«Ο κλουπιέρης»
είναι ένα διήγημα που γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1968 στο Παρίσι. Εχει φόντο του την απριλιανή δικτατορία και ήρωά του έναν κληρωτό του Πολεμικού Ναυτικού που ειδικεύεται να ρίχνει σφαίρες σε δεξαμενές νερού για να ακούγεται το… κλουπ. Στη μικρή επεξηγηματική σημείωση που συνοδεύει το διήγημα ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος ισχυρίζεται ότι «Ο κλουπιέρης» είναι το μόνο πεζό «λογοτέχνημα» (τα εισαγωγικά δικά του) που έχει γράψει. Η διατύπωση μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ίσως υπάρχουν και λογοτεχνήματα σε στίχους. Στην ίδια σημείωση ο κ. Πάγκαλος ισχυρίζεται ότι μάλλον δεν θα συνεχίσει.


Διατύπωση υποθετική, που δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να εκπλαγούμε και πάλι από ένα άλλο «λογοτέχνημα» του ορμητικού πολιτικού. Ο τόμος «Ξένος, ο άλλος μου εαυτός» θα κυκλοφορήσει στη σειρά «Κείμενα και Εικόνες» των εκδόσεων Πατάκη, που επιμελείται ο Μισέλ Φάις.


Στον τόμο αυτόν συμμετέχουν με κείμενά τους οι συγγραφείς Ευγένιος Αρανίτσης, Νίκος Βασιλειάδης, Σωτήρης Δημητρίου, Βασίλης Καραποστόλης, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Νίκος Μπακόλας, Μαρία Μήτσορα, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος και Μισέλ Φάις. Προλογίζουν ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Χρήστος Ροζάκης, ο καθηγητής Τάκης Καγιαλής και ο δημοσιογράφος Νίκος Ξυδάκης. Τα κείμενα «διαβάζουν» εικαστικά οι ζωγράφοι Βασίλης Βλασταράς, Μαργαρίτα Γελαδά και Γιάννης Σκαλτσάς.


Η παρουσίαση του λευκώματος και η έκθεση των έργων θα γίνουν στον Χώρο Τέχνης 24 (Κλεομένους 24) στις 29 Μαρτίου, 8 το βράδυ.


Ο κλουπιέρης


Ο Αρχικελευστής Μαστραπάς σήκωσε το κεφάλι από τα χαρτιά του. Οταν αργότερα προσπαθούσε να θυμηθεί τη σκηνή, αναρωτιόταν συχνά τι ακριβώς είχε συμβεί.


Η κατάταξη της φθινοπωρινής κληρουχίας του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού είχε αρχίσει εδώ και τρεις μέρες. Δούλευαν χωρίς να σηκώσουν κεφάλι, όπως οι εργάτες στην αλυσσίδα. Οι Γιάννηδες, ο ένας μετά τον άλλον προχωρούσαν μπροστά στο τραπεζάκι του και απαντούσαν στις κλασικές ερωτήσεις:


Ονομα…


Επώνυμο…


Γεννηθείς… πού…


Επάγγελμα…


Σπουδές…


Αριθμός φακέλλου στρατολογίας…


Βέβαια, πότε πότε, έφταναν και μερικοί πολύ ηλίθιοι, πραγματικοί μαλάκες, που μπερδεύαν τις απαντήσεις ή μέναν με το στόμα ορθάνοιχτο, τρομαγμένοι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να κοιτάξεις τον λεγάμενο ψυχρά στα μάτια και να του πετάξεις μερικές βρισιές, όχι πολύ φωναχτά, ίσα ίσα για να τον κάνεις να συνέλθει.


Εκείνη όμως τη στιγμή, πρώτος αυτός, ο Αρχικελευστής Στρατολόγος Μαστραπάς σήκωσε τα μάτια του, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη αιτία, πριν μιλήσει ο άλλος καν.


