Η μασκότ του Χόλιγουντ



Τα πόδια της την είχαν παρασύρει ήδη από τα τέσσερά της χρόνια. Πραγματοποίησε όμως το ντεμπούτο της πολύ αργότερα, στα 20 της, χορεύοντας μπροστά σε ένα ψυγείο. Είχε βρει τη δουλειά στις μικρές αγγελίες: ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών αναζητούσε ημιταλαντούχα νεαρά να τραβήξει το βλέμμα των περαστικών στη βιτρίνα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και αρκετοί περίεργοι βρέθηκαν να παρακολουθούν τη νεαρή κοκκινομάλλα με τις φακίδες και τα λακκάκια να επιδίδεται σε ένα αυτοσχέδιο νούμερο τύπου Westinghouse – αγνώστων… ποδών. Οχι ότι προοριζόταν ποτέ για επιφανή corps de ballets. Διακαής πόθος της ήταν να γίνει χορεύτρια του φλαμένκο – αλλά το physique της την απομάκρυνε νωρίς από οιεσδήποτε μεσογειακών αποχρώσεων βλέψεις. Ο Μπομπ Φος, σκηνοθέτης του «Σουίτ Τσάριτι» και μέντοράς της στα μιούζικαλ, είχε καταλήξει ότι «η Σίρλεϊ αντικαθιστά με τον έμφυτο ενθουσιασμό και το μπρίο της όσα της λείπουν από τη χορευτική της δεξιοτεχνία». Αλλωστε αυτή η ζωντάνια της ήταν που έβαλε το θεμέλιο για μια ­ αισίως – σαρανταπεντάχρονη καριέρα.


Η Σίρλεϊ Μακ Λέιν (το αληθινό της όνομα είναι Σίρλεϊ Μακ Λιν Μπίτι) γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1934 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. «Στην οικογένειά μου είχαμε από νωρίς αποδεχθεί ότι για να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον έπρεπε να υποδυθούμε ρόλους» θα εξομολογηθεί σε μια από τις πολλαπλές αυτοβιογραφικές της εξάρσεις. Διόλου τυχαίο αφού οι γονείς της θύμιζαν ως το τέλος ονειροπόλους ­ πλην όμως καταπονημένους ­ αρτίστες του βοντεβίλ: η μητέρα της, μια καναδικής καταγωγής ηθοποιός, φιλοξενείται σε off-Broadway θιάσους, και ο πατέρας της, ένας δάσκαλος και μουσικός – ηθοποιός που πίνει ουίσκι, βρίζει τους κομμουνιστές και βάζει τα κλάματα μπροστά στην τηλεόραση. Από εκείνη θα απαιτήσει σχέσεις στοργής ­ «έπρεπε να ουρλιάξω, να χτυπηθώ κάτω και να δαγκώσω τον καρπό του χεριού μου ώσπου να ματώσει για να την κάνω να με προσέξει» ­, από εκείνον θα εισπράξει αφειδώς ποταμούς συναισθημάτων.


Για τον μικρότερο αδελφό της, Γουόρεν Μπίτι, θα μιλήσει αρκετές φορές ­ με έμφαση στα τρυφερά παιδικά χρόνια και στις ενήλικες τριβές. «Κάθε Σάββατο πηγαίναμε μαζί σινεμά και μέναμε εκεί όσο περισσότερη ώρα μπορούσαμε» αναπολεί την κοινή τους κινηματογραφική μέθεξη. «Συχνά μάλιστα δεν περιοριζόμασταν απλά στο να καθόμαστε μπροστά στη μεγάλη οθόνη. Πηγαίναμε “πίσω”, στην αίθουσα προβολής, και ακούγαμε τους διαλόγους από τις πιο τρομακτικές ταινίες, όπως το “Φρανκενστάιν εναντίον Λυκανθρώπου” και το “Μάρτυρες της νίκης” ­ με έμφαση στις σκηνές των βασανιστηρίων».


