles)


Μετάφραση Σαμάνθα Κωνσταντέα, Εκδόσεις Bell, 2006, τιμή 29 ευρώ


Τον Ιανουάριο του 1969 το θρυλικό συγκρότημα των Μπιτλς βρισκόταν σε κατάσταση διάλυσης. Ωστόσο εκείνον ακριβώς τον μήνα ηχογραφήθηκε ένα από τα διασημότερα τραγούδια τους, το «Let it be». Το συνέθεσε ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ σε «κατάσταση απόγνωσης», όπως είπε. Ο Λένον περνούσε τον περισσότερο χρόνο του με τη Γιόκο Ονο, ο Τζορτζ Χάρισον δεν ενδιαφερόταν για το συγκρότημα, μάλιστα το είχε παρατήσει για ένα διάστημα, και ο Ρίνγκο Σταρ είχε φύγει για διακοπές. Ο Πολ προσπαθούσε να περισώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί. «Περνούσα τη δική μου “σκοτεινή” ώρα και αυτό το τραγούδι ήταν ένας τρόπος να ξορκίσω τα φαντάσματα» εξομολογήθηκε κάποτε. Πολλοί πιστεύουν ότι το «Let it be», ο ύμνος αυτός – ιδιαίτερα η επίκληση «mother Mary» – απευθύνεται στην Παρθένο Μαρία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη μητέρα του Πολ, που τη φαντάζεται να του παραστέκει. «Ενα βράδυ ονειρεύτηκα τη μητέρα μου» λέει ο ίδιος. «Είχε πεθάνει όταν ήμουν 14 χρονών και την έβλεπα για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Ηταν πολύ όμορφο και μου έδωσε δύναμη».


Ο Στιβ Τέρνερ, αρθρογράφος πολλών γνωστών μουσικών περιοδικών, ερεύνησε και βρήκε ποια ιστορία κρύβεται πίσω από κάθε τραγούδι των διάσημων Σκαθαριών. Μας την προσφέρει σε αυτό το λεύκωμα, το οποίο περιέχει πλήθος φωτογραφιών από την πολυτάραχη διαδρομή του διάσημου συγκροτήματος. Οσοι από τους παλαιότερους το διαβάσουν θα νιώσουν εκείνη τη γλυκόπικρη νοσταλγία που προκαλούν σήμερα τα τραγούδια. Οι νεότεροι θα πάρουν μια γεύση της ζωής που δημιούργησε το φαινόμενο Μπιτλς. Πάντως και οι μεν και οι δε θα αισθανθούν την ανάγκη να σιγοψιθυρίσουν ή να ακούσουν κάποια από τα αλησμόνητα τραγούδια των νεαρών από το Λίβερπουλ.


Αναστάσης Βιστωνίτης


κοινωνία


Βασίλης ΚουλαΪδής και Κώστας Δημόπουλος (επιμ.)


Ελληνική Νεολαία: όψεις κατακερματισμού


Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006, σελ. 212, τιμή 16 ευρώ


Ηέννοια της νεολαίας ούτε «φυσική» ούτε αυτονόητη είναι. Είναι μια κοινωνικο-πολιτισμική κατασκευή που διαφοροποιείται ιστορικά. Στην Ελλάδα η επιστημονική μελέτη της νεολαίας είναι μια μάλλον πρόσφατη υπόθεση, καθώς μόλις από τη δεκαετία του ’80 αρχίζει να συσσωρεύεται μια κρίσιμη μάζα μελετών. Οι περισσότερες από 25 εμπειρικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε αυτό το διάστημα επικεντρώνονται στην πλειονότητά τους στους μαθητές. Νέοι όμως δεν είναι μόνον οι μαθητές. Και γι’ αυτό είναι ενδιαφέρον που η έρευνα που διεξήχθη το 2003 από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο με υπεύθυνους τους διδάσκοντές του και παράλληλα καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Πελοποννήσου Βασίλη Κουλαϊδή και Κώστα Δημόπουλο καταπιάνεται επιπλέον με τους φοιτητές ΑΕΙ και ΤΕΙ, τους σπουδαστές σε ΙΕΚ και ΚΕΚ και τους εργαζομένους ως 25 ετών. Το δείγμα ήταν πανελλαδικό και αποτελείται από 799 άτομα που σχεδόν ισοκατανέμονται στις παραπάνω κατηγορίες.


