Μια υπόθεση πολιτικής ιστορίας μετετράπη τελικώς σε μια ιστορία για αγρίους. Το 12τομο Αρχείο Καραμανλή άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για μια συνολική ιστορική εκκαθάριση που άλλοτε θυμίζει βραδυφλεγή διακανονισμό πολιτικών και προσωπικών λογαριασμών και άλλοτε μοιάζει με ερασιτεχνική απόπειρα προσωπικής ιστοριογραφίας. Οι αντιδράσεις των κατά περίπτωση «θιγομένων», από τον έκπτωτο μονάρχη ως τους πολιτικούς φίλους του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν κι αυτές στο ύψος του εγχειρήματος: περισσότερο προσπάθειες προσωπικής δικαίωσης και λιγότερο συνεισφορές στην αυθεντική καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας.


Τι επεδίωκε ο Κ. Καραμανλής με αυτήν την ογκώδη εκδοτική προσπάθεια; Αν το ζητούμενο ήταν να παραδώσει στις επόμενες γενεές την προσωπική αφήγηση μιας μακράς και λαμπρής πολιτικής σταδιοδρομίας, τότε έκανε κάτι σύνηθες για τις περισσότερες χώρες του κόσμου, εκτός από την Ελλάδα. Στη χώρα μας οι πολιτικοί που επιχειρούν να καταθέσουν μια προσωπική μαρτυρία για τα πράγματα που έζησαν αποτελούν μάλλον εξαίρεση παρά τον κανόνα.


Δεν είναι τυχαίο ότι καμία από τις μεγάλες φυσιογνωμίες της τελευταίας εκατονταετίας δεν άφησε πίσω της ολοκληρωμένο έργο Απομνημονευμάτων και αυτό είναι δυστύχημα. Ούτε ο Χαρίλαος Τρικούπης ούτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος ούτε ο Γεώργιος Παπανδρέου ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου… Ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ έγραψε μόνο τη «Δημοκρατία στο Απόσπασμα» (κυκλοφόρησε επί δικτατορίας), μια μορφή προσωπικής κατάθεσης για τις προδικτατορικές εξελίξεις. Τέτοιου τύπου τμηματικές καταθέσεις έχουν δημοσιεύσει ακόμη ο Αλέξανδρος Παπάγος για τον πόλεμο του 1940 («Ο Πόλεμος της Ελλάδος»), ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος κι άλλοι λιγότερο σημαντικοί πολιτικοί. Από τους νεοτέρους την πιο συνολική καταγραφή της πορείας τους έχουν κάνει ο Γεώργιος Ράλλης (σε τρία βιβλία) και ο Λεωνίδας Κύρκος. Παρά ταύτα, η πιο συνολική και εξόχως αποκαλυπτική προσωπική μαρτυρία πολιτικού παραμένει το «Ημερολόγιο» του Ιωάννη Μεταξά, το οποίο ασφαλώς δεν αποτελεί κλασική μορφή Απομνημονευμάτων.


Με άλλα λόγια, οι έλληνες πολιτικοί είναι εξαιρετικά φειδωλοί σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις και υπ’ αυτήν την έννοια το «εγχείρημα Καραμανλή» είναι καλοδεχούμενο. Στις ΗΠΑ, για να πάρουμε ένα παράδειγμα, σχεδόν δεν υπάρχει μεταπολεμικός πρόεδρος που να μην άφησε πλούσιο ή λιγότερο πλούσιο συγγραφικό έργο. Ο Χάρι Τρούμαν, ο Ντουάιατ Αϊζενχάουερ, ο Λίντον Μπ. Τζόνσον, ο Ρίτσαρντ Νίξον (με δύο διαφορετικά βιβλία, το 1978 και το 1990), ο Τζίμι Κάρτερ, ο Ρόναλντ Ρίγκαν, όλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αφηγήθηκαν την πολιτική σταδιοδρομία τους. Οι μόνοι που δεν έγραψαν κάποιας μορφής απομνημονεύματα είναι ο Τζον Φ. Κένεντι (προφανώς δεν πρόλαβε!) και ο Τζορτζ Μπους (αυτός μάλλον δεν πρόλαβε ακόμη!).