Το 1954 το υπερκινητικό αγοροκόριτσο της Βιρτζίνια ­ το πρώιμο ίματζ της ­ αντικαθιστά τη χορεύτρια Κάρολ Χάνεϊ στο «The Pajama Game» που ανεβαίνει σε λίγο στο Μπρόντγουεϊ. Ο παραγωγός Χαλ Μπι Γουόλις σπεύδει να την αναζητήσει στα παρασκήνια. Η ίδια δέχεται την πρόσκλησή του για ­ επαγγελματικό ­ δείπνο μόνο και μόνο επειδή γνωρίζει ότι ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται πίσω από όλες τις ταινίες που έχουν γυρίσει με την Paramount τα μεγάλα της είδωλα: ο Ντιν Μάρτιν και ο Τζέρι Λιούις. Το δοκιμαστικό θα πάει καλά. Ο μετρ Αλφρεντ Χίτσκοκ όμως έχει ήδη καταστρώσει τα δικά του σατανικά σχέδια. Της προτείνει να μετάσχει στην ταινία του «Ποιος σκότωσε τον Χάρι;» με συμπρωταγωνιστή τον Τζον Φορσάιθ. Η πρόταση προϋποθέτει άμεση αναχώρηση για το Χόλιγουντ. Ο σύντροφός της, κινηματογραφικός παραγωγός Στιβ Πάρκερ ­ θα γνωριστούν στο Μπρόντγουεϊ όταν εκείνη είναι μόλις 18 («όταν τον συνάντησα ήταν ο χειρότερος σαιξπηρικός ηθοποιός!») ­, της κρούει τον κώδωνα του γαμηλίου μυστηρίου. Η Σίρλεϊ τελικά ενδίδει: «Δεν ήθελα να τον χάσω και έτσι τον παντρεύτηκα. Παραλίγο όμως να λιποθυμήσω μέσα στην εκκλησία, γιατί βαθιά μέσα μου γνώριζα ότι έκανα κάτι για το οποίο δεν ήμουν ακόμη έτοιμη».


Η απειρία της ­ παρέα με τη χρόνια τελειομανία της ­ θα δημιουργήσει στο σετ μπόλικα ευτράπελα. «Την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων πήγα έχοντας αποστηθίσει ολόκληρο το σενάριο. Τα δικά μου λόγια και όλων των άλλων. Δεν είχα αντιληφθεί ότι αυτό δεν ήταν απαραίτητο». Ο ευτραφής κύριος με το πούρο κάνει βόλτες και γελάει. Ο ρόλος τής Τζένιφερ Ρότζερς ­ η οποία είναι πεπεισμένη ότι σκότωσε κατά λάθος τον δύσμοιρο σύζυγό της Χάρι ­ θα είναι την ίδια χρόνια το διαβατήριό της για ένα σύντομο χορευτικό νούμερο στο «Λόρδοι, λόρδα και φιλότιμο» σε σκηνοθεσία Φρανκ Τάσλιν. Πρόκειται για την παρθενική της συνύπαρξη επί της οθόνης με τους Μάρτιν και Λιούις ­ τους οποίους εξαρχής θεωρεί «εξωφρενικά σέξι».


Στον «Γύρο του κόσμου σε 89 ημέρες» (1956) ο Ντέιβιντ Νίβεν ­ ο κινηματογραφικός Φιλέας Φογκ ­ δεν της επιφυλάσσει και τόσο θερμή υποδοχή. Ο σαρκασμός του καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων ­ ο οποίος συνοψίζεται στο «πώς γίνεται μια κοκκινομάλλα να θέλει να υποδυθεί μια ινδή πριγκίπισσα;» ­ πληγώνει τον εγωισμό της πρωτάρας Σίρλεϊ. «Ξέρω καλά ότι ώσπου να βγει η ταινία στις οθόνες δεν έτρεφε για μένα την παραμικρή εκτίμηση» θα πει για τον μονίμως ­ εκτός πλατό ­ συνοφρυωμένο συμπρωταγωνιστή της. Οταν όμως θα βρεθούν ξανά μαζί, μερικά χρόνια αργότερα, για τις ανάγκες του «Ο,τι επιθυμεί κάθε γυναίκα» του Τσαρλς Γουόλτερς, εκείνος πια αποδέχεται το άστρο της κυρίας Μακ Λέιν που εκτός των άλλων έχει αποφασίσει να εντρυφήσει στην ινδική φιλοσοφία.


