Ο σεισμός ήταν ισχυρός. Ηρθε ξαφνικά και με σφοδρότητα κατακρημνίζοντας τους τεράστιους ογκόλιθους που αποτελούσαν το ανάλημμα του ιερού. Ούτε οι ευρύτατες επισκευές που είχαν γίνει παλαιότερα μπόρεσαν να αντέξουν στη μανία του. Ο σηκός κατρακύλισε προς τη βόρεια πλευρά, εκεί όπου το ανάλημμα υποχώρησε, αφού το έδαφος ήταν περισσότερο σαθρό, ενώ στο άδυτο η στέγη κατέρρευσε και οι τοίχοι, αφού μετατοπίστηκαν ελαφρά, έπεσαν εγκλωβίζοντας και διατηρώντας αδιατάρακτο μέσα στον χρόνο όλο το περιεχόμενό του. Ειδώλια και κοσμήματα, αγγεία, σφραγίδες και σφραγιδόλιθοι, σκαραβαίοι, κοράλλια, εκατοντάδες θαλασσινά όστρεα αλλά και οστά μικρών ζώων και πουλιών παρέμειναν μαζί ενωμένα για αιώνες. Και όταν για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 2002 το άδυτο του ιερού στην Κύθνο άνοιξε αποκαλύπτοντας τον θησαυρό του – τα αναθήματα των πιστών, τα οποία σε άλλες εποχές έσπευδαν να προσφέρουν στη θεότητα μαζί με τις ευχαριστίες ή τις επικλήσεις τους -, μια σπουδαία στιγμή για την αρχαιολογική έρευνα είχε έρθει. Ο τεράστιος αριθμός των ευρημάτων και η ποικιλία τους, η διαφορετική τους προέλευση και η μεγάλη τους αξία, όλα θεωρήθηκαν υποδεέστερα του σπουδαίου γεγονότος της αποκάλυψης ενός ασύλητου και άρα χωρίς ανθρώπινη επέμβαση αρχαίου χώρου. Πόσο μάλλον που ο συγκεκριμένος, το άδυτο δηλαδή, όπου φυλάσσονταν τα ιερά σύμβολα και ενίοτε το λατρευτικό άγαλμα – το ξόανο της θεότητας – σπανίως έχει αποκαλυφθεί ως σήμερα σε ναούς.
«Οναός της Κύθνου είναι ο πρώτος που έρχεται στο φως με όλο το περιεχόμενο του αδύτου άθικτο» λέει ο κ. Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και υπεύθυνος της ανασκαφής στην αρχαία Κύθνο η οποία διενεργείται σε συνεργασία με την KA’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων με επικεφαλής την αρχαιολόγο κυρία Βασιλική Γιαννούλη.
Ετσι, πέραν της σημασίας των ευρημάτων, η μελέτη της κατανομής τους στον χώρο προσφέρει για πρώτη φορά τη δυνατότητα ανασύστασης της διάταξής τους στον χώρο αποδίδοντας την πραγματική εικόνα ενός αδύτου: αυτή που σχηματίστηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια εφέτος κατά τη δεύτερη ανασκαφική έρευνα στο ιερό της Κύθνου.
Περί τα 450 νέα ευρήματα ήρθαν στο φως από την έρευνα τόσο μέσα στο άδυτο όσο και στους υπόλοιπους χώρους του ναού, οι οποίοι πάντως είχαν συληθεί, αγγίζοντας έτσι τον αριθμό των 2.000 μαζί με αυτά που αποκαλύφθηκαν πέρυσι. Πρόκειται για μια τεράστια συλλογή αναθηματικών αντικειμένων, το πλήθος των οποίων χρονολογείται στον 7ο και 6ο αι. π.X., ενώ αρκετά είναι εκείνα – κοσμήματα και ειδώλια – που ανήκουν στην κλασική εποχή (4ος ή και αρχές του 3ου αι. π.X.). «Είναι σαφές πλέον ότι ο ναός συνέχισε να χρησιμοποιείται ως την ελληνιστική εποχή» λέει κατόπιν αυτών ο κ. Μαζαράκης-Αινιάν.
