Ο δαιμονισμένος άγγελος



Τελευταίο κρούσμα μια μεσήλικος Αμερικανίδα ονόματι Πόλο Ροθ. Δέχθηκε να του νοικιάσει την έπαυλή της στην Πόλη των Αγγέλων. Και την παρέλαβε αγνώριστη: τα δρύινα πατώματα με λεκέδες από νερό και ούρα πλείστων κατά τα φαινόμενα τετράποδων, οι τοίχοι υπό κατάρρευσιν, τα χαλιά με λεκέδες κεριού και Μπορντό και ευμεγέθεις τρύπες από καύτρες τσιγάρου, ο κήπος στα πρόθυρα καθολικής αποσύνθεσης. Και βέβαια η κυρία Ροθ εν εξάλλω καταστάσει. Σε συνέντευξή της στο «Hard Copy» ξεσπαθώνει κατά του νοικάρη: «Αφιέρωσα οκτώ ολόκληρα χρόνια σε αυτό το σπίτι, στο να το φτιάξω από την αρχή, να το βάψω, να βάλω καινούργια πατώματα, φωτιστικά, χαλιά και τώρα πρέπει να τα ξανακάνω όλα από την αρχή. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος να είναι τόσο βάρβαρος;». Μόνο τα μπάνια είχαν μείνει ανέγγιχτα. Αραγε από σέβας προς τον πλέον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού ή λόγω παρατεταμένης αχρηστίας;


Το κακό ­ ή μήπως απλώς άξεστο; ­ τέκνο του Χόλιγουντ γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1956 στο Schenectady της Νέας Υόρκης. Το αληθινό όνομα αυτού Φιλίπ Αντρέ Ρουρκ, και δη Τζούνιορ. Το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά μιας καθολικής οικογένειας με σκωτοϊρλανδικό αίμα μεγαλώνει εν μέσω ακροτήτων ­ οι γονείς του θα πάρουν διαζύγιο όταν ο ίδιος είναι μόλις επτά ετών. Ο πατέρας του θα διατελέσει ταυτοχρόνως ιδιοκτήτης γραφείου τελετών και μποντιμπίλντερ ­ ένας συνδυασμός ικανός να… επιταχύνει την αποδημία στον άλλο κόσμο. Αμέσως μετά τον χωρισμό ακολουθεί τη μητέρα του στις φτωχογειτονιές του Μαϊάμι. Στα φυσικά του αδέλφια θα προστεθούν εντός ολίγου πέντε θετά, λίαν δύστροπα και σκληροτράχηλα. Ο συγχρωτισμός με τη νεοαφιχθείσα αυτή οικογένεια είναι που θα του εμπνεύσει μια ολοκαίνουργη προσέγγιση του κόσμου, που ούτως ή άλλως δεν στάθηκε ποτέ ιδιαίτερα στοργικός μαζί του.


Δεν θα διστάσει να εξομολογηθεί αρκετά αργότερα ότι τα πειράγματα και οι ταπεινώσεις που θα υποστεί έξω από τις «φαβέλες» της εφηβείας του είναι εκείνα που θα τον σπρώξουν στο ρινγκ. Για αρκετά χρόνια θα προπονηθεί στο Miami’s Fifth Street Gym. Τα μοναδικά δείγματα ανώτατης εκπαίδευσης του παρέχονται από έναν ηλικιωμένο ομοφυλόφιλο που του δανείζει βιβλία και τον πηγαίνει στο θέατρο. Η φήμη του «Mick the Slasher» ­ σε ελεύθερη απόδοση «Μικ ο χασάπης» ­ θα ταξιδέψει στους πυγμαχικούς κύκλους της Φλόριντα. Ο πολλά βαρύς όμως Ρουρκ διαθέτει και κάποιες καλλιτεχνικών τόνων ανησυχίες. Κάποιος φίλος τον πείθει να λάβει μέρος σε ένα ερασιτεχνικό ανέβασμα της «Υψηλής εποπτείας» του Ζαν Ζενέ. Αποφασίζει να γίνει ηθοποιός. Λίγο μετά μια θεατρική ομάδα από το Σικάγο του προτείνει να τον εισαγάγει στα μυστικά της σκηνογραφίας, αλλά αρνείται πεισματικά να λοξοδρομήσει.


