Μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά η δημιουργία ενός νέου κόμματος υπό τον κ. Δ. Αβραμόπουλο δεν αλλάζει ριζικά τα δεδομένα του πολιτικού μας συστήματος. Και αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, με το ισχύον εκλογικό σύστημα η παρουσία ενός τρίτου κόμματος δεν διαφοροποιεί ουσιαστικά τις προϋποθέσεις για την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας από το κόμμα που θα έλθει πρώτο στις εκλογές. Δεύτερον, η δημιουργία ενός νέου κομματικού φορέα υπό τον κ. Αβραμόπουλο μάλλον ενισχύει παρά αποδυναμώνει τον κεντρικό ρόλο του ΠαΣοΚ στο πολιτικό μας σύστημα αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή μας οι διάφορες δημοσκοπήσεις. Ασφαλώς η παρέμβαση ενός «τρίτου κόμματος» στις πολιτικές εξελίξεις υπόκειται σε πολλούς άγνωστους παράγοντες. Υπακούει όμως και σε μια σειρά σταθερές, με πιο χαρακτηριστικές αυτές που απορρέουν από το εκλογικό σύστημα αλλά και από τη διάρθρωση του εκλογικού σώματος. Ηδη οι εκλογολόγοι έβγαλαν από το συρτάρι τα παλιά μοντέλα· αυτά που είχαν επεξεργαστεί το διάστημα 1993-1995, όταν υπήρχε η αίσθηση ότι η Πολιτική Ανοιξη μπορούσε να προκαλέσει ρήγμα στον δικομματισμό. Τα μοντέλα έμειναν τότε αχρησιμοποίητα αλλά τώρα μπορούν να «βγάλουν τα λεφτά τους».
Κατ’ αρχάς οι εκλογές. Στο ΝΒΑ συνηθίζουν να λένε ότι «ο πρώτος είναι πρώτος, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα!». Υπό αυτή την έννοια το ελληνικό εκλογικό σύστημα θα μπορούσε θαυμάσια να το είχε φτιάξει ο Ντέιβιντ Στερν. Παρά τα όσα κατά καιρούς γράφονται, το σημερινό σύστημα έχει μια αδυσώπητη λογική: τη λογική του πρώτου κόμματος. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτό είναι το ευνοημένο.
Και όταν λέμε σε όλες τις περιπτώσεις εννοούμε σε όλες. Με ή χωρίς ισχυρό τρίτο κόμμα. Οσο και αν φαίνεται περίεργο, η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος ελάχιστα ή πολύ οριακά επηρεάζεται από την επίδοση του τρίτου.
Προφανώς δεν μπορούν να προβλεφθούν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί εκλογικών αποτελεσμάτων. Ξέρουμε όμως με σχετική βεβαιότητα ότι ο περίφημος «παράγων του 10% ή του 12%» που έχει κατά καιρούς συζητηθεί δεν ισχύει. Υπάρχουν μαθηματικά σενάρια σύμφωνα με τα οποία το πρώτο κόμμα παίρνει αυτοδυναμία έστω και αν το δεύτερο κόμμα ακολουθεί σε απόσταση μιας μονάδας, έστω και αν το τρίτο κόμμα προσεγγίσει ή υπερβεί κατά τι το 12%. Από εκεί και πέρα, βεβαίως, όσο περισσότερο παίρνει το τρίτο κόμμα είναι προφανές ότι η αυτοδυναμία του πρώτου δυσκολεύει, χωρίς πάντως να μπορεί να προσδιοριστεί από ποιο όριο και πάνω γίνεται αδύνατη.
Αυτή είναι η πλέον εμφανής λογική του εκλογικού συστήματος. Διότι υπάρχει και μια άλλη λογική, λιγότερο εμφανής αλλά εξίσου σημαντική: το εκλογικό σύστημα δεν ενισχύει απλώς το πρώτο κόμμα αλλά και αποδυναμώνει εξαιρετικά το δεύτερο. Σε αυτές τις συνθήκες μια πλειοψηφική συμμαχία δεύτερου και τρίτου κόμματος καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Και υπό αυτή την έννοια το σενάριο της «δικέφαλης Κεντροδεξιάς» (κατά το γαλλικό πρότυπο) πολύ δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει. Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: την περίπτωση μιας μείζονος, σχεδόν ακραίας επιτυχίας και του «κόμματος Αβραμόπουλου» και της ευρύτερης Κεντροδεξιάς. Η υποθετική κατανομή προκύπτει ως εξής:
Πρώτο κόμμα (ΠαΣοΚ), ποσοστό 36%, έδρες 139.