Το ιερό
Αρχαϊκός ο ναός, με προσανατολισμό προς τη Δύση, είχε οικοδομηθεί επάνω σε έναν ισχυρό αναλημματικό τοίχο, πάχους 1,6 μέτρων, σημαντικό τμήμα του οποίου σώζεται ακόμη ενσωματωμένο στο διπλανό μαντρί. Οι εξωτερικοί τοίχοι του είναι κατασκευασμένοι εξ ολοκλήρου από σχιστόλιθο, έχουν πλάτος 0,55 του μέτρου και στο εσωτερικό έφεραν επένδυση από μικρούς, κατεργασμένους λίθους. Το άδυτο έχει διαστάσεις 3X2 μέτρα, ενώ το μήκος του σηκού φθάνει τα πέντε μέτρα. Ενα ισχυρό θεμέλιο, τέλος, περιβάλλει το ιερό, ενώ το πλήθος των κεραμιδιών κορινθιακού τύπου που έχουν βρεθεί αποδεικνύουν τον τρόπο της στέγασής του.
«Μια μεγάλης έκτασης επισκευή έγινε στον ναό κατά την ελληνιστική εποχή, ίσως στα τέλη του 3ου αι. π.X., όπως μαρτυρεί η θυσία θεμελίωσης, η οποία αποκαλύφθηκε εφέτος στον περίβολο του ναού» λέει ο κ. Μαζαράκης-Αινιάν. Σπασμένα αγγεία και οστά ζώων επιβεβαιώνουν την τέλεση της θυσίας, η οποία ήρθε να επισφραγίσει την κατασκευή μεγάλων αντηρίδων για τη στήριξή του. Κάτι ωστόσο που αποδείχθηκε ανώφελο, όπως φάνηκε στη συνέχεια.
Ο βωμός
Ενα μακρόστενο κτίσμα, μήκους 10 μέτρων περίπου, το οποίο ήρθε εφέτος στο φως, χτισμένο κάθετα στη μακριά, νοτιοδυτική πλευρά του ναού, θεωρείται ότι είναι ο βωμός του. Πολλά καμένα οστά ζώων που αποκαλύφθηκαν σε μία από τις γωνίες του επιβεβαιώνουν την υπόθεση, όπως ασφαλώς και η ίδια η κατασκευή του. Οσον αφορά όμως τη χρονολόγησή του, αυτή με επιφύλαξη επί του παρόντος τοποθετείται στην ελληνιστική εποχή.
H είσοδος προς τον ναό είναι ένα ακόμη στοιχείο της πρόσφατης έρευνας. Δίπλα της λαξευμένη στον βράχο εντοπίστηκε μια λατρευτική κόγχη – ενδεχομένως μάλιστα υπάρχει και δεύτερη – που διατηρεί ίχνη από το κόκκινο επίχρισμά της. Είναι το σημείο όπου οι πιστοί εναπέθεταν αναθήματα, όπως ακριβώς συνέβαινε με το ιερό της Αφροδίτης στο Δαφνί ή όπως συνηθιζόταν σε ιερά της Κυβέλης.
H θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός της Κύθνου παραμένει όμως ακόμη άγνωστη καθώς ούτε η εφετινή ανασκαφική περίοδος έλυσε το αίνιγμα. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για γυναικεία θεότητα, επισημαίνει ο κ. Μαζαράκης-Αινιάν. Και αυτό εξαιτίας των αναθημάτων, παρ’ ότι είναι γνωστό ότι ως τα αρχαϊκά χρόνια τα αναθήματα ήταν «ατυπικά» και έτσι δεν βοηθούν σήμερα στον προσδιορισμό της θεότητας. H πιθανότητα πάντως να πρόκειται για ιερό της Αφροδίτης εξακολουθεί να είναι η πλέον ισχυρή. Κυρίως, όπως λέει ο ανασκαφέας του ιερού, εξαιτίας του γονιμικού – αναγεννησιακού χαρακτήρα και του είδους των αναθημάτων αυτών καθώς και από τα επί μέρους χαρακτηριστικά της λατρείας. Μη αποκλειομένης ωστόσο και της πιθανότητας ο ναός να ήταν αφιερωμένος στην Αρτεμη, στην Ηρα ή και στην Αθηνά ακόμη.