Ισως η αιτία να ήταν τα δάχτυλα, υπερβολικά μακριά κι αδύνατα, που ο κληρωτός είχε ακουμπήσει στην άκρη του τραπεζιού, πράγμα ολότελα ασυνήθιστο, μέσα στο οπτικό του πεδίο. Ή ίσως πάλι ένας μικρός μπάτης που γλυστρώντας ανάμεσα στις παράγκες σκόρπισε μια θαμπή μυρουδιά ψητού καβουριού και κατραμιού κι έμοιαζε να προτείνει ένα λεπτό διακοπή.


Το γεγονός είναι ότι θυμόταν καλά πως κοίταξε κάμποση ώρα το αδύνατο πρόσωπό του, το γυμνό μέτωπο, τα παχειά χείλη, τα μάτια του νεοφερμένου που χαμογελούσαν πίσω από χοντρούς φακούς, πριν μπορέσει, κάνοντας μια μικρή προσπάθεια, να ξαναγυρίσει στο τυπικό:


Ονομα…


Επώνυμο: Ισκιος


Γεννηθείς: 15 Αυγούστου 1948 πού: στον Πειραιά


Επάγγελμα: Κλουπιέρης


­ Θέλετε να πείτε κρουπιέρης, είπε ο Μαστραπάς, μιλώντας έτσι στον πληθυντικό σ’ έναν απλό κληρωτό, για πρώτη φορά σε εννέα χρόνια υπηρεσίας.


­ Οχι, όχι, είμαι κλουπιέρης, με λάμδα.


­ Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για το επάγγελμα που συνίσταται στη διεύθυνση των παιγνίων σε μια χαρτοπαικτική λέσχη.


­ Οχι, κύριε Αρχικελευστά. Το επάγγελμά μου το ασκώ πάντα στο ύπαιθρο. Πρόκειται, ξέρετε, για ένα επάγγελμα που είναι γνωστό μόνο σ’ ένα μικρό κύκλο πολύ ειδικευμένο, είπε ο άλλος σοβαρά. Εξ άλλου μού είναι δύσκολο να σας περιγράψω σε τι ακριβώς συνίσταται. Θα γνωρίζετε ασφαλώς ότι ο νόμος επιβάλλει σε μερικές ειδικότητες το πιο απόλυτο επαγγελματικό μυστικό.


­ Α, μάλιστα! Τώρα κατάλαβα, είπε ο Μαστραπάς κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, κι αμέσως μετάνοιωσε για την οικειότητα.


Ο τύπος αυτός θα γινόταν σίγουρα αξιωματικός.


­ Καθήστε στον ίσκιο κάτω από το πεύκο, κύριε κλουπιέρη. Σε λίγα λεπτά θα γίνει διακοπή. Θα σας παρουσιάσω τότε στον κύριο υποπλοίαρχο που θα ασχοληθεί με την περίπτωσή σας. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε. Εχω, βέβαια, ακούσει για την ειδικότητά σας, αλλά, όσο ξέρω, είναι η πρώτη φορά που ένας κλουπιέρης κατατάσσεται στο Βασιλικό Ναυτικό.


Ο Ισκιος κατευθύνθηκε προς το πεύκο σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Τα ατέλειωτα χέρια του κρέμονταν νωχελικά από τους σκυφτούς του ώμους. Κάθησε.


Ο Μαστραπάς συνέχισε τη μονότονη δουλειά του άκεφα. Με την άκρη του ματιού κοιτούσε πότε πότε τον νεοφερμένο που κουνιόταν ελαφρά πάνω στα πίσω πόδια της καρέκλας του. Οχι με αναίδεια, ίσα ίσα να δείχνει την πλήρη του αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε μπροστά του.