Και αυτό χωρίς να προσθέσει κανείς τις ατέλειωτες προσωπικές μαρτυρίες των συγγενών των προέδρων (από τη θυγατέρα Τρούμαν ως τη σύζυγο Μπους) και των στενότερων συνεργατών τους (από τα πολυδιαφημισμένα Απομνημονεύματα του Χένρι Κίσινγκερ ως το πολύ πιο ενδιαφέρον βιβλίο του Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα). Εχει κανείς την αίσθηση ότι η προσωπική αφήγηση των γεγονότων θεωρείται περίπου αυτονόητη υποχρέωση όχι μόνον όσων μπήκαν στον Λευκό Οίκο αλλά και όσων απλώς πέρασαν. Ο μελετητής της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας έχει σήμερα στη διάθεσή του τις μαρτυρίες όλων σχεδόν των βασικών πρωταγωνιστών της.


Το φαινόμενο ασφαλώς δεν είναι μόνο αμερικανικό και ούτε εξηγείται από την πανίσχυρη αμερικανική εκδοτική βιομηχανία. Υπακούει σε μια θεμιτή και καλοδεχούμενη διεθνή πρακτική την οποία υπηρέτησαν με τον λαμπρό τρόπο που γνωρίζουμε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Σαρλ ντε Γκωλ, ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν και ο Ζαν Μονέ, ο Λέον Τρότσκι και εν μέρει ο Φρανσουά Μιτεράν. Ο πολιτικός συνομιλεί με την υστεροφημία του, θέλει να διευκρινίσει πράξεις, αποφάσεις και κίνητρα, επιχειρεί να αφηγηθεί γεγονότα όπως αυτός τα έζησε, να δώσει περισσότερες εξηγήσεις για ορισμένα «ειδικά σημεία» της πολιτικής δράσης του ή της ζωής του γενικότερα. Ο Τζίμι Κάρτερ, για παράδειγμα, έγραψε ένα ειδικό βιβλίο για την υπόθεση των αμερικανών ομήρων στο Ιράν, μια υπόθεση που κατά πάσα πιθανότητα του στοίχισε την προεδρική εκλογή το 1980.


Θεμιτή και συνήθης, λοιπόν, η προσωπική μαρτυρία, αλλά με μια σημαντική υποσημείωση: η μαρτυρία δεν αποτελεί Ιστορία αλλά προσωπική καταγραφή των γεγονότων. Η Ιστορία θα τη συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλες μαρτυρίες, στοιχεία και παραμέτρους για να οδηγηθεί σε μια κρίση, η οποία σπανίως είναι κι αυτή τελεσίδικη. Αυτή τη στιγμή ξαναγράφεται σχεδόν εξαρχής η ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης (άρα και των πρωταγωνιστών της) με τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων. Αυτό, όμως, δεν στερεί σε τίποτε την αξία προσωπικής μαρτυρίας που έχει «Η ζωή μου» του Τρότσκι.


Για να επιστρέψουμε στα καθ’ ημάς, ο Κ. Καραμανλής δίνει απλώς τη δική του εκδοχή των γεγονότων του 1961, του 1963 ή του 1965. Αυτό δεν σημαίνει ότι γράφει την ιστορία του 1961, του 1963 ή του 1965.


Ολα αυτά θα ήταν απολύτως αυτονόητα, αδιαμφισβήτητα και ξεκάθαρα αν δεν είχε επιχειρηθεί να δοθεί στην προσωπική μαρτυρία του Κ. Καραμανλή μια μορφή Αρχείου. Αυτομάτως ο καχύποπτος αναγνώστης διαισθάνεται ότι επιχειρείται να ενδυθεί μια υποκειμενική μαρτυρία με το «επιστημονικοφανές» ένδυμα του Αρχείου. Οτι επιχειρείται, δηλαδή, να αναδειχθεί η προσωπική εκδοχή των πραγμάτων σε αδιαμφισβήτητο γεγονός. Και εδώ ακριβώς το Αρχείο Καραμανλή πάσχει.


