ΟΓΔΟΝΤΑ χιλιάδες τόνους ζυμαρικών κατανάλωσαν οι έλληνες το παρελθόν έτος, «κατακτώντας» έτσι τη δεύτερη θέση ανάμεσα στους μεγαλύτερους ευρωπαίους… μακαρονάδες. Η χώρα μας κατέχει τη δεύτερη θέση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στην ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση ζυμαρικών. Αυτή ανέρχεται σε 8 κιλά ζυμαρικά ετησίως, ενώ οι Ιταλοί καταναλώνουν τριπλάσια ποσότητα. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις της εταιρείας ερευνών Amer Nielsen Research, το 1995 οι Ελληνες ξόδεψαν για την αγορά ζυμαρικών το συνολικό ποσό των 36 δισεκατομμυρίων δραχμών.
Η αγορά ζυμαρικών κινήθηκε με ελαφρά πτωτικές τάσεις κατά το παρελθόν έτος. Αυτό έγινε σε βάρος των λιανικών τιμών και προς όφελος φυσικά των καταναλωτών. Η ελαφρά κάμψη των λιανικών τιμών είχε ως συνέπεια η αύξηση της κατανάλωσης να μη «μεταφραστεί» σε ανάλογη αύξηση του συνολικού τζίρου. Τη χρονιά που πέρασε οι εταιρείες έκαναν συνεχείς προσφορές προς τους καταναλωτές, προσπαθώντας έτσι να διατηρήσουν αν όχι να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς τους.
Ενώ όμως σε επίπεδο παραγωγικών επιχειρήσεων δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές στην ανακατανομή των μεριδίων, στις σχέσεις προμηθευτριών εταιρειών (βιομηχανικές και εισαγωγικές εταιρείες) και επιχειρήσεων λιανεμπορίου υπήρξαν ραγδαίες αλλαγές. Τα σουπερμάρκετ ενίσχυσαν τη διαπραγματευτική θέση τους έναντι των προμηθευτριών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι περίπου το 70% των συνολικών πωλήσεων ζυμαρικών πραγματοποιήθηκε στα σουπερμάρκετ και στα υπερκαταστήματα.
Οι συνεχείς προσφορές σε επίπεδο τιμών αλλά και η αύξηση του μεριδίου των own label προϊόντων (προϊόντα που φέρουν την επωνυμία των σουπερμάρκετ) είχαν ως συνέπεια να υπάρξουν σημαντικά εμπόδια στην αθρόα εισαγωγή ιταλικών προϊόντων. Ο έλληνας καταναλωτής προτιμά τα φθηνότερα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Παρ’ όλα αυτά οι συνεργασίες ιταλικών και ελληνικών επιχειρήσεων έχουν αισθητά αποτελέσματα. Η είσοδος ιταλικών επιχειρήσεων στην ελληνική αγορά έχει διαμορφώσει μια νέα τάξη πραγμάτων και έχει διαφοροποιήσει σημαντικά τα μερίδια αγοράς. Οι Ιταλοί έχουν προσφέρει σημαντική τεχνογνωσία στην εγχώρια παραγωγή και στην εμπορική πολιτική των επιχειρήσεων (διαμόρφωση τιμών προσφορών κλπ.). Ωστόσο οι αμιγώς ελληνικές εταιρείες, έχοντας εξασφαλίσει ένα σημαντικό επίπεδο τεχνογνωσίας, κατορθώνουν να διατηρούν μεγάλο τμήμα της αγοράς.
«Οι ελληνικές βιομηχανίες ζυμαρικών έχουν άρτια επιχειρηματική οργάνωση ενώ στο σύνολό της η εγχώρια παραγωγή ζυμαρικών είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς κλάδους της βιομηχανίας τροφίμων», λέει ο κ. Θ. Χαραλαμπόπουλος, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Βιομηχάνων Ζυμαρικών. «Οι περισσότερες επιχειρήσεις», συνεχίζει ο κ. Χαραλαμπόπουλος, «καταβάλλουν προσπάθειες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέας τεχνολογικής εξέλιξης». Και η αλήθεια είναι ότι τα εγχωρίως παραγόμενα ζυμαρικά είναι άριστης ποιότητας, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας της ελληνικής πρώτης ύλης σκληρό σιτάρι και σιμιγδάλι , που είναι εφάμιλλα ή και ανώτερα των ξένων, κυρίως ιταλικών και γαλλικών.