Ο Μαστραπάς δεν τολμούσε ούτε τη φωνή να υψώσει πια. Μια σκέψη τον έτρωγε. Επρεπε άραγε να ομολογήσει στον ανθυποπλοίαρχο Λιοσέ, τον ψωροπερήφανο αυτό γόνο καλής οικογένειας που σκορπούσε πάντοτε γύρω του μια σαχλή μυρουδιά βερνικωμένου πετσιού και ξένης κολώνιας για το ξύρισμα, ότι αγνοούσε τι ήταν ένας κλουπιέρης; Ή πάλι έπρεπε να παραστήσει ότι το ήξερε και να ρωτήσει μόνο τι ειδικότητα δίναν στους κλουπιέρηδες στο Πολεμικό Ναυτικό; Στο κάτω κάτω της γραφής, στα εννιά χρόνια που δούλευε στρατολόγος, πρώτη φορά παρουσιαζόταν τέτοιο πράγμα.


Κι αν ο αλητήριος ο Λιοσές δεν ήξερε ούτε αυτός τι πράγμα ήταν ένας κλουπιέρης; Αν του έκανε ερωτήσεις; Ο Μαστραπάς φαντάστηκε τον εαυτό του περικυκλωμένο από τους νέους αξιωματικούς, γυαλισμένους, κομψούς και λεπτοδεμένους, που ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ακουγε κιόλας τα γνωστά ευφυολογήματα για το πνευματικό επίπεδο των χοντρών υπαξιωματικών που έχουν καταβροχθίσει τόνους πιλάφι. Βέβαια, αυτοί οι κύριοι την είχαν καλά. Τους μισθούς τους ξόδευαν συχνά σε μία μόνο νύχτα στα μπουζούκια με τις πουτάνες της καλής κοινωνίας. Για τον υπόλοιπο μήνα φρόντιζε ο μπαμπάς.


Αυτός είχε να θρέψει τρία στόματα, να πληρώσει τις δόσεις του ψυγείου. Κι έπειτα είχε και τις φιλοδοξίες του. Θα την πέρναγε αυτή την καταραμένη σχολή του χρόνου. Βέβαια, η άλγεβρα ήταν λίγο δύσκολη, αλλά τόσοι και τόσοι τα είχαν καταφέρει, γιατί να μην τα καταφέρει κι αυτός. Είδε κιόλας τον εαυτό του σημαιοφόρο.


Ο Μαστραπάς ταχτοποίησε το μολύβι και τα χαρτιά του. Είχε πάρει την απόφασή του.


­ Ελάτε, κύριε κλουπιέρη.


Ο σημαιοφόρος Καμπάνας στηριζόταν στη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου του αξιωματικού υπηρεσίας, έτοιμος να σφυρίξει αν εμφανιζόταν κάποιος ανώτερος. Υπήρχε λόγος. Ο ανθυποπλοίαρχος Λιοσές είχε βάλει για τέσσερις φίλους του την πρωτότυπη μίνι κασέτα τού «Hair» στο γιαπωνέζικο μαγνητόφωνό του.


Ο Λιοσές γούσταρε την ατμόσφαιρα. Θα έπηζε όλη την Αθήνα μ’ αυτή την αχτύπητη καινούργια μουσική που δεν πουλιόταν ακόμα στα μαγαζιά. Του την είχε αγοράσει στο Πι Εξ ο Ρόμπερτ, υποπλοίαρχος του Εκτου Στόλου. Ηταν ένα ωραίο αγόρι, ξανθό και λεπτό. Ηταν νεώτερός του παρ’ ότι είχε μεγαλύτερο βαθμό. Παίρναν πιο γρήγορα προαγωγές οι Αμερικανοί. Εδώ το παράκαναν λιγάκι οι καραβανάδες του στρατού. Κάναν, βέβαια, αυτοί βασικά την εθνική αντίσταση, αλλ’ αυτός δεν ήταν λόγος να μονοπωλούν όλες τις θέσεις. Ο Λιοσές είχε πολύ ξεκάθαρες ιδέες πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Αν το ναυτικό δεν ξεκαθαριζόταν αρκετά, για να φτάσει, στο ιδεολογικό επίπεδο, την ενότητα του πεζικού στην υποστήριξη της εθνικής κυβέρνησης, θα μέναν πάντα οι φτωχοί συγγενείς της νέας κατάστασης.


