Από την επιτάχυνση της Ιστορίας στα όρια της Ευρώπης


Στην Ελλάδα, για να ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο μεγάλος ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ (ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και της New School for Social Research της Νέας Υόρκης) είχε όπως πάντα μαζί – στις αποσκευές του – τη ριζοσπαστική προσέγγισή του στην ιστορία των μακρών περιόδων και των βαθύτερων οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων. Ο άνθρωπος που – μετά την Εποχή των Επαναστάσεων, την Εποχή του Κεφαλαίου και την Εποχή των Αυτοκρατοριών – ανέλυσε τον 20ό αιώνα ως μια σύντομη (από τη Ρωσική Επανάσταση ως την πτώση του Τείχους του Βερολίνου) αλλά πυκνότατη Εποχή των Ακρων, ο άνθρωπος που και πανεπιστημιακά αλλά και ως μαχόμενος διανοούμενος παρακολούθησε την εξέλιξη των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κινημάτων τη μεταπολεμική περίοδο με την εμπειρία των ιστορικών καταβολών τους, βλέπει τώρα την επιτάχυνση των τεχνολογιών και κοινωνικών αλλαγών να μεταβάλλει το υπόβαθρο της ανθρώπινης εμπειρίας. Και, ουσιαστικά, τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η Ιστορία.


Συζητήσαμε μαζί του, με ανοιχτή agenda, στη Θεσσαλονίκη.





– Είχαμε –
μιλήσατε άλλωστε με τα βιβλία σας για αυτό – την Εποχή των Επαναστάσεων, ύστερα την Εποχή του Κεφαλαίου, ύστερα την Εποχή των Αυτοκρατοριών. Τώρα, για τι να μιλούμε; Για την εποχή της τεχνολογίας; Για την εποχή των ληστών και της βίας; Για την εποχή της νέας, της μίας αυτοκρατορίας;


«Ξέρετε, είχα συναντήσει δυσκολία για να δώσω έναν χαρακτηρισμό στον ήδη παρελθόντα εικοστό αιώνα, με όλα τα πολλαπλά και συχνά αντικρουόμενα χαρακτηριστικά που είχε. Γι’ αυτό τον ονόμασα «Εποχή των Ακρων«. Αν όμως έπρεπε να δώσω, τώρα, έναν – το κύριο, το βασικό χαρακτηριστικό εκείνου που ζούμε και που μας αφορά όλους, σε πλανητική κλίμακα – είναι η εκπληκτική και χωρίς προηγούμενο, ή σύγκριση, επιτάχυνση. Και της τεχνολογίας, που ήδη την μνημονεύσατε. Και των οικονομικών φαινομένων που περνούν μπροστά από τα μάτια μας σαν ταινία στο fast forward. Και των κοινωνικών μεταβολών που συσσωρεύονται…».


– Βέβαια, εκείνο που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η έκταση και το ανεπιφύλακτο της αποδοχής παρόμοιων μεταβολών. Και αυτό όχι μόνο σε κάποιες πλευρές ή γωνιές του κόσμου, αλλά παντού. H πλανητική αποδοχή της αστραπιαίας αλλαγής…


«Ωραία φόρμουλα! Εχει όντως σημασία και για τον ρυθμό της αλλαγής, αλλά και για την ομοιογένεια της διάχυσής της, η εύκολη αποδοχή της από τις κοινωνίες. Πάντως για μένα, το κεντρικό είναι η ίδια η επιτάχυνση των πραγμάτων: για να το πω αλλιώς, όσον αφορά την ενημέρωση σχετικά με το τι συμβαίνει, ο χρόνος έχει σχεδόν καταργηθεί. Αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία. Και εμποτίζει ολόκληρη την ανθρώπινη εμπειρία. Πάρτε το φαινόμενο εκείνο που ονομάσαμε, τελικά, παγκοσμιοποίηση. Το έχουμε δει και σε άλλες ιστορικές φάσεις, ασφαλώς το ζήσαμε καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο: τώρα όμως ο ρυθμός κινείται με ασύγκριτα μεγαλύτερες ταχύτητες. Και έτσι αλλάζει, από τα θεμέλιά της, την εικόνα και τη ζωή οικονομιών και κοινωνιών. Και, εν τέλει, των ίδιων των πολιτικών συστημάτων».