Για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι δεν είναι αρχείο με την πραγματική έννοια του όρου: ένα αρχείο περιέχει πάσης φύσεως έγγραφα, τα οποία παρατίθενται επιστημονικώς ταξινομημένα. Σε ένα αρχείο δεν παρεισφρούν σχόλια, ερμηνείες, εξηγήσεις, παρά μόνο αυτές που καταγράφηκαν ως τέτοιες σε συγκεκριμένα έγγραφα τη στιγμή των γεγονότων.


Να πάρουμε ένα παράδειγμα. Η περίφημη συνάντηση Μολυβιάτη Κουτσόγιωργα της 8ης Μαρτίου 1985 (η οποία τεκμηριώνει κατά το Αρχείο Καραμανλή την «πολιτική απάτη» του Ανδρέα Παπανδρέου) στηρίζεται σε ένα σημείωμα του τότε γενικού γραμματέα της Προεδρίας Π. Μολυβιάτη. Ερώτημα: Πότε εγράφη το σημείωμα αυτό; Αμέσως μετά τη συνομιλία, δηλαδή πριν από την απόφαση της ΚΕ του ΠαΣοΚ να μην προτείνει την υποψηφιότητα Καραμανλή για την Προεδρία, ή αργότερα, όταν η απόφαση της ΚΕ του ΠαΣοΚ ήταν ήδη γνωστή; Αυτό δεν μας το λέει το Αρχείο Καραμανλή και, όπως αντιλαμβάνεται ο κάθε αναγνώστης, πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική λεπτομέρεια. Το ίδιο ισχύει και για πάσης φύσεως «σημειώματα» που έχουν παρατεθεί στο Αρχείο και συνήθως διατυπώνουν μια εκδοχή των γεγονότων. Είναι καταγραφές σύγχρονες των γεγονότων ή μεταγενέστερες;


Δεύτερον, διότι ένα αρχείο συγκροτείται κυρίως από πρωτογενές υλικό. Τα δημοσιεύματα εφημερίδων, για παράδειγμα ­ κι υπάρχουν τόσο πολλά στους 12 τόμους της «Εκδοτικής Αθηνών» ­, τυπικά δεν είναι μέρος του Αρχείου Καραμανλή αλλά του αρχείου των εφημερίδων απ’ όπου προέρχονται. Οποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ψάξει να τα βρει. Η παράθεσή τους θα είχε ένα νόημα αν είχαν συγκεντρωθεί ΟΛΑ τα δημοσιεύματα του Τύπου που αφορούν τον κάτοχο του Αρχείου. Αλλά κάτι τέτοιο ούτε έγινε ούτε θα μπορούσε να γίνει. Πρόκειται, λοιπόν, για επιλεκτική παράθεση δημοσιευμάτων του Τύπου. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή; Κανείς δεν μας το λέει και όλοι το μαντεύουμε.


Τρίτον, διότι ένα αρχείο ή δίνεται στη δημοσιότητα ολοκληρωμένο ή δεν δίνεται καθόλου. Σύμφωνα με τον επιμελητή της έκδοσης, καθηγητή κ. Κ. Σβολόπουλο, το Αρχείο Καραμανλή σεβάστηκε τον κανόνα της τριακονταετίας. Δεν περιέχει, δηλαδή, απόρρητα έγγραφα εφόσον δεν έχει παρέλθει τριακονταετία από τη συγγραφή τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα όλα τα απόρρητα έγγραφα όλης της περιόδου από το 1974 και μετά. Τι είδους Αρχείο Καραμανλή είναι αυτό;


Με άλλα λόγια, έχουμε στα χέρια μας ένα υβριδικό εκδοτικό εγχείρημα το οποίο δεν είναι ούτε αρχείο ούτε απομνημονεύματα ούτε ημερολόγιο. Είναι κάτι δικό του… Ασφαλώς και δεν στερείται σημασίας ή σπουδαιότητας. Και η σημασία του, όμως, και η σπουδαιότητά του υπόκεινται στις παραπάνω επιφυλάξεις και απορίες.