Η μυστικιστική επανάσταση μιας χολιγουντιανής σταρ, που αρνείται να υποκύψει στη σαγήνη των κοσμικών κύκλων και των γκάρντεν πάρτι, βρίσκεται ήδη προ των πυλών. Για κάποιο παράδοξο λόγο επιλέγει ως δεύτερη πατρίδα της την Ιαπωνία ­ άλλωστε ο σύζυγός της αναλαμβάνει πια αποκλειστικά την παραγωγή ασιατικών ταινιών. «Οι Ιάπωνες», θα αποφανθεί όμως, «είναι δύστροποι σαν τις βελανιδιές στις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής τους. Αντίθετα οι Ινδοί είναι εύπλαστοι και ευλύγιστοι σαν τον κορμό του μπαμπού. Οταν έρχεται μια θύελλα, τα μπαμπού τραυματίζονται, λυγίζουν, αλλά επιζούν. Δεν σπάνε όπως οι βελανιδιές. Βρίσκω ότι ταιριάζω με τους Ινδούς, γιατί είμαι και εγώ όπως το μπαμπού». Στο Τόκιο πάντως είναι που θα γεννηθεί τελικά η θυγατέρα της Στέφανι Σατσίκο (το όνομά της σημαίνει στα ιαπωνικά «ευτυχισμένο κορίτσι). Αλλωστε η ευτυχία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής φιλοσοφίας της μητέρας της: «Αισιοδοξία, ελπίδα, αγάπη. Μόνο έτσι μπορείς στο τέλος να κερδίσεις. Ευτυχία για μένα θα πει να αγωνίζεσαι να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη».


Στο μεταξύ η καριέρα της απογειώνεται ­ παρ’ ότι αρκετοί κακοπροαίρετοι επιμένουν ότι το ταλέντο της αναλώνεται σε εντελώς ακατάλληλους ρόλους: «Ερωτική εγκατάλειψη» του Ντάνιελ Μαν, «Ετοιμοι για γάμο» του Τζόζεφ Αντονι, «Το στίγμα του κολασμένου» του Βιντσέντε Μινέλι ­ «η απαρχή της σχέσης μου με τον Ντιν Μάρτιν και τον Φρανκ Σινάτρα, μιας σχέσης που θα διαρκέσει τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες». Τα 60ς την βρίσκουν πρωθιέρεια του Μπίλι Γουάιλντερ ­ ο ρόλος της γλυκιάς Ιρμα στην «Τροτέζα» θα της χαρίσει ένα παράνομο σουλάτσο στο πλευρό του Τζακ Λέμον και υποψηφιότητα για Οσκαρ. Το Χόλιγουντ την υποδέχεται στις απανωτές μεταμορφώσεις της: «Οι δύο μου αγάπες» (1961) του Τσαρλς Γουόλτερς, «Αγαπημένη μου γκέισα» (1962) του Τζακ Κάρντιφ, «Το παιχνίδι της μοναξιάς» (1963) του Ρόμπερτ Γουάιζ, «Η κυρία και οι άντρες της» (1964) του Τζέι Λι Τόμσον, «Επτά φορές γυναίκα» (1967) του Βιτόριο ντε Σίκα, «Σουίτ Τσάριτι» (1968) του Μπομπ Φος, «Η ευτυχία της κυρίας Μπλόσομ» (1968) του Τζόζεφ Μακ Γκραθ.


Εκείνη την εποχή θα εισβάλει για πρώτη φορά και στη μικρή οθόνη ­ με τη δική της εκπομπή «Ο κόσμος της Σίρλεϊ» ­ ενώ παράλληλα εγκαινιάζεται και η οργιώδης συγγραφική της δραστηριότητα, η οποία και θα της αποφέρει κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια. Εκτός από την επίσημη αυτοβιογραφία της με τον λίαν εύγλωττο τίτλο «Μην πέφτεις από τη βουνοκορφή», κυκλοφορούν τα «Δίψα για ζωή», «Παιχνίδι της ζωής», «Χορεύοντας στο φως», «Ψάχνοντας τον εαυτό μου», «Χόρεψε όσο μπορείς», «Μεγάλο ταξίδι». Τα περισσότερα βρίθουν de profundis αποκαλύψεων και αμείλικτων χαρτογραφήσεων της κινηματογραφικής βιομηχανίας ­ γίνονται ο φόβος και ο τρόμος όχι μόνο του Γουόρεν Μπίτι αλλά και σύσσωμου του Χόλιγουντ που βλέπει τους απόκρυφους κώδικές του στο έλεος επιτήδειων εκδοτών.