Στην πλειονότητά τους οι σημερινοί νέοι, ενώ δηλώνουν ενδιαφέρον για την πολιτική, εμφανίζονται απληροφόρητοι, δυσαρεστημένοι και απαισιόδοξοι από το πολιτικό προσωπικό και τους πολιτικούς θεσμούς. Σε πλήρη αντίθεση, ως προς την οικονομία παρουσιάζονται όχι μόνο σαφώς καλύτερα πληροφορημένοι αλλά και περισσότερο αισιόδοξοι και ικανοποιημένοι. Πρόκειται για πλήρη ανατροπή που έχει επισυμβεί σε σχέση με την περίοδο της Μεταπολίτευσης και ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε η πολιτική συμμετοχή, η συλλογική δράση και οι κοινωνικές διεκδικήσεις χαρακτήριζαν τη νέα γενιά της εποχής. Οι ερευνητές παρατηρούν ότι έχει αλλάξει το αξιακό σύστημα που υποστηρίζει τις σχετικές αντιλήψεις και πρακτικές.


Σχετικά με την αγορά εργασίας εμφανίζεται μια ισχυρή τάση έκφρασης αισθημάτων δυσαρέσκειας και απαισιοδοξίας, η οποία γίνεται ανησυχητικότερη ακριβώς επειδή συνδυάζεται με καλή γνώση και μεγάλο ενδιαφέρον για τα σχετικά θέματα. Αυτό το εύρημα αντικατοπτρίζει ασφαλώς τη μεγάλη δυσκολία επαγγελματικής αποκατάστασης – ανάλογης των προσόντων της ή έστω αξιοπρεπούς – που βιώνει η σημερινή νέα γενιά, μολονότι διαθέτει καλύτερη μόρφωση και περισσότερες δεξιότητες από κάθε προηγούμενη. Προσωπικά βρήκα πάντως ένα άλλο πόρισμα ακόμη πιο ανησυχητικό, αν και όχι αναπάντεχο. Φαίνεται ότι για μια πραγματικά μεγάλη μερίδα νεολαίων ο πολιτισμός νοείται ως εμπορευματικό προϊόν και ταυτόχρονα η Παιδεία εκλαμβάνεται μονοδιάστατα ως εργαλείο, ως μέσο για εύρεση εργασίας.


Σωτήρης Βανδώρος


δημοσιογραφία


Alistair Cook


American Journey


Εκδόσεις Allen Lane (Λονδίνο), 2006, τιμή 20 στερλίνες


Χάρη σε μια περίεργη σύμπτωση ένα χειρόγραφο του βρετανού δημοσιογράφου Αλιστερ Κουκ των αρχών της δεκαετίας του ’40 για την αμερικανική ενδοχώρα στα χρόνια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε ξεχαστεί ως πρόπερσι σε ένα χαρτοκιβώτιο μαζί με κάποια άδεια πακέτα, μπορούμε σήμερα να το απολαύσουμε ως ένα μοναδικό σε περιγραφές ρεπορτάζ για το πώς αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί των Νότιων και Μεσοδυτικών Πολιτειών τις τεράστιες αλλαγές που προκάλεσε ο πόλεμος στην καθημερινή ζωή τους. Η χώρα μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από την οικονομική κατάρρευση των αρχών της δεκαετίας του ’30, ο ένας στους τέσσερις εξακολουθούσε να είναι άνεργος και η φτώχεια ήταν μεγάλη. Και ξαφνικά η Αμερική βρίσκεται σε πόλεμο. Κάποιοι πλούσιοι εξακολουθούν να λιάζονται στη Φλόριδα, αλλά καραβάνια ολόκληρα μετακινούνται από τον Νότο στο Μίσιγκαν και στο Νιου Τζέρσι, όπου εργοστάσια ξεπηδούν καθημερινά σαν μανιτάρια και «ζητούνται εργάτες κάθε ειδικότητας είτε ανειδίκευτοι». Υπάλληλοι από την Ουάσιγκτον με γεμάτα πορτοφόλια παρακινούν τους μαύρους της Αλαμπάμα και της Λουιζιάνας που φυτοζωούν σε ένα καλύβι να βάλουν κότες για να κάνουν αβγά γιατί «τα παιδιά μας στον στρατό χρειάζονται αβγά». Ενας – δύο μπορεί να αμφιβάλλουν στην αρχή, αλλά όταν για πρώτη φορά στη ζωή τους τους αναγνωρίζουν ότι είναι κι αυτοί αμερικανοί πολίτες και ότι μπορεί να έχουν λεφτά που δεν φαντάστηκαν ποτέ ο «ληθαργικός Νότος» παίρνει φωτιά.