Παρά τον έντονο ανταγωνισμό που δέχονται οι βιομηχανίες ζυμαρικών κατά τη διάθεση των προϊόντων μακαρονοποιίας τόσο στο εσωτερικό λόγω της εισαγωγής ζυμαρικών κυρίως από την Ιταλία όσο και στο εξωτερικό, κατόρθωσαν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να αναπτυχθούν. Ορισμένες εξ αυτών άρχισαν να υλοποιούν συγκεκριμένα επενδυτικά προγράμματα, που έχουν ενταχθεί στις διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου (1892/90). Ειδικότερα οι βιομηχανίες ζυμαρικών Μίσκο ΑΕ και Μέλισσα – Αλ. Κίκιζας ΑΕΒΕ προέβησαν στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και του μηχανολογικού τους εξοπλισμού. Οι βιομηχανίες ζυμαρικών STAR – Αφοί Θ. Χαραλαμπόπουλοι ΑΕ και ΜΑΚΒΕΛ ΑΕ θα κατασκευάσουν νέα σύγχρονα εργοστάσια ζυμαρικών, η μεν πρώτη μεταφερόμενη από την Ελευσίνα στην Κομοτηνή, η δε δεύτερη από τη Θεσσαλονίκη στο Κιλκίς. Ενώ και οι υπόλοιπες βιομηχανίες καταβάλλουν προσπάθειες για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό τους.
«Οι βιομηχανίες ζυμαρικών που λειτουργούν σήμερα στη χώρα μας», λέει ο κ. Χαραλαμπόπουλος, «καλύπτουν τις ανάγκες τόσο της εσωτερικής καταναλώσεως όσο και κάποιων ξένων αγορών, έχουν δε την ικανότητα να καλύψουν και νέες ζητήσεις μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων εκσυγχρονισμού τους».
Ας δούμε, όμως, πώς διαμορφώνονται τα μερίδια αγοράς των μεγαλυτέρων επιχειρήσεων. Σε ό,τι αφορά την κατ’ όγκον κατανομή των μεριδίων, η «Μίσκο» αποσπά τη μερίδα του λέοντος καθώς το ποσοστό της ξεπερνά το 32%. Τη δεύτερη και τρίτη θέση κατέχουν τα ζυμαρικά «Μέλισσα» και «Στέλλα», με ποσοστό 18% και 17,9% αντίστοιχα. Ακολουθούν τα μακαρόνια «Ηλιος» με 8,4%, «Αβέζ» 8%, «Κορώνα» 5,8%, «Barilla» 4,5% και τα «Star» με 2,5%. Αντιστοίχως σε ό,τι αφορά τα μερίδια αγοράς σε αξία, αυτά διαμορφώνονται περίπου στα ίδια επίπεδα με τα κατ’ όγκον με μόνη διαφορά την αύξηση μεριδίου της «Μίσκο» και την πτώση του μεριδίου της «Στέλλα».
Τα μερίδια αγοράς υπολογίζεται ότι θα παραμείνουν αμετάβλητα και κατά το τρέχον έτος. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καθεστώς των προσφορών θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους αν και από κάποιες πλευρές διατυπώνεται η θέση ότι αυτό πρέπει να σταματήσει να ισχύει από τον προσεχή Σεπτέμβριο. Η πραγματοποίηση μιας τέτοιας συμφωνίας θα ευνοήσει, όπως υποστηρίζουν στελέχη αμιγώς ελληνικών εταιρειών, κυρίως τα ελληνικά προϊόντα καθ’ όσον οι τιμές τους δεν θα είναι πολύ υψηλότερες των σημερινών.
Ενα από τα σημαντικότερα γεγονότα που προβλέπεται να διαφοροποιήσει την εν λόγω αγορά και κυρίως να επηρεάσει τα μερίδια αγοράς των εταιρειών είναι το «πάντρεμα» δύο αμιγώς ελληνικών επιχειρήσεων της «Στέλλας» και του «Ηλιου». Οι δύο αυτές επιχειρήσεις ενοποίησαν από τις 16 Μαρτίου 1996 τα δίκτυα διανομής τους. Η πενταετής αυτή συμφωνία δίνει σημαντικό προβάδισμα στη «Στέλλα» καθώς με τα νέα δεδομένα θα εκπροσωπεί ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του μεριδίου αγοράς ζυμαρικών, ενώ όπως υποστηρίζουν στελέχη και των δύο αυτών εταιρειών η συνεργασία αυτή θα ισχυροποιήσει τη θέση των δύο εταιρειών στα πλαίσια του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά της Ενωμένης Ευρώπης.