Η πολιτικοποίησή της θα παραμείνει έντονη όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις συνεχείς απομυθοποιήσεις που θα υποστούν οι φιλελεύθερες πεποιθήσεις της: «Η δολοφονία των Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τραυμάτισαν το πατριωτικό μου όραμα. Ποιος έμενε πια; Σε ποιον θα πίστευα τώρα;». Δεν δίστασε να ταξιδέψει αρκετές φορές στον Νότο, να ζήσει μαζί με οικογένειες μαύρων ­ «Είδα λευκούς αστυνομικούς να σταματούν το αυτοκίνητό μου και να με υποβάλουν σε σωματική έρευνα επειδή είχα “νέγρους” στο πίσω κάθισμα. Είδα την Κου Κουξ Κλαν να βάζει φωτιά σε ένα σταυρό έξω από το σπίτι της οικογένειας με την οποία ζούσα». Οι Δημοκρατικοί θα την έχουν επί σειρά ετών στο πλευρό τους ­ «Λάτρευα τον Κλιντ (σ.σ. Ιστγουντ), παρ’ ότι ήταν Ρεπουμπλικανός» θα πει σε κρίση επαγγελματικής συναδελφικότητας. Τα τρυφερά tete a tete με τον Φιντέλ Κάστρο θα κάνουν τον γύρο του διεθνούς Τύπου ­ ποιος άλλωστε δεν θέλει να φωτογραφηθεί με την μασκότ του Χόλιγουντ;


Μετά την «Υπόθεση Τζόελ Ντιλέινι» (1971), κάτι σαν απάντηση στο «Μωρό της Ρόζμαρι», και την «Κρίσιμη καμπή» (1977), η καριέρα της προσανατολίζεται σε μεσήλικους ρόλους. Οι «Σχέσεις στοργής» (1983) του Τζέιμς Λι Μπρουκς και ο ρόλος τής ­ ερωτοχτυπημένης με τον διαπλανητικό Τζακ Νίκολσον ­ Αουρόρα Γκρίνγουεϊ θα της χαρίσουν έναν «θείο» Οσκαρ. Αφήνοντας κατά μέρος τα «Μαντάμ Σουζάτσκα» (1989), «Φλερτάροντας τη ζωή», «Υπερασπίζοντας τη ζωή μας», επιστρέφει φέτος με το σίκουελ της βραβευμένης ταινίας, «Βραδινό Αστρο». Δίπλα της για μία ακόμη φορά ο Νίκολσον, είς εκ των πολλαπλών συναδέλφων που δηλώνουν και φανατικοί θαυμαστές της. Σήμερα η 63χρονη πλέον Σίρλεϊ Μακ Λέιν επιμένει να επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό που της παραχώρησε στα νιάτα της το Χόλιγουντ: «kook» (σε ελεύθερη απόδοση «τρελούτσικη, εξεζητημένη, αλλοπρόσαλλη»).


Για τον δικό της Φρανκ Σινάτρα


Από τη μια πλευρά ο Φρανκ παθιασμένος με τα μαρτίνι και από την άλλη εγώ με τις τσικλόφουσκες. Πάντα μασούσα τσίκλα ώσπου να ακούσω τον σκηνοθέτη να φωνάζει «Πάμε!». Ο Φρανκ γελούσε, με έβρισκε πολύ αστεία όταν αναζητούσα εναγωνίως ένα μέρος να την πετάξω. Μια μέρα ακούστηκε το «Πάμε!» και εγώ πήρα την τσίκλα και την κόλλησα πίσω από το αφτί του Φρανκ. Εκείνος έσπρωξε το αφτί του προς τα πίσω για να μην την αφήσει να πέσει. Αυτό έγινε έκτοτε το παιχνίδι και ουδείς μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Φρανκ πάντοτε άγγιζε το αφτί του πριν από κάθε σκηνή.