Γι’ αυτό άλλωστε οι αντιδράσεις που προεκλήθησαν είναι εν πολλοίς υπερβολικές. Ο Κ. Καραμανλής, έστω και με αυτήν την αδόκιμο και υβριδική μορφή, παρέδωσε σε δώδεκα τόμους τη «δική του εκδοχή των πραγμάτων». Δεν ήταν υποχρεωμένος να κάνει τίποτα ιδιαίτερο. Εδώ και σαράντα χρόνια δεκάδες ιστορικοί περνούν τον καιρό τους καταγράφοντας τις «ωραιοποιήσεις», τις «αποσιωπήσεις» ή και τις απλές ανακρίβειες που περιέχουν τα Απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ. Εξ όσων γνωρίζω, το Εργατικό κόμμα της Αγγλίας δεν έχει προβεί σε καμία επίσημη καταγγελία του περιεχομένου τους. Αν διαβάσει κανείς την αφήγηση του Γουότεργκεϊτ που υπάρχει στα απομνημονεύματα του Νίξον (κυρίως σε αυτά του 1978), θα νομίζει ότι μόλις προσγειώθηκε στη Γη από τον πλανήτη Αρη. Ο Μπεν Μπράντλι, ο μυθικός διευθυντής της «Ουάσιγκτον Ποστ» που απεκάλυψε το Γουότεργκεϊτ, περιορίστηκε να τη διακωμωδήσει στα δικά του Απομνημονεύματα. Και άλλωστε μια συγκριτική ανάγνωση των Απομνημονευμάτων του Χ. Κίσινγκερ και των Απομνημονευμάτων του Ανατόλι Ντομπρίνιν (του επί δεκαετίες πρέσβη της ΕΣΣΔ στην Ουάσιγκτον) θα πείσει τον καθέναν ότι η ίδια ακριβώς συνομιλία μπορεί να δημιουργήσει στους δύο συνομιλητές εντελώς διαφορετική εντύπωση.


Το ζήτημα είναι αν αμφισβητούνται γεγονότα, όχι η ερμηνεία τους. Και επ’ αυτού οι αντιδράσεις στο Αρχείο Καραμανλή δεν ήταν καθόλου διαφωτιστικές. Πόσο μάλλον που για την πιστοποίηση των πραγματικών περιστατικών λείπει αφάνταστα η προσωπική μαρτυρία του Ανδρέα Παπανδρέου, για να αναφερθούμε στα πιο πρόσφατα. Αυτή ακριβώς η έλλειψη είναι που δίνει στο «Αρχείο Καραμανλή» κι όλη τη σημασία του. Ο Α. Τσοχατζόπουλος έλεγε προ ημερών πόσο αρνητικό είναι το γεγονός ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν φρόντισε εν ζωή να διαλευκάνει ορισμένα κρίσιμα γεγονότα που τον αφορούσαν, πόσο ελάχιστα ασχολήθηκε με την υστεροφημία του. Και το έλεγε ειλικρινά, με μια αδιόρατη πίκρα. Ισως δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία για έναν μεγάλο πολιτικό από το να γράφεται η Ιστορία ερήμην του. Σε αυτό τουλάχιστον ο Κ. Καραμανλής δεν πρέπει να έχει κανένα παράπονο από τον εαυτό του. Προσέφερε μια ολοκληρωμένη εκδοχή των πραγμάτων που τον αφορούν, τη στιγμή όπου το Αρχείο Παπανδρέου παραμένει αναξιοποίητο σ’ ένα γραφείο του ΠαΣοΚ ή αναζητείται στις όχθες μιας ροζ πισίνας.