Η κυριαρχία της γυναίκας Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο διάσημος φωτογράφος άρχισε να φωτογραφίζει γυμνά, αυτό θεωρήθηκε μοντέρνο ατόπημα ανδρικής φαντασίωσης και ακόμη υπολανθάνουσα συνουσία ανάμεσα στον προτεταμένο φακό του φωτογράφου και στις τονισμένες γυναικείες καμπύλες και κοιλότητες



Αρκεί να δούμε την έκθεση με τίτλο «Us and Them» που παρουσιάζεται στο Maison Europeenne de la Photographie ως τις 29 Αυγούστου, στο Παρίσι, για να αντιληφθούμε το ερωτικό παιχνίδι κάτω από την πορνογραφική επιφάνεια, την επίπονη διαδικασία της κατάκτησης μιας γυναίκας πίσω από το εύκολο «ρίξιμο» των πολλών που του προσφέρει το glamour επάγγελμά του. Και εντέλει την ερωτική ανάγκη και τους κρυφούς πόθους, την αλήθεια και το δέος που προβάλλει και προκαλεί η αρχέγονη γυναίκα του Κουρμπέ μπροστά στην οποία αυτοφωτογραφίζεται.


Στις περίπου 150 φωτογραφίες ­ οι περισσότερες από τις οποίες είναι ανέκδοτες ­ οι θεατές ζουν τη διαδρομή ενός έρωτα σε κοινή φωτογράφηση, ανάμεσα στον φωτογράφο και στη γυναίκα του, επίσης φωτογράφο και πρώην ηθοποιό και ζωγράφο, Αλις Σπρινγκς. Το υλικό αυτών των φωτογραφιών διαθέτει την ακατέργαστη ματιέρα εικόνων και συναισθημάτων ενός οικογενειακού λευκώματος φωτογραφιών και εδώ εντάσσονται οι φωτογραφίες του «Us» («Εμείς»). Διανθίζεται από μια σειρά φωτογραφιών με τίτλο «Them» («Αυτοί»), όπου περιλαμβάνονται φωτογραφίες φίλων και διασημοτήτων, μαρτυρία της κοινωνικής ζωής και του επαγγέλματος.


Το κύριο ενδιαφέρον ασφαλώς βρίσκεται στο «Εμείς». Αφενός γιατί ανατρέπει τα ως τώρα στοιχεία σημειολογικής προσέγγισης των φωτογραφιών του Νιούτον και αφετέρου γιατί ο φωτογράφος μάς αποκαλύπτει τη δική του αρχέγονη γυναίκα, τη μοναδική, την οποία φωτογραφίζει με τη ρωμαλέα σωματική χάρη που φωτογράφιζε η Λένι Ρίφενσταλ και την εκπληκτική δύναμη των πορτρέτων του Αύγουστου Σάντερ. Και επιτέλους ο Χέλμουτ Νιούτον αποκαλύπτεται ως ένας δημιουργός με δύναμη και διάρκεια, πέρα από τις εφήμερες σελίδες των περιοδικών μόδας και lifestyle.


Ο Χέλμουτ Νιούτον εμφανίζεται ως ένας αμφιλεγόμενος δημιουργός και όχι απλά ως εικονογράφος ανδρικών φαντασιώσεων, όπως τον καταδίκασαν οι γυναικείες οργανώσεις. Στο οικογενειακό του λεύκωμα συμπεριλαμβάνονται συναισθήματα που εξαγνίζουν και επεξηγούν το νεομπαρόκ και ποπ στυλ και ύφος, «ποιότητες» τις οποίες κόλλησαν σαν εξάνθημα στην αστραφτερή δουλειά που παρήγε για τα περιοδικά μόδας. Θα τολμήσει αυτός ο υμνητής της αγέραστης διαφημιστικής σάρκας να τυπώσει στο αρνητικό του φιλμ τη φθαρμένη ύλη του σώματος της Αλις Σπρινγκς, τα ράμματα και τις ουλές της ιατρικής επεμβάσεως, τον πόνο της, τον ύπνο της, την τρυφερή παράδοσή της.