– Και αυτή η ταχύτητα, η βίαιη αλλαγή στους ρυθμούς της ιστορίας, πώς λειτουργεί για εσάς; Θετικά ή αρνητικά; Ή για να το πω λιγότερο ευθύγραμμα και απλοϊκά, τι υπερέχει: το προωθητικό ή το ξεθεμελιωτικό στοιχείο της αλλαγής;


«Και τα δύο, ας μην αυταπατώμεθα, συνυπάρχουν. H δυνατότητά μας να επηρεάσουμε αρνητικά, ακόμη και καταστρεπτικά, τις εξελίξεις γύρω μας είναι σήμερα εξαιρετικά μεγάλη: το είδαμε άλλωστε με τους πολέμους, με τις ανακατατάξεις των σχέσεων ισχύος. Που αλλάζουν τη φύση της ζωής των λαών, που προσδιορίζουν τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων.


– Πάντως, την ίδια στιγμή βλέπουμε άλλες δυνάμεις που θεωρούσαμε ότι ανήκουν στο παρελθόν να αναδύονται και πάλι. H βία, για να δώσω το πιο εμφανές και αναπόδραστο παράδειγμα. Ζούμε, θα ζήσουμε πάλι dark ages, χρόνια σκοτεινά, όπου η αδιαλλαξία και οι σύγχρονες εκδοχές της βίας – αν και οι αποκεφαλισμοί ομήρων δεν είναι τόσο σύγχρονη εμπειρία! θα οδηγούν την ιστορία;


«Ποσοτικά, βέβαια, υπήρξε μεγαλύτερη έκταση της βίας τον εικοστό αιώνα. Στα χρόνια μας ασφαλώς επικρατεί πάλι μεγαλύτερη βία γιατί υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη μας – αλλά υπάρχει και μεγαλύτερη επίγνωση της βίας επειδή έχουμε την ευχερέστερη ροή της πληροφόρησης. Που φθάνει σε κάθε άνθρωπο, παντού. Ξέρουμε όλοι τι γίνεται σε κάθε γωνιά του κόσμου. Για μένα το πιο σημαντικό είναι άλλο: στην Ευρώπη, πριν από διακόσια χρόνια, σε άλλα μέρη της υφηλίου τα τελευταία εκατό χρόνια, υπήρχε κατά κάποιον τρόπο ένα θεμελιώδες πλαίσιο για τη διακυβέρνηση και την οργάνωση της δημόσιας τάξης. Ενα πλαίσιο που το παρείχε το σε εδαφική βάση οργανωμένο σύγχρονο κράτος. Με σπάνιες εξαιρέσεις, αυτό το πλαίσιο οργάνωσης βασιζόταν σε εκείνο που ζήσαμε ως μονοπώλιο της βίας από το κράτος».


– Ή από παράγοντες που συνδέονται με το κράτος ή που τους ανέχεται να ασκούν τμήματα της βίας στο ίδιο το κράτος…


«Οντως, δεν ήταν παντού και πάντα μονολιθικό το μονοπώλιο της κρατικής βίας. Αυτή όμως ήταν η κεντρική ρυθμιστική δύναμη. Τώρα, τι ζούμε; Ζούμε μια βαθμιαία υποχώρηση της ικανότητας του κράτους να ασκήσει αυτήν τη λειτουργία του, πράγμα που αλλάζει βαθύτερα τα πράγματα».


– Ζούμε όμως και μια άρνηση εκ μέρους των ανθρώπων, των πολιτών – όπως τους ονομάζουμε – αυτής της κρατικής κυριαρχίας.