Τα ευρήματα
Ολόκληρο μουσείο, εφόσον βεβαίως ιδρυθεί κάποτε στην Κύθνο, θα μπορούσαν να καλύψουν τα αντικείμενα τα οποία ήρθαν στο φως από την ανασκαφή του ιερού. Χρυσά, αργυρά και χάλκινα, από ορεία κρύσταλλο, ελεφαντοστό, φαγεντιανή, υαλόμαζα και ημιπολύτιμους λίθους (σάρδιο και αμέθυστο), όλα είναι εξαιρετικής τέχνης. H πλούσια κεραμική είναι εισηγμένη πολλές φορές από διάφορες περιοχές του αιγαιακού χώρου, ενώ καλύπτει όλα τα είδη αγγείων (σκύφοι, αμφορείς, καρποδόχη, διάφορα καλλωπιστικά αγγεία, αρύβαλλοι και αλάβαστρα, αμφορίσκοι, λήκυθοι, πυξίδες, πλημοχόες, πινάκια, λεκάνες αλλά και αττικές μελανόμορφες κύλικες, μία εκ των οποίων είναι πιθανότατα έργο του Ζωγράφου του Τάραντα ή του δασκάλου του, Ζωγράφου C).
Ιδιαιτέρως λαμπερά είναι τα κοσμήματα – πόρπες, περόνες, δαχτυλίδια, ενώτια, βραχιόλια, σφυκωτήρες, ρόδακες, περίαπτα, τριχολαβίδες, βελόνες, σφυρήλατα ελάσματα κ.ά. – που δίνουν τον χαρακτήρα του ιερού. Τέλος, τα ειδώλια είναι όλα καθιστές, ένθρονες γυναικείες μορφές, το παλαιότερο εκ των οποίων, του 6ου αι. π.X., είναι μια πολοφόρος του γνωστού ανατολικοϊωνικού τύπου.
«Ο πλούτος αλλά και η εξωτική συχνά προέλευση ευρημάτων οδηγούν σε μια αναθεώρηση της εικόνας την οποία είχαμε σχηματίσει ως τώρα για την αρχαία Κύθνο, προερχόμενη κατά βάση από τις ισχνές φιλολογικές πηγές» λέει ο κ. Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν. «Τα ευρήματα μιλούν για έναν σημαντικό σταθμό των ναυτικών που ταξίδευαν στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο και για ένα ιερό με ακτινοβολία που ξεπερνούσε τα στενά όρια του νησιού». Σε κάθε περίπτωση η «άγνωστη» ως σήμερα Κύθνος εγγράφεται δυναμικά πλέον στον αρχαιολογικό χάρτη των Κυκλάδων χωρίς καν να έχει αποκαλύψει ακόμη όλα τα μυστικά της.
H αρχαία Κύθνος
Βρυόκαστρο ή Ρηγόκαστρο είναι η σημερινή ονομασία της αρχαίας πόλης της Κύθνου. Στη βορειοδυτική ακτή του νησιού ανάμεσα σε δύο όρμους, της Απόκρουσης και της Επισκοπής, με εξαιρετική θέα προς τη θάλασσα, πολύτιμη κάποτε και για την ασφάλειά της, η αρχαία Κύθνος καταλαμβάνει έκταση περίπου 300 στρεμμάτων. Είναι μια τοιχισμένη πόλη σε μήκος 2.500 μέτρων, έχει ακρόπολη και όλα τα ιερά της ιδρυμένα ψηλά στην κορυφογραμμή αλλά και λιμάνι όπου έχουν επίσης εντοπισθεί κατάλοιπα. Οπως προκύπτει μάλιστα από τις πηγές, η ονομασία Κύθνος είναι η αρχαία, ενώ η παλαιότερη επιγραφή που έχει βρεθεί ως τώρα έχει χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.X. και είναι σε δωρική διάλεκτο. Ο Ηρόδοτος εξάλλου αναφέρει ότι η Κύθνος είχε κατοικηθεί από τους Δρύοπες, ένα φύλλο συγγενικό με αυτό των Δωριέων. Τα πολυάριθμα επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα πάντως μιλούν για μια πόλη με διαρκή κατοίκηση από τον 10ο αι. π.X. ως τον 7ο αι. μ.X. Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσά τους υπάρχει και οψιανός, γεγονός, όπως επισημαίνει ο κ. Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, που δηλώνει την κατοίκηση της περιοχής από τα τέλη της Νεολιθικής Εποχής ή κατά την πρωτοκυκλαδική.