Η γκάμα από «δουλειές του ποδαριού» είναι ανεξάντλητη: από εκπαιδευτής λαγωνικών ως μέλος του προσωπικού ασφαλείας ενός μπαρ για τραβεστί και από παγωτατζής ως μεταφορέας. Εν έτει 1975 βρίσκεται στη Νέα Υόρκη ως μαθητευόμενος της Σούζαν Σίκατ ­ η οποία και θα του εμπιστευτεί τον ρόλο του Εντι στο «Ψηλά από τη γέφυρα» του Αρθουρ Μίλερ ­ στη σχολή του Λι Στράζμπεργκ. Μια επιτυχημένη ερμηνεία στον «Ριχάρδο Γ’» και βρίσκεται καθ’ οδόν για τον πλανήτη Χόλιγουντ. Θα περάσει από οδύσσεια οντισιόν ­ συνολικά 78 ­ για να εξασφαλίσει τους πρώτους του αμελητέας ποσότητας ρόλους στο «1941» (1979) του Στίβεν Σπίλμπεργκ και στην «Πύλη της Δύσεως» (1980) του Μάικλ Τσιμίνο. Προτού προλάβουν τα εν λόγω φιλμ να φτάσουν στην οθόνη, έχει ήδη κερδίσει τη συμμετοχή του σε τρεις τηλεταινίες: «City of Fear» στον ρόλο του ψυχασθενούς δολοφόνου, «Act of Love» ως ο παραπληγικός αδελφός του Ρον Χάουραντ και «Rideout Case» στον ρόλο του κατηγορουμένου για τον βιασμό της συζύγου του (Λίντα Χάμιλτον) ­ αναρωτιέται κανείς μήπως πρόκειται για ένα προεόρτιο του μεταγενέστερου ζοφερού βίου του.


Οι παραγωγοί έχουν αρχίσει πλέον να τον ανακαλύπτουν. Η μαινόμενη και πολιτικώς ανορθόδοξη γοητεία του ­ αυτή του «μάτσο» επαναστάτη που κυκλοφορεί με Χάρλεϊ, καταστρέφει ολοσχερώς σουίτες ξενοδοχείων και ανεβοκατεβάζει μοντέλα στην κλίνη του ­ είναι εκείνη που θα του εξασφαλίσει το διαβατήριο για την «Εξαψη» του Λόρενς Κάσνταν. Ο ρόλος του βραχυχρόνιος αλλά επαρκής ­ υποδύεται τον πανκ με… εμφανή τα δείγματα της ακμής που μισθώνει ο Ουίλιαμ Χαρτ για την τοποθέτηση της βόμβας στο σπίτι της δαιμόνιας Κάθλιν Τέρνερ. Ο Μπάρι Λέβινσον θα σπεύσει να τον αδράξει για την παλιοπαρέα του «Diner» (1982), όπου και υποδύεται τον νεαρό κομμωτή που σπουδάζει τα βράδια Νομική προκειμένου να εντυπωσιάσει σύσσωμο το έτερο φύλο. Το βραβείο του καλύτερου δεύτερου ανδρικού ρόλου που θα του παραχωρήσει η Εθνική Εταιρεία Κριτικών Κινηματογράφου θα είναι η αφορμή για τον πανικό που θα επακολουθήσει. Οσοι επιμένουν να κρίνουν προτροπάδην μιλούν ήδη για τον διάδοχο του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν ­ τα πιο κακοποιημένα… σημεία αναφοράς στην ιστορία της έβδομης τέχνης.


Ο ίδιος πάντως έχει άλλη γνώμη για τα περί συνεισφοράς του στη χολιγουντιανή βιομηχανία: «Δεν δίνω δεκάρα για το ποιος πηγαίνει να δει τις ταινίες μου ή τι λέγεται γι’ αυτές», θα εξομολογηθεί σε μια έξαρση απροκάλυπτης ειλικρίνειας. «Μου δίνουν καλά λεφτά και αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που με νοιάζει αυτή τη στιγμή». Το «Eureka» του Νίκολας Ρεγκ ένα χρόνο μετά δεν θα συνδράμει ιδιαίτερα τις μετοχές του ­ άλλωστε οι διανομείς θα φροντίσουν να το καταποντίσουν. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα όμως έχει ήδη βγει στο σεργιάνι για το κάστινγκ του «Αταίριαστου». Ο Ρουρκ στέφεται πάραυτα «Motorcucle Boy», ο μεγαλύτερος σκληροπυρηνικός αδελφός του Ράστι Τζέιμς (Ματ Ντίλον), αναμφίβολα όχι ένα πρότυπο προς μίμηση. Η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη, όχι όμως και η εμπορική: το συνολικού προϋπολογισμού 10 εκατ. δολαρίων φιλμ θα αποφέρει μόλις 1.282.000 δολάρια.