Δεύτερο κόμμα (ΝΔ), ποσοστό 34%, έδρες 103.
Τρίτο κόμμα (Αβραμόπουλος), ποσοστό 20%, έδρες 42.
Τέταρτο κόμμα (ΚΚΕ), ποσοστό 5%, έδρες 10.
Πέμπτο κόμμα (ΣΥΝ), ποσοστό 3%, έδρες 6.
Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ένα συνολικό 54% για την Κεντροδεξιά, ποσοστό ιστορικά απλησίαστο, που την οδηγεί στα ποσοστά του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974. Παρ’ όλα αυτά, η ΝΔ και το «κόμμα Αβραμόπουλου» δεν θα μπορούν να κάνουν μαζί κυβέρνηση αφού μετά βίας θα φθάνουν τους 145 βουλευτές. Η συμμετοχή του ΠαΣοΚ στην κυβέρνηση είναι σχεδόν υποχρεωτική προκειμένου να επιτευχθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι με αυτό το εκλογικό σύστημα το πρώτο κόμμα παραμένει ουσιαστικά ρυθμιστής της κατάστασης ακόμη και αν αποδυναμωθεί σημαντικά, ακόμη και αν είναι σχεδόν ισοδύναμο με το δεύτερο, ακόμη και αν χάσει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα δίνει μάλιστα σαφή απάντηση σε όσους πιστεύουν ότι η παρουσία ενός «κόμματος Αβραμόπουλου» μπορεί να οδηγήσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με τη ΝΔ. Κάτι τέτοιο μπορεί ασφαλώς να συμβεί αλλά μόνο στην περίπτωση που η ΝΔ είναι πρώτο κόμμα.
Από ποιους παίρνει ψηφοφόρους ο κ. Αβραμόπουλος
Αυτή τη στιγμή ουδείς μπορεί ασφαλώς να προβλέψει το εύρος και τη δυναμική του «κόμματος Αβραμόπουλου». Πόσο μάλλον που σε σχέση με τη ΔΗΑΝΑ του κ. Κ. Στεφανόπουλου, την ΠΟΛΑΝ του κ. Α. Σαμαρά ή το ΔΗΚΚΙ του κ. Δ. Τσοβόλα (για να αναφερθούμε σε παλαιότερες προσπάθειες δημιουργίας νέων κομμάτων) ο κ. Αβραμόπουλος εμφανίζεται πολύ πιο πολυσυλλεκτικός στις δημοσκοπήσεις.
Είναι αλήθεια ότι αυτό μένει να αποδειχθεί και στην πράξη. Και είναι επίσης αλήθεια ότι, αν αποδειχθεί κάτι τέτοιο, το «κόμμα Αβραμόπουλου» θα πρόκειται για ένα εντελώς καινούργιο φαινόμενο: ως τώρα, από το 1974 και εντεύθεν, όλα τα μικρότερα κόμματα προήλθαν σχεδόν αποκλειστικά από τη δεξαμενή ψήφων ενός μεγαλυτέρου.
Οι δημοσκοπήσεις που έχουμε στη διάθεσή μας (όλες οι δημοσκοπήσεις από το 1999 ως σήμερα με ερώτημα για το «κόμμα Αβραμόπουλου») συμφωνούν σε ένα πράγμα: ο κ. Αβραμόπουλος παίρνει από όλους αλλά δεν παίρνει από όλους το ίδιο.
Αν συνοψίσουμε τα συμπεράσματά τους προκύπτει ότι το «κόμμα Αβραμόπουλου» αποτελείται κατά 50%-60% από ψηφοφόρους της ΝΔ, κατά 25%-30% από ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ και κατά 10%-20% από ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, νέους ψηφοφόρους κτλ. Αυτά είναι ποσοστά που εμφανίζονται με μια σχετική σταθερότητα και μάλλον δεν υπάρχει περίπτωση να αμφισβητηθούν.
Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο κ. Αβραμόπουλος παίρνει δύο ψηφοφόρους από τη ΝΔ για κάθε έναν ψηφοφόρο από το ΠαΣοΚ. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει πόσους ψηφοφόρους θα πάρει τελικά αλλά είναι μάλλον δύσκολο να αλλάξει αυτή η αναλογία.