Με χιούμορ, παρατηρητικότητα και άνετο γράψιμο το «ιερό τέρας» της βρετανικής δημοσιογραφίας, ο Αλιστερ Κουκ, γνωστός παγκοσμίως με τα σχόλιά του στα ιστορικά σίριαλ της αμερικανικής τηλεόρασης, δίνει το ανθρώπινο τοπίο της Αμερικής τη στιγμή του μετασχηματισμού του. Και εξηγεί, άθελά του ίσως, γιατί οι μαύροι και οι εργάτες της Αμερικής είδαν τον πόλεμο του 1941-1945 και όλους τους πόλεμους έκτοτε ως θείο δώρο. Ο πόλεμος τους έδωσε πολιτική και οικονομική οντότητα.


Στάθης Ευσταθιάδης


ιστορία


Χαρίλαος Θρ. Μηχιώτης


Δραματική Πορεία. Από την απελευθέρωση 1944 στην τραγωδία του Δεκέμβρη και στη Βάρκιζα


Εκδόσεις Κασταλία, 2006, σελ. 456, τιμή 27 ευρώ


Το ορόσημο του Δεκέμβρη δεσπόζει στην εμφύλια σύγκρουση στην οποία βυθίστηκε η χώρα μας μετά την αποχώρηση των ναζιστών. Το πόνημα του Μηχιώτη περιστρέφεται γύρω από μερικά βασανιστικά ερωτήματα, εκ των οποίων το βασικότερο είναι το εξής: Ο Εμφύλιος ήταν νομοτελειακά δρομολογημένος ή μπορούσε να αποτραπεί, υπό το πρίσμα των συγκυριών και του συσχετισμού δυνάμεων της εποχής; Ο συγγραφέας, όπως σημειώνει στον πρόλογό του, ξεκίνησε αυτή την εξιστόρηση παρακινούμενος από την επιθυμία του να ερευνήσει το θέμα, ώστε να ανακαλύψει την ιστορική αλήθεια «πέρα από όσα κατά την κρίσιμη εκείνη εποχή ήταν ορατά». Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται σε έναν πολυσέλιδο τόμο, όπου παρατίθενται πολλά ντοκουμέντα και αρχειακό υλικό, δημοσιεύσεις και προσωπικές αφηγήσεις και από τις δύο πλευρές αυτής της αιματηρής περιπέτειας. Ανατρέχοντας σε ντοκουμέντα της εποχής, ο Μηχιώτης μάς θυμίζει τις στρατηγικές προτεραιότητες του βρετανικού παράγοντα την παραμονή της πλήρους κατάρρευσης των Γερμανών για καθυπόταξη του ΕΑΜικού κινήματος, τις παλινωδίες του Γ. Παπανδρέου πριν από τη ματωμένη Κυριακή της 3ης του Δεκέμβρη 1944 στην πλατεία Συντάγματος και τα μεγαλεπήβολα οράματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για «αντεπίθεση» από την επομένη το πρωί, οπότε και η σύγκρουση γενικεύθηκε.


Το δόγμα Τρούμαν για «μη ανάκτηση του ελέγχου της χώρας αυτής από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ » απετέλεσε το σημείο αναφοράς όσων ακολούθησαν, με έκδηλη τη βρετανική δυσαρέσκεια από τις πρώτες στιγμές της απελευθέρωσης της Αθήνας. Γίνεται επίσης αναφορά στη στάση της Σοβιετικής Ενωσης, διά στόματος Στάλιν, ο οποίος εκμυστηρεύθηκε στον βούλγαρο ηγέτη Γκιόρκι Δημητρόφ: «Συμβούλευσα την Ελλάδα να μην αρχίσουν αυτόν τον αγώνα… Οι έλληνες σύντροφοι έκαναν βλακεία».


Δημήτρης Χουλιαράκης