Σήμερα ολόκληρη η αρχαία πόλη είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος, ενώ το γεγονός ότι δεν υπάρχει σύγχρονη κατοίκηση αποτελεί ενθαρρυντικό στοιχείο για τη διατήρηση των καταλοίπων και την ανάδειξή της. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι απαλλοτριώσεις της έκτασης θα ολοκληρωθούν προκειμένου να συνεχισθεί απρόσκοπτα η ανασκαφική έρευνα. Το αντίθετο με το νεκροταφείο της, το οποίο έχει εντοπισθεί εκτός των τειχών, σε περιοχή στην οποία έχει χωροθετηθεί από τη δεκαετία του 1970 ένας σύγχρονος οικισμός, με αποτέλεσμα η Αρχαιολογική Υπηρεσία να διεξάγει εκεί σωστικές πλέον ανασκαφές.
Οι θεοί της Σαμοθράκης και ο Απόλλωνας
Ενας ναός των σαμοθρακίων θεών και ένας ακόμη αφιερωμένος κατά πάσα πιθανότητα στον Απόλλωνα βρίσκονται κάτω από την Ακρόπολη της αρχαίας Κύθνου. Μεγάλα επιμήκη οικοδομήματα, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο με απόσταση μόλις δύο μέτρων μεταξύ τους, τα δύο αυτά σημαντικά κτίρια αποτελούν τους επόμενους ανασκαφικούς στόχους των ερευνών στην αρχαία πόλη. Οι ναοί είχαν εντοπισθεί από τον κ. Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 – άλλωστε πρόκειται για ορατά λείψανα -, έχουν δημοσιευθεί, σχεδιασθεί και έχει γίνει από τον ίδιο μια πρόταση για την ερμηνεία τους. Μια επιγραφή η οποία είχε βρεθεί πολύ παλαιότερα εντοιχισμένη σε διπλανό μαντρί, σημαντική παρά την αποσπασματικότητά της, δεδομένου ότι αναφέρεται ακριβώς στους θεούς της Σαμοθράκης, υπήρξε άλλωστε αποφασιστική για τη διαμόρφωση της πρότασης σχετικά με τον έναν ναό. Ο βωμός μάλιστα ο οποίος έχει επίσης εντοπισθεί θεωρείται ότι ανήκει σε αυτόν.
«Πιστεύω ότι ο δεύτερος ναός είναι του Απόλλωνα, μιας πολύ σημαντικής θεότητας των Κυθνίων, ίσως μάλιστα της σημαντικότερης για τις Κυκλάδες» λέει ο κ. Μαζαράκης-Αινιάν. «Εμφανίζεται στα νομίσματά τους κατά την ελληνιστική εποχή και αυτό είναι κατά την άποψή μου στοιχείο που συνηγορεί μεταξύ άλλων υπέρ αυτής της ταύτισης».
Ο ίδιος πάντως αναφέρεται σε μία ακόμη πρόταση ερμηνείας για τον συγκεκριμένο ναό η οποία έχει διατυπωθεί από τον καθηγητή κ. Πέτρο Θέμελη, ο οποίος θεωρεί ότι μπορεί να ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Και αυτό γιατί ένα τιμητικό ψήφισμα Κυθνίων που βρέθηκε στη Μεσσήνη και μιλάει για τον μεγάλο γλύπτη της ελληνιστικής εποχής Δαμοφώντα αναφέρεται ακριβώς στο κολοσσιαίο άγαλμα της θεάς το οποίο δημιούργησε για ιερό της πόλης τους.
Οσον αφορά τη χρονολόγηση των δύο ναών, η τοιχοποιία τους είναι εκείνη, όπως λέει ο κ. Μαζαράκης-Αινιάν, που υποδηλώνει ότι και τα δύο κτίρια ανήκουν στην κλασική-ελληνιστική εποχή.