«Ακριβώς! Είναι και αυτή σημαντική διάσταση. Υπάρχει εσωτερική αμφισβήτηση αυτού του θεμελιώδους οργανωτικού πλαισίου, που αποτέλεσε το κράτος, ουσιαστικά από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Οι λόγοι είναι ποικίλοι. Πρώτα πρώτα, το κράτος και οι συνδεόμενοι με αυτό φορείς έχασαν το μονοπώλιο της φυσικής ισχύος. Στα τέλη του 20ού αιώνα, πάντως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η υφήλιος κατακλύστηκε από ευρύτατα διαθέσιμα, από εξαιρετικά επικίνδυνα αλλά και ιδιαίτερα φθηνά όπλα. Τεχνολογικά προηγμένα, πολύ αποτελεσματικά – ξέρετε τι δύναμη πυρός έχει ένας Stinger ή το ισοδύναμό του – και σαφώς μέσα στις οικονομικές δυνατότητες μικρών ομάδων ή και ατόμων.


Υστερα η παγκοσμιοποιημένη οικονομία δημιούργησε πελώριες συσσωρεύσεις κεφαλαίου. Θα μου πείτε ότι αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο στην ιστορία, αλλά και εδώ η κλίμακα και η γενικότητα του φαινομένου στην υφήλιο είναι μοναδικές. Εχουμε σήμερα ομάδες ανθρώπων, εταιρείες ή και άτομα, που αποκτούν υπέρογκους οικονομικούς πόρους. Υπάρχουν άτομα που κερδίζουν περισσότερα, που διαφεντεύουν περισσότερους οικονομικούς πόρους από ό,τι πολλά κράτη».


– Βέβαια, αυτοί οι πόροι δεν τους δίνουν πρόσβαση στο κρατικό μονοπώλιο της βίας, μάλλον επιρροή/leverage τους δίνουν…


«Τους δίνουν επιρροή, που μεταφράζεται μέχρις ενός σημείου σε ισχύ. Προσθέστε σε αυτό ότι δεν είναι πλέον κατά κυριολεξία πολίτες, δεν έχουν αποκλειστική βάση μέσα σε ένα από τα εθνικά κράτη που γνωρίζουμε ως τέτοια – τα ξεπερνούν. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που υπονομεύουν εκείνο που ήδη μνημονεύσατε: δηλαδή την υποχώρηση της ικανότητας των κρατών να ζητούν – και να εξασφαλίζουν – την αποδοχή των πολιτών τους, κερδίζοντας έτσι την ουσιαστική νομιμοποίησή τους. Ζούμε μια άρνηση των λαών να αναγνωρίσουν και να νομιμοποιήσουν την εξουσία».


– Αλήθεια, γιατί; Γιατί πλέον δεν αποδεχόμαστε το κράτος; Γιατί έχει χαθεί το ηθικό κύρος του κράτους, με ό,τι αυτό σημαίνει σε αποδοχή της επιβολής του; Σε δημοκρατίες και αυταρχικά καθεστώτα, δε…


«Εδώ ακριβώς, σε αυτό το τελευταίο, υπάρχει κάτι πολύ αξιοσημείωτο: η αποδοχή του κράτους μειώνεται σε Δύση και Ανατολή, σε φιλελεύθερα, σε αυταρχικά καθεστώτα, ως και σε δικτατορίες ακόμη. Το είδαμε το φαινόμενο σε φασιστικά κράτη και σε κομμουνιστικά κράτη – στη Λατινική Αμερική και στην Ανατολική Ευρώπη. Το βλέπουμε, σε μιαν άλλη εκδοχή, και στις ΗΠΑ. Γιατί; ρωτάτε. Δύσκολο να το περιγράψεις. Στη Δύση, τουλάχιστον, έχουμε μια κοινωνία της αφθονίας που επιτρέπει στα άτομα πράγματα που παλαιότερα δεν μπορούσαν να τα έχουν παρά μόνο μέσω συλλογικής δράσης ή με τη μεσολάβηση του κράτους. Εχουμε επίσης – μας το επισημαίνουν με φορτικότητα οι κοινωνιολόγοι αυτό – μιαν εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση. Οχι μόνο των μέσων παραγωγής ή της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά του ίδιου του τρόπου ζωής».