ΟΡόμπερτ ήταν ένα συμπαθητικό παιδί, αν εξαιρέσει κανείς τη φλυαρία του για την αριστοκρατική καταγωγή του, τη μανία του να αποδείξει ότι ήταν ένας γνήσιος Αγγλοαμερικάνος, ένας Γουάσπ αυθεντικός, γόνος παλιάς ναυτικής οικογένειας της Κοννεκτικούτης. Τον είχε γνωρίσει σε μια εθιμοτυπική επίσκεψη που είχαν κάνει στο πλοίο του. Βγήκαν ένα βράδυ, με τη Φρύνη και τη Μέλπω, δύο πολύ όμορφες γκόμενες, αλλά ξαφνικά δεν δέχτηκαν να τους ακολουθήσουν στην γκαρσιονέρα του. Αυτό είναι το δράμα με τις Ελληνίδες. Δεν χάνουν ευκαιρία να σου παραστήσουν τις παρθένες, ακόμα κι αν είναι πασίγνωστες ότι το κάνουν. Ο Ρόμπερτ έσκυψε ξαφνικά και του την πήρε στο στόμα μέσα σ’ αυτοκίνητο, στου Φιλοπάππου όπου τον είχε ανεβάσει να του δείξει το στόλο φωταγωγημένο πέρα στο Φάληρο. Τον άφησε. Τι να κάνει; Τα κορίτσια τούς είχαν ρίξει και είχαν πιει κάμποσο. Κι έπειτα τον ικανοποιούσε αυτό το κόλπο… Ο ανδρισμός ο δικός του δεν θιγόταν. Το μόνο που τον ενοχλούσε λιγάκι ήταν ένα κάπως υπερβολικά τρυφερό γράμμα που συνόδευε το δίσκο. Αν το έβλεπαν οι συνάδελφοι…


Συνόδευαν με τα δάχτυλα, τραγουδώντας χαμηλόφωνα το συναρπαστικό γύρισμα του τραγουδιού που είχαν ήδη μάθει απέξω.


… άουερ έρλυ μόρνιν σίνγκιν σογκ.


Λιμπ νταμπ ντούμπι


Λιμπ νταμπ ντούμπι


Λα λα λα λα λα


σάμπα, σίμπι, ντάμπα.


­ Ο Αρχικελευστής Μαστραπάς με έναν νεοσύλλεκτο, φώναξε από την πόρτα ο Καμπάνας.


­ Ωραία, μη ρίπτουμε τους μαργαρίτας εις τους χοίρους, είπε ο Λιοσές.


Σταμάτησε, χωρίς να βιαστεί, το μαγνητόφωνο, κι έριξε από πάνω έναν Ελεύθερο Κόσμο.


Ο Μαστραπάς στάθηκε προσοχή. Του μύριζε ενέδρα αυτό το δωμάτιο.


­ Κύριε ανθυποπλοίαρχε, ευπειθώς αναφέρω ότι παρουσιάστηκε ένας κληρωτός που επαγγέλλεται τον κλουπιέρη. Είναι αρκετά σπάνιο είδος και η εγκύκλιος δεν προβλέπει τι ειδικότητα πρέπει να του δώσουμε.


­ Τι το σπάνιο έχει ένας κρουπιέρης; χαχάνισε ένας σημαιοφόρος. Κάνε τον θαλαμηπόλο ή το πολύ πολύ μάγειρα.


­ Οχι, όχι, είπε θριαμβευτικά ο Μαστραπάς. Ο κληρωτός δεν είναι κρουπιέρης καζίνου. Είναι κλουπιέρης, με λάμδα.