Το πιθανότερο, λένε οι ειδικοί, είναι να αποδειχθεί τελικά ακόμη δυσμενέστερη για τη ΝΔ. Ο λόγος; Οι ψηφοφόροι του ΠαΣοΚ έχουν μια τάση να εκδηλώνονται θερμότερα υπέρ του νέου κόμματος όχι επειδή πραγματικά θα το ψηφίσουν αλλά επειδή αντιλαμβάνονται ενδομύχως ότι θα κάνει μεγαλύτερη ζημιά στον αντίπαλο παρά στο δικό τους κόμμα.
Δεύτερο στοιχείο επιβαρυντικό για τη ΝΔ: η ψήφος Αβραμόπουλου είναι λογικά μια αστική ψήφος. Εκδηλώνεται δηλαδή στα αστικά κέντρα, εκεί όπου η ΝΔ έχει πρόβλημα .
Ας παραμείνουμε όμως στη σχέση δύο προς ένα. Αν αυτή η αναλογία ισχύσει, τότε σχεδόν εξανεμίζεται η πιθανότητα να έλθει η ΝΔ πρώτο κόμμα.
Ας πάρουμε ένα μετριοπαθές (σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις) σενάριο με το «κόμμα Αβραμόπουλου» να κυμαίνεται γύρω στο 7%-8%. Αυτό σημαίνει ότι θα πάρει περίπου πέντε μονάδες από τη ΝΔ, περίπου δυόμισι από το ΠαΣοΚ και τα υπόλοιπα από τους υπολοίπους.
Για να βγει η ΝΔ πρώτο κόμμα θα πρέπει να ισοσκελίσει τις επιπλέον απώλειές της προς τον κ. Αβραμόπουλο με απευθείας εισροές από το ΠαΣοΚ. Το ζήτημα δεν είναι απλό και αυτό επειδή το ΠαΣοΚ θα έχει ήδη απώλειες προς τον κ. Αβραμόπουλο, άρα ο χώρος των κυμαινόμενων ψηφοφόρων θα διεκδικείται πλέον όχι από δύο αλλά από τρία κόμματα.
Οσο περισσότερο ανεβαίνει σε ποσοστό ο κ. Αβραμόπουλος τόσο δυσκολότερο θα είναι το πρόβλημα για τη ΝΔ. Αν μείνει στο 7%, η διαφορά που θα πρέπει να καλυφθεί από το ΠαΣοΚ είναι δύο-δυόμισι μονάδες. Αν πάει στο 10%, η διαφορά θα υπερβεί τις τρεις μονάδες. Και αν προσεγγίσει το 12%, η ΝΔ χρειάζεται μια ευθεία εισροή από το ΠαΣοΚ που θα υπερβαίνει το 4% για να διεκδικήσει την πρώτη θέση· από ένα ΠαΣοΚ όμως το οποίο θα έχει ήδη απώλειες και προς τον κ. Αβραμόπουλο.
Τι σημαίνει αυτό; Απλός αριθμητικός υπολογισμός. Με τον κ. Αβραμόπουλο στο 10% θα πρέπει το ΠαΣοΚ να πέσει περίπου στο 36%-37% για να βγει η ΝΔ οριακά πρώτο κόμμα. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο εκτός κι αν το ΠαΣοΚ καταρρεύσει.
Θα καταρρεύσει όμως; Εδώ το ερώτημα που τίθεται είναι καθαρά πολιτικό και ζητεί μια πολιτική απάντηση. Η δημιουργία ενός νέου κόμματος οδηγεί λογικά σε μια ευρύτερη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Θα έχει ασφαλώς κάποιες γενικότερες παρενέργειες στους διάφορους πολιτικούς χώρους.
Σε ποιον χώρο αυτή η εξέλιξη θα ενεργοποιήσει τις περισσότερες φυγόκεντρες δυνάμεις; Στον χώρο της Κεντροαριστεράς ή στον χώρο της Κεντροδεξιάς; Σε αυτούς που αισθάνονται ότι η παρουσία του κόμματος Αβραμόπουλου τους ενισχύει ή σε αυτούς που θα πιστέψουν ότι τους αποδυναμώνει;
Σε αυτούς που θα εκτιμήσουν ότι εμπεδώνονται στην εξουσία ή σε αυτούς που θα θεωρήσουν ότι ο δρόμος τους για την εξουσία δυσχεραίνεται αφάνταστα; Η απάντηση προκύπτει αβίαστα αλλά αξίζει να κρατήσουμε την επιφύλαξη πρόκειται για απάντηση σε ένα εντελώς θεωρητικό ερώτημα.