– Δηλαδή;


«Δηλαδή έχει υποχωρήσει πλέον αισθητά η ανάγκη του να ζουν οι άνθρωποι σε κάτι σαν κοινωνική δομή. Από δίπλα, αναπτύσσεται εκείνο που λέμε «αποπολιτικοποίηση». Στο γυμνάσιο, στα χρόνια που μαθαίναμε πως για τους Αρχαίους «ιδιώτης»-άνθρωπος – που ζούσε εκτός της «πόλεως», αργότερα έξω από το πλαίσιο που αποτελεί το εθνικό κράτος – είναι κάτι κακό, αφύσικο: μπορούσες να είσαι κοσμοπολίτης, αλλά μόνο περιθωριακές φιγούρες ζούσαν ως «ιδιώτες».


Το κράτος τα κατάφερε και έφθασε στο παράλογο – στη reductio ad absurdum του εαυτού του – στον 20ό αιώνα. Και έτσι οδήγησε το ίδιο στην απονομιμοποίησή του».


– Υπερβάλλοντας στην άσκηση της εξουσίας του;


«Καθήστε και σκεφθείτε μια στιγμή πώς ζητήθηκε από τους ανθρώπους να πολεμήσουν και να πεθάνουν – εκατομμύρια, δεκάδες εκατομμυρίων σε διάστημα δύο γενεών – μόνο και μόνο από αίσθηση υποχρέωσης προς ό,τι αντιπροσώπευε το κράτος. Ξεχύνονταν κατά μυριάδες από τα χαρακώματα και βάδιζαν προς τον θάνατο στον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκατομμύρια Γερμανοί και Ρώσοι στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο σκότωσαν και σκοτώθηκαν. Γιατί πίστεψαν. Οπως και αν το κάνουμε, υπήρχαν όρια στο τι μπορούσε να απαιτήσει από τους ανθρώπους το κράτος – και τα όρια αυτά τα έφθασε στον 20ό αιώνα».


– Κακό ή καλό, αυτό; Οτι φθάσαμε στα όρια, εννοώ.


«Δεν μιλάω αξιολογικά. Περιγράφω τι συνέβη. Και αυτό ήταν που συνέβη: απομακρύνθηκαν οι πολίτες από το κράτος, αποστασιοποιήθηκαν από τη συλλογική δράση. Και αυτό είναι επικίνδυνο πράγμα».


– Γιατί;


«Διότι ανοίγει τον δρόμο είτε προς την αναρχία είτε προς αυταρχισμούς και δικτατορίες – πάντως προς αρνητικές πολιτικές εξελίξεις».


– Ταυτόχρονα όμως βρήκαμε αποτελεσματικότερους, χειρουργικούς, σχεδόν αναίμακτους τρόπους να σκοτώνουμε και να επιβάλλουμε τη βούλησή μας. Οι Αμερικανοί διαπρέπουν σε αυτήν την εκδοχή επιβολής της ισχύος: Ιράκ, Αφγανιστάν, πάλι τώρα Ιράκ. Νέα μορφή κρατικής ισχύος, νέα αυτοκρατορία;


«Να αμφισβητήσω πρώτα το αναίμακτο. Είναι αλήθεια πως σε απόλυτους αριθμούς οι σφαγές έχουν υποχωρήσει σε σχέση με του 20ού αιώνα. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μπορεί να είχαμε «μικρούς» μόνο πολέμους, πολέμους μεταξύ μεγάλων και μικρών με περιορισμένο αριθμό νεκρών και τοπικά περιορισμένη καταστροφή – αλλά στο κλείσιμο του αιώνα ζήσαμε και γενοκτονίες και μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Στην Αφρική, ακόμη και στην Ευρώπη. Διάβαζα τα στοιχεία της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες: το έτος 2000, ξέρετε με πόσους πρόσφυγες ασχολούνταν;».


– Πέντε εκατομμύρια;


«Είκοσι τρία εκατομμύρια! Αν λοιπόν προσθέσω τη διαταραχή των ανά την υφήλιο τοπικών πολέμων, φθάνουμε σε μια κλίμακα απολύτως συγκρίσιμη με ό,τι συνέβαινε στην Ευρώπη το 1945. Διάλυση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων – και αυτό χωρίς να υπάρχει ούτε η απόσταση ούτε η άγνοια ούτε η σιωπή παλαιότερων εποχών».