Για τον Μάρτιν και τον Λούις


Ο Ντιν και όχι ο Τζέρι ήταν για μένα ο πιο αστείος. Το χιούμορ του ήταν ραφινάτο, αυθόρμητο ­ δημιούργημα της στιγμής. Και του Τζέρι ήταν έξοχο, αλλά συνήθως κατά τι προμελετημένο.


Για τον σύζυγό της Στιβ Πάρκερ


Ο Στιβ ήταν γοητευτικός, καλλιεργημένος, με ανησυχίες. Επαρκή προσόντα για να βρεθείς ερωτευμένη με κάποιον, για να μάθεις από αυτόν.


Για τις ισόβιες φιλοδοξίες της


Ηθελα πάντα να είμαι καλλιτέχνις, όμως ήθελα πάντα να είμαι και εμπορική καλλιτέχνις.


Για τα ακλόνητα πιστεύω


Το κοινό σήμερα θέλει να ξέρει τι πιστεύουν τα κινηματογραφικά του είδωλα. Δεν φοβάμαι καθόλου μήπως χάσω ένα μέρος των θαυμαστών μου αποκαλύπτοντας τις πεποιθήσεις μου. Εχω έντονα ανεπτυγμένη την κοινωνική μου συνείδηση και θέλω πάνω απ’ όλα να ζήσω σύμφωνα με την ηθική που χάραξα στη ζωή μου.


Για τον μεγάλο της έρωτα Ρόμπερτ Μίτσαμ


Στα τρία χρόνια που άνθησε η σχέση μας ανακάλυψα στο πρόσωπό του ένα πολύπλοκο μυστήριο. Τον έβλεπα όπως ακριβώς ήταν: σύνθετος, πνευματώδης, ντροπαλός στα όρια της αποξένωσης και παντελώς ανίκανος να εκφράσει τις επιθυμίες του… Ιδανική περίπτωση για μένα. Εγινε ένα είδος αντικειμένου έρευνας.


Για τη Σουίτ Τσάριτι (στο ομώνυμο μιούζικαλ)


Λατρεύω την Τσάριτι γιατί είναι γεμάτη αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους. Ενας τέτοιος χαρακτήρας είμαι και εγώ. Πιστεύω ότι ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος αν η καρδιά μας ήταν ανοιχτή, αν ήμασταν όλοι πρόθυμοι να πούμε όπως εκείνη στον διπλανό μας: «Μπορώ να κάνω τίποτε για σένα;».


Για τον αυτόχθονες του Χόλιγουντ


Δεν γνωρίζω και πολλούς πραγματικά ευτυχισμένους ανθρώπους στο Χόλιγουντ. Ενα ζοφερό βλέμμα μοιάζει να ελλοχεύει πάντα μέσα στα μάτια των «φτασμένων». Είναι το βλέμμα της «απώλειας»… Καθένας από αυτούς δείχνει να νοσταλγεί τις παλιές καλές ημέρες του αγώνα για την επιβίωση.


Για το δικό της είδωλο


Κοιτάζω καλά τον εαυτό μου στον καθρέφτη, αλλά ποτέ δεν με παίρνω στα σοβαρά.


Για τις σχέσεις… στοργής με την Ντέμπρα Γουίνγκερ


(σ.σ.: στα γυρίσματα της ομώνυμης, βραβευμένης με Οσκαρ, ταινίας) Ξεκίνησα την σκηνή ­ μιλούσα, υποτίθεται, στο τηλέφωνο με την Εμα (Ντέμπρα Γουίνγκερ), ενώ ο Τζακ (Νίκολσον) κοιμόταν δίπλα μου. Ξαφνικά αισθάνθηκα κάτω από τα σκεπάσματα μια γλώσσα πάνω στον αστράγαλό μου. Ανέβηκε πάνω στο πόδι μου και ύστερα σταμάτησε… Συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν άλλος από την Ντέμπρα.