Ο ανθυποπλοίαρχος μυρίστηκε ότι η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Το ανόητο αυτό σημαιοφοράκι είχε γελοιοποιηθεί αφήνοντας τη γλώσσα του να προτρέξει της διανοίας.


­ Α! Μάλιστα, αγαπητέ μου Μαστραπά, βλέπω περί τίνος πρόκειται. Είναι πράγματι αρκετά εξαιρετική και πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Το ναυτικό θα χρησιμοποιήσει άριστα τις ικανότητές σας, κύριε…


­ Ισκιος, είπε ο κλουπιέρης.


­ Ναι, κύριε Ισκιε, να μην αμφιβάλλετε περί αυτού. Μπορώ μάλιστα να πω ότι το τεχνολογικό επίπεδο του ναυτικού εγγυάται την κατάλληλη χρησιμοποίηση των γνώσεών σας, καλύτερα από κάθε άλλο όπλο. Τώρα θα σας παρακαλέσω να υποβληθείτε στις στρατολογικές διατυπώσεις. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να σας απαλλάξουμε. Το ναυτικό είναι ένα δημοκρατικό σώμα. Θα το μάθετε εξ άλλου αυτό. Πάω αμέσως να αναγγείλω την άφιξή σας στον κύριο Ναύαρχο. Πότε νομίζετε ότι θα μπορέσετε να περιγράψετε τη μέθοδό σας στους κυρίους αξιωματικούς; Με όσο γίνεται, βέβαια, λιγότερες τεχνικές λεπτομέρειες.


­ Κύριε ανθυποπλοίαρχε, όπως ασφαλώς θα ξέρετε, εμείς οι κλουπιέρηδες είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε το επαγγελματικό μυστικό κατά τον πιο απόλυτο τρόπο. Πάντως, αν το κρίνετε σκόπιμο, θα μπορούσα να κάνω μια επίδειξη, αρκεί να μου παραχωρηθούν τα απαιτούμενα μέσα που είναι αρκετά σημαντικά και απόλυτη ελευθερία για να διευθύνω ο ίδιος τις προετοιμασίες, παίρνοντας και όλα τα προφυλακτικά μέτρα που επιβάλλονται.


­ Ωραία, είπε ο Λιοσές, θα κάνω ό,τι χρειάζεται, αλλά πρέπει πρώτα να ειδοποιήσω τον κύριο Ναύαρχο. Πρέπει, όσο να ‘ναι, να σεβόμαστε την ιεραρχία. Μπορείτε να πηγαίνετε.


Μόλις βγήκε ο κλουπιέρης, ο ανθυποπλοίαρχος κράτησε τον Μαστραπά μ’ ένα νόημα.


­ Σε τι κατηγορία τον έχουμε;


­ Εψιλον, κύριε ανθυποπλοίαρχε. Απολύτως εθνικόφρων.


Τα χαλίκια των κήπων του ναυαρχείου έτριζαν κάτω από τα μεγάλα αποφασιστικά βήματα του ανθυποπλοίαρχου Λιοσέ.


Ηταν περίεργος να δει τι ύφος θα έπαιρνε ο γερο-ναύαρχος που όλοι θεωρούσαν μετά την επανάσταση σαν ένα απόστρατο με αναστολή. Κάτι τέτοιοι ήταν τα νεκρά σώματα που έπρεπε να ξεκαθαριστούν. Συνωμοτούσαν με τους παλιούς πολιτικούς και δεν έπαυαν να αναφέρουν τους δεσμούς τους με τον βασιλικό οίκο. Ο Λιοσές, αντίθετα, είχε επαφή με τα γεγονότα. Εξ άλλου η ΚΥΠ τού είχε αναθέσει να συντάσσει μια εβδομαδιαία έκθεση πάνω σ’ αυτόν τον ναύαρχο και μερικούς άλλους αμφίβολους τύπους. Τον είχαν διαβεβαιώσει ότι τις διάβαζε ο πρωθυπουργός, ο ίδιος ο Παπαδόπουλος.