– Και τι γίνεται με τις ιδεολογίες; Κάποια στιγμή υπήρξε η προσδοκία ότι θα σταματούσαν – αν μη τι άλλο – να παίζουν τον ρόλο του προσανάμματος στις φωτιές του πολέμου και της καταστροφής. Τώρα, τι βλέπουμε; Ιδεολογίες ακόμη και με θρησκευτικό/αρχέγονο υπόστρωμα έρχονται στην επιφάνεια με εκρηκτικό τρόπο…


«Ασφαλώς, έχουμε τις ιδεολογίες στο προσκήνιο, και μάλιστα ιδεολογίες με θρησκευτικές ρίζες. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο ισλαμιστικό φαινόμενο, καθώς ανάλογα μας έρχονται και από τις ΗΠΑ. Μπορεί να μην αναγνωρίζουμε το κλίμα που επικρατεί εκεί ως ιδεολογία θρησκευτική, επειδή στη σκέψη μας έχει επικρατήσει ένα διαφορετικό, κοσμικό/secular πνεύμα: εκατομμύρια όμως Αμερικανών πιστεύουν βαθύτερα πως φθάνει η ώρα του Αρμαγεδδώνα, λειτουργούν σε ομάδες θρησκευτικού φανατισμού με πολιτικό «παρών». Πρόκειται για επικίνδυνη κατάσταση. Χωρίς αντίβαρο, αυτή τη στιγμή. Δεν είναι μόνο η δύση του κομμουνιστικού συστήματος, είναι προπαντός η εξασθένηση όλων των ιδεολογιών που προήλθαν από τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα.


Ας παρακολουθήσουμε, προσεκτικά, τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, τι αναδύθηκε; Ολο και περισσότεροι άνθρωποι ψηφίζουν για κάτι που ουσιαστικά θεωρούν «αρνητική ουτοπία». Οι πιο φανατικοί οπαδοί του προέδρου Μπους νιώθουν σαν χαμένοι, οι losers της σύγχρονης κοινωνίας, αισθάνονται να έχουν μείνει «απ’ έξω». Και προσβλέπουν στην επιστροφή σε μια ουτοπία του παρελθόντος. Αυτήν την ταυτίζουν με την πίστη στον Θεό και, παράλληλα, με κάποια περίεργη επιστροφή στο πνεύμα της Αμερικανικής Επανάστασης».


– Οι χαμένοι της κοινωνίας, οι χαμένοι της σύγχρονης εποχής…


«Αναπτύσσουν μια σειρά αρνητικά αντανακλαστικά, εναντίον των πλουσίων, εναντίον των ξένων. Μέσα από λογικές απελπισίας καταλήγουν σε φανατική υποστήριξη ακραίων πολιτικών στάσεων και τοποθετήσεων έναντι του διεθνούς συστήματος, όπως εκείνες που αναδύονται με την πολιτική Μπους».


– Και τι θα λέγατε για τους άλλους, μεγάλους χαμένους της Ιστορίας; Θα σας την έχουν απευθύνει συχνά την ερώτηση: «Πέθανε πλέον ο Μαρξισμός;». Πέρασε πλέον η εποχή όπου χτίζονταν σε τέτοια βάση συλλογικότητες;


«Είναι πια φανερό ότι η λογική του 19ου και του 20ού αιώνα, οπότε οικοδομούνταν μαζικά κινήματα αφοσιωμένα στον συνδυασμό δημοκρατίας και σοσιαλισμού, η εποχή των μαζικών κομμάτων, σίγουρα η εποχή του κομμουνιστικού κινήματος, έχουν σβήσει. Οχι παντού στον κόσμο: δείτε τι συμβαίνει στη Βραζιλία, είναι κάτι πολύ κοντινό με εκείνο που γνώρισε η Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ενα μαζικό, λαϊκό κίνημα, με κοινωνικές διεκδικήσεις που στηρίζουν τη δημοκρατία: μην ξεχνούμε ότι, στη Βρετανία, η μόνη φορά που υπήρξε γενική απεργία ήταν για την ψήφο – για την καθολική ψηφοφορία.