Τώρα πια έχει επισημάνει τους χαρακτήρες που του ταιριάζουν. Αλλωστε, αν έχεις γαλουχηθεί μέσα στον υπόκοσμο και στα ρινγκ, δεν δυσκολεύεσαι να βωμολοχείς, να καπνίζεις και να φοράς τα γυαλιά ηλίου σου σε κάθε άνω τελεία του σεναρίου. «Οι ατσίδες της Νέας Υόρκης» του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ (1984) και η «Χρονιά του Δράκου» του παλιού του γνώριμου Μάικλ Τσιμίνο θα είναι οι αμέσως επόμενες επιλογές του. Οι κριτικοί δεν θα ενθουσιαστούν και τόσο με τις βόλτες του στη νεοϋορκέζικη Τσαϊνατάουν αλλά ο ίδιος δεν θα διστάζει να τους εκφράσει επανειλημμένως την αμέριστη περιφρόνησή του. Αλλωστε έχει έρθει πλέον το πλήρωμα των «9 1/2» εβδομάδων» (σ.σ.: εντός του 1997 θα βγει στις οθόνες η συνέχειά τους με τον τίτλο «Love in Paris»). Η Κιμ Μπάσιντζερ αδημονεί να παίξει τυφλόμυγα δοκιμάζοντας από τα χεράκια του ένα πλουσιοπάροχο εδεσματολόγιο ­ από νεραντζάκι ως πρόβιο γιαούρτι με Ο% λιπαρά. Ο σκηνοθέτης της ταινίας όμως Αντριαν Λιν δεν δηλώνει και τόσο ενθουσιασμένος με τη διαγωγή του σταρ: «Τα γυρίσματα ήταν μάλλον επώδυνα», θα πει, «αφού ο Ρουρκ ερχόταν στο σετ με κουρέλια… Εχει αυτή την ψευτοπαλικαριά του περιθωρίου, από την άλλη πλευρά όμως δεν παύει να είναι εξαιρετικά ευαίσθητος και ντροπαλός».


Λιγότερο διπλωματικός θα είναι ο Αλαν Πάρκερ, σκηνοθέτης του «Δαιμονισμένου Αγγελου: «Η συνεργασία μαζί του είναι αληθινός εφιάλτης. Είναι πολύ επικίνδυνος γιατί ποτέ δεν γνωρίζεις ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του». Την ίδια άποψη θα έχει η συμπρωταγωνίστριά του στην «Αγρια ορχιδέα» και μετέπειτα σύζυγός του Κάρε Οτις ­ η δεύτερη κατά σειρά μετά την Debra Feuer. Πέντε μόλις μήνες μετά τον γάμο τους το εκπάγλου καλλονής μοντέλο νοσηλεύεται με κατάθλιψη. Εν έτει 1991 μεταφέρεται εσπευσμένα σε νοσοκομείο του Νέου Μεξικού· οι γιατροί θα ανακαλύψουν στον ώμο της τραυματισμό από σφαίρα. Η ίδια θα αρνηθεί στην αστυνομία οιαδήποτε ανάμειξη του συζύγου της ­ προσπαθεί να πείσει τους πάντες ότι ανοίγοντας μια τσάντα εκπυρσοκρότησε ένα 357, που υπήρχε για κακή της τύχη μέσα. Στις 18 Ιουλίου 1994 ο Ρουρκ οδηγείται στο Αστυνομικό Τμήμα του Λος Αντζελες για κακοποίηση συζύγου. Το διαζύγιό τους είναι πια θέμα χρόνου.


Τελικά οι κατηγορίες αποσύρονται και η Οτις εγκαταλείπει την ήδη κατεδαφισμένη συζυγική στέγη. Στις αρχές του 1995 αποφασίζει να επιστρέψει δυναμικά στο μόντελινγκ αλλά εκείνος εξακολουθεί να την καταδιώκει. Λέγεται μάλιστα ότι σε κάποιο μεγαλειώδες πάρτι της διεθνούς haute couture ο Ρουρκ έστειλε στο τραπέζι της τον τραγουδιστή της ραπ Τουπάκ Σαμούρ ­ επίσης κατηγορούμενο για σεξουαλική, αυτή τη φορά, κακοποίηση. Η αποστολή του περιλαμβάνει την παράδοση ενός μπουκαλιού σαμπάνιας· η Οτις όμως γνωρίζει καλά την αληθινή φύση του μηνύματος. Λίγους μήνες αργότερα θα επιστρέψει σε εκείνον. «Είμαστε πολύ μα πολύ ευτυχισμένοι», θα δηλώσει σε έναν απαυδησμένο με την ανοχή της Τύπο.


Οσο για την καριέρα του ακολουθεί τον δικό της μοναχικό δρόμο. Στο «Μπάρφλαϊ» είναι κατά τι παχύτερος αλλά συντροφεύει τη Φέι Νταναγουέι, ενώ στο «Καμιά προσευχή για τους πεθαμένους» του Μάικ Χόντζις υποδύεται έναν σαγηνευτικότατο εκτελεστή του IRA. Η Βουλή των Κοινοτήτων κυριολεκτικά σείεται όταν θα κυκλοφορήσει η φήμη ότι συνδράμει οικονομικά τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό! Στις ταινίες «Χάρλεϊ Ντέιβιντσον» και «Marlboro man» παρελαύνει με τα έξι και πλέον τατουάζ του ­ ένα από αυτά «μονολογεί» «Κάρε Οτις»­ και τη δίτροχη αγαπημένη του. Οταν θα γυρίσει το «Bullet» (1995) και το «Exit in Red», τα επτά τσιουάουα που θα λερώσουν τους τοίχους της κυρίας Ροθ βρίσκονται ήδη στην κατοχή του. Ουδείς όμως γνωρίζει τι άλλο αναμένεται να προστεθεί στη συλλογή του «Μικ του χασάπη».