Ζήτησε να τον αναγγείλουν, μπήκε, χαιρέτισε και στάθηκε ακίνητος σε στάση προσοχής.


­ Τι θέλετε, αγαπητέ μου; ρώτησε ο γέρος.


­ Κύριε ναύαρχε, πήρα την πρωτοβουλία να παρουσιαστώ για να σας αναφέρω ότι ένας κλουπιέρης παρουσιάστηκε με τη σημερινή κληρουχία για να υπηρετήσει υπό τας διαταγάς σας.


­ Τι είπες; μούγκρισε ο ναύαρχος, που ήταν και βαρήκοος, ένας κρουπιέρης;


­ Οχι, κύριε ναύαρχε, ένας κλουπιέρης, με λάμδα. Αν μου επιτρέπετε να εκφράσω μία άποψη, νομίζω ότι μας δίνει μια θαυμάσια ευκαιρία να επιδείξουμε το τεχνολογικό επίπεδο των υπηρεσιών μας και ταυτόχρονα το νέο πνεύμα που διέπει τα πληρώματα μετά την εθνική επανάσταση της 21ης Απριλίου.


Οναύαρχος δεν κατάλαβε πολύ καλά για τι πράγμα επρόκειτο. Αισθάνθηκε όμως την ανάγκη να αντιδράσει όταν άκουσε τις τελευταίες λέξεις. Διαισθάνθηκε την πρόκληση. Είχε εξ άλλου πληροφορίες για τις παράλληλες δραστηριότητες αυτού του νεαρού αλήτη. Ηξερε ότι είχε επαφή με τους σκληρούς του στρατού. Το πραξικόπημα αυτό καθ’ εαυτό δεν του είχε κακοφανεί. Κάποιος έπρεπε να επιβάλει την τάξη και να πατάξει τους κομμουνιστές. Αλλά δεν μπορούσε να τους συγχωρέσει το διώξιμο του βασιλιά. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει στην υπηρεσία της δυναστείας. Της έμενε πιστός.


­ Είμαι ευτυχής, ανθυποπλοίαρχε. Είναι τιμή για το όπλο μας το ότι αποκτήσαμε έναν τέτοιο ειδικό, όπως οι περισσότεροι ξένοι στρατοί. Είμαι βέβαιος ότι ο κύριος πρωθυπουργός και όλοι οι υπεύθυνοι της εθνικής μας επαναστάσεως θα ενθουσιαστούν όταν θα τους ανακοινώσω τη θαυμάσια αυτή είδηση. Και μια και ασχοληθήκατε πρώτος με την περίπτωση, δώστε του όλα τα μέσα για να συνεχίσει τις εργασίες του. Ή, μάλλον, περιμένετε. Να του αναθέσετε να προετοιμάσει μιαν επιστημονική επίδειξη, εντός των πλαισίων της τελετής ορκωμοσίας της νέας σειράς. Εν τω μεταξύ πλήρης μυστικότης. Θα προετοιμάσουμε μια εκθαμβωτική έκπληξη για τα μέλη της εθνικής κυβερνήσεως που θα παρευρεθούν. Τι λέτε; Εχετε πλήρη πρωτοβουλία για τη διεύθυνση των κινήσεων. Το όνομά σας θα συνδεθεί με την επιτυχία τους.


­ Μάλιστα, κύριε ναύαρχε, είπε γοητευμένος ο Λιοσές. Σας ευχαριστώ που με διαλέξατε γι’ αυτή την αποστολή.


Και ήρθε η μεγάλη μέρα.


Στην τελετή ορκωμοσίας των νέων κληρωτών στη σειρά του Οκτώβρη του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, ήταν παράδοση ο ουρανός να είναι γαλάζιος. Επεφτε πάντα στο μικρό καλοκαιράκι του Αη Δημήτρη. Γαλάζιες μέρες, ίσα ίσα χρυσωμένες στις άκρες, με τόσα μόνο μικρά λευκά συννεφάκια ονείρου και δροσιάς όσα χρειάζονταν για να φαίνεται η διαφορά από τις καυτές ξαστεριές του καλοκαιριού. Αυτές οι όμορφες μέρες της Αττικής, ανάμεσα σε δύο εποχές, που σε κάνουν να ξυπνάς έτοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο.