Από την άλλη, η σοσιαλδημοκρατία συνολικά διατήρησε την εμβέλειά της αποτελεσματικότερα. Πρώτα πρώτα, λόγω του κοινωνικού κράτους, το οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται ότι χρειάζονται. Υστερα – τουλάχιστον στην Ευρώπη – εκτός από τη σοσιαλιστική φύτρα, υπάρχει και η χριστιανική κοινωνική παράδοση, που την είδαμε για παράδειγμα να αναμορφώνει τη μεταπολεμική/μεταναζιστική Γερμανία.


Μένουν, λοιπόν, στοιχεία κοινωνικά όσο και αν η παγκοσμιοποίηση της ελεύθερης αγοράς τα απωθεί. Κατά τη γνώμη μου, οι κοινωνίες δεν θα αγνοήσουν εύκολα ότι η οικονομία δεν μπορεί να είναι ο μόνος στόχος του ανθρώπου».


– Αλήθεια, στη δική σας σκέψη υπάρχει εκείνο που λέμε «Ευρώπη»;


«H Ευρώπη είναι μια πραγματικότητα. Ανεξάρτητα από το πώς δημιουργήθηκε, αποτελεί πλέον ουσιαστικό οικονομικό συντελεστή σε πλανητικό επίπεδο. Δεν πιστεύω όμως πως έχει να παίξει κάποιον πολιτικό ρόλο, δεν έχει σχηματίσει κάποιου είδους πολιτική ή στρατιωτική ενότητα. Αυτό δεν πρέπει να μας αποκρύπτει την ύπαρξη στενής οικονομικής ενοποίησης, η οποία μάλιστα συνοδεύεται και συμπληρώνεται από μιαν ενιαία, έννομη τάξη με ιδιαίτερη σημασία. Ως εδώ, όμως. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει αξιοσημείωτη εξέλιξη προς την κατεύθυνση εκείνου που, με διάφορες μορφές, χαρακτηρίζεται ως πολιτική ενοποίηση».


– Και τι θα λέγατε σχετικά με τα σύνορα της Ευρώπης; Εχει σύνορα, όρια το ευρωπαϊκό εγχείρημα; Πού χαράσσονται – σκέφτομαι ιδίως την υπόθεση της Τουρκίας.


«Είναι παράλογο να μιλούμε για μιαν Ευρώπη που θα ανοίξει σε σημείο να περιλάβει την Τουρκία, αλλά δεν έχει ανοίξει για τη Ρωσία. Δεν υπάρχει λογική – ούτε πολιτιστική ούτε ιστορική ούτε πολιτική – που να ενσωματώνει στην Ευρώπη την Αγκυρα και να αφήνει έξω τη Μόσχα! Τα πράγματα είναι εν τέλει απλά».


– Τελικά, η πολιτιστική εγγύτητα παίζει για εσάς μεγαλύτερο ρόλο από τις οικονομικές δυνάμεις ή τις πολιτικές ισορροπίες;


«Οσον αφορά τις πολιτικές ισορροπίες, στην Ευρώπη στηρίχτηκαν σε ένα σύστημα εθνικών κρατών: αυτό πλέον έχει υποχωρήσει. Οι μεταπολεμικές δεκαετίες και η οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, άλλαξαν αυτή την πραγματικότητα».


– Και τι, εν τέλει, δημιούργησαν πολιτικά;


«Θα έλεγα, ένα αντίβαρο. Ενα αντίβαρο στην παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο σύστημα. Οχι όμως μιαν αντίθετη ηγεμονία: η ηγεμονία δεν ταιριάζει στην Ευρώπη! Πάντως, όλα αυτά που συζητούμε έχουν τελικά μικρότερη σημασία, αν ιδωθούν μέσω της ιστορικής προοπτικής, από όσο η μαζική μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατέχω, νωρίτερα από το 2050 η Κίνα θα έχει ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μεγαλύτερο από των Ηνωμένων Πολιτειών…».


– Καλό ή κακό, κάτι τέτοιο;


«Πέρα από το καλό και το κακό! Απλώς, ας συνειδητοποιήσουμε – μιαν ακόμη φορά, στην ανθρώπινη ιστορία – ότι όσα θεωρούμε κοινωνικές και οικονομικές σταθερές πάντα αλλάζουν».