Οι φωτογραφίες της Αλις Σπρινγκς από τον Χέλμουτ Νιούτον αποτελούν την επιτομή της γυναίκας, της γυναικείας ύλης και του πνεύματος, χωρίς τις περιττές επαγγελματικές συμβάσεις και ασυμβατότητες. Οι γυναίκες που φωτογράφιζε ο Νιούτον ήταν αρχιτεκτονήματα τοποθετημένα σε βάσεις ­ τα ψηλά τακούνια πάνω στα οποία μονίμως βρίσκονταν, ως μνημεία συλλογικής ερωτικής μνήμης. Περνώντας από τη συλλογική στην ατομική μνήμη αποκαλύπτει τις δικές του εσωτερικές ανάγκες ως άνδρα και ως φωτογράφου, ως κατακτητή και κατακτημένου. Η τέχνη τής πολλαπλά κοπιαρισμένης ηδονής, την οποία παρήγε μέσα από τον ηδονοβλεπτικό φακό του εμπορικού φωτογράφου, μεταστοιχειώνεται σε ηδονή του έρωτα. Το σώμα της Αλις Σπρινγκς ομιλεί, δεν δείχνει, και έτσι αποκτά τον πολιτισμό του σώματος που έχει χαθεί στα διαφημιστικά κλισέ εφήμερης κατανάλωσης.


Η επίδοξη ηθοποιός Αλις Σπρινγκς γνώρισε τον Νιούτον στην Αυστραλία όπου ο φωτογράφος μετανάστευσε το 1940. Παντρεύτηκαν το 1947 και παραμένουν παντρεμένοι για παραπάνω από 50 χρόνια. Στην πορεία της μακρόχρονης σχέσης τους η ηθοποιός θα μεταμορφωθεί σε ζωγράφο και τελικά σε φωτογράφο, το 1970, ύστερα από την παρότρυνση του Νιούτον και ως αναπόφευκτη μοίρα από την επαφή της με έναν από τους διασημότερους φωτογράφους.


Ασφαλώς οι απαιτήσεις της Αλις Σπρινγκς από τη φωτογραφική τέχνη διαφέρουν κατά πολύ από εκείνες του συζύγου της. Η περιπέτεια της Αλις Σπρινγκς στον μαγικό κόσμο της φωτογραφίας είναι η περιπέτεια της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Η ποιητική της διάθεση αντανακλάται μέσα σε καθρέφτες και ανετάριστα είδωλα με μια εφηβική διάθεση πειραματισμού. Το σχόλιό της μοιάζει να υποδηλώνει ότι υπάρχει μια ξεχωριστή αύρα στον καθένα μας, η οποία κατοικεί μέσα στον καθρέφτη αλλοιώνοντας το είδωλο και τον κόσμο μας… Είτε φωτογραφίζοντας τον σύζυγό της είτε τον εαυτό της η Σπρινγκς σχολιάζει και κριτικάρει το μέσο που χρησιμοποιεί, καταδεικνύοντας την περιορισμένη εκτίμηση που διαθέτει για αυτό και περιορίζοντας έτσι τη διεισδυτικότητα της έκφρασής της.


Στο τμήμα των φωτογραφιών «Αυτοί» το ενδιαφέρον προκαλεί αναμφίβολα η σύγκριση την οποία καλείται ο θεατής να κάνει ανάμεσα στα πορτρέτα των ίδιων ανθρώπων που οι δύο φωτογράφοι πραγματοποίησαν με ελάχιστη ή μεγαλύτερη χρονική διαφορά. Πρόσωπα από τον χώρο της τέχνης, όπως ο Ντέιβιντ Χόκνι και ο Μπρασάι, του θεάματος, όπως οι Αντζέλικα Χιούστον, Τζέιν Μπίρκιν, Κατρίν Ντενέβ, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Ντένις Χόπερ, της μόδας, όπως οι Σεν Λοράν και Βερσάτσε. Και ακόμη, εστεμμένοι και κοσμικοί.


Η σύγκριση δεν αφορά βεβαίως το ποιος είναι καλύτερος φωτογράφος, αλλά την αναζήτηση διαφορετικών ποιοτήτων στα εικονιζόμενα πρόσωπα. Στην αλήθεια και στην απλότητα των πορτρέτων τής Αλις Σπρινγκς ο Χέλμουτ Νιούτον αντιπαρατάσσει την επιτήδευση του μεγέθους αυτών των προσώπων. Φωτογραφίζοντας πρόσωπα που τα media έχουν αναγάγει σε bigger than life φιγούρες, ο Νιούτον φτιάχνει με βιαιότητα την πινακοθήκη διασήμων προσώπων με κρυμμένα ή φανταστικά πάθη, με επιθυμίες και αναπηρίες, ατέλειες και παρορμήσεις. Η βιαιότητα του φακού του Νιούτον δεν αποζητά την αποκαθήλωση αυτών των προσώπων από τον θρόνο τους ούτε τον εξευτελισμό τους. Τονίζει τη λάμψη τους με ψεγάδια ειρωνείας, παίζει με το φαίνεσθαι και το είναι, και αναδεικνύεται απόλυτος κυρίαρχος του ιδείν και του ιδέσθαι της φωτογραφικής τέχνης.