Ολα ήταν έτοιμα. Οι λευκές επιφάνειες σχεδόν διάφανες, οι μπλε σχεδόν μαύρες. Τα μέταλλα μπερδεύονταν με τους καθρέφτες, τα ξύλα με τα ηλιοκαμένα δέρματα. Οι ναύτες όλοι πλυμένοι και φρεσκοξυρισμένοι. Οι αξιωματικοί όλοι αρωματισμένοι, φρεσκολουσμένοι, χτενισμένοι στην εντέλεια. Το ναυτικό είχε παράδοση καθαριότητας. Δεν έμοιαζε σ’ αυτούς τους βρωμοπόδαρους καραβανάδες.


Ητελετή προχωρούσε όπως είχε προγραμματισθεί, όπως πάντα. Βέβαια, απ’ το μυαλό του ναυάρχου πέρασε μια στιγμή η πικρή σκέψη ότι στη θέση του νέου βασιλιά, του ωραίου αυτού εφήβου, βρισκόταν ένας αντιβασιλιάς, ένας κακομούτσουνος χυδαίος στρατηγός, που ξεχνούσε εξ άλλου συχνά τ’ όνομά του. Τι θράσος! Ο αρχιπραξικοπηματίας υπουργός των Εσωτερικών δίπλα του τού φερόταν φιλικά. Το σκυλίσιο σπασμωδικό τους γέλιο δεν ήταν, βέβαια, πολύ καθησυχαστικό. Σαν να του έκανε καλή εντύπωση όμως η εμφάνιση του στρατοπέδου, η τέλεια παρέλαση των ναυτών μπροστά τους, η αλάνθαστη ομοφωνία των χίλιων νεανικών φωνών που τίναξαν προς τον ουρανό τον αρρενωπό όρκο. Επειταν ήρθαν οι ασκήσεις των βατραχανθρώπων που προκάλεσαν μερικά γελάκια και ξεφωνήματα στην εξέδρα των κυριών, με τα σχεδόν ανύπαρκτα σλιπ τους και τους προκλητικούς τους ιδρωμένους μυς που γυάλιζαν στον ήλιο. Επειτα για μια στιγμή δημιουργήθηκε ένα κενό.


Ο ναύαρχος αντί να σηκωθεί για να δώσει το σύνθημα του τέλους του θεάματος ­ είχαν όλοι εξ άλλου μεγάλη διάθεση να περάσουν στο τραπέζι με τα αναψυκτικά ­ χαμογέλασε αινιγματικά. Ενώ η μπάντα άρχιζε τη «Γέφυρα του ποταμού Κβάι», ο κλουπιέρης βγήκε από μια γωνία του πεδίου ασκήσεων και κατευθύνθηκε τροχάδην προς τον πύργο. Ο ανθυποπλοίαρχος Λιοσές είχε επιβλέψει την κατασκευή αυτού του έργου σ’ ένα χρόνο-ρεκόρ. Ψηλός, κάπου είκοσι μέτρα, ολόκληρος από μπετόν, τελείωνε σ’ ένα μικρό εξώστη όπου η εθνική σημαία μπερδευόταν με τον ουρανό.


Ο κλουπιέρης έφτασε λαχανιασμένος στη βάση του πύργου. Χαιρέτισε τον Λιοσέ, που, στημένος σε στάση προσοχής δίπλα σε μια μικρή δεξαμενή από άσπρο μάρμαρο, του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Επειτα ανέβηκε, όχι και πολύ ευκίνητα, τη μικρή σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στον εξώστη. Οταν έφτασε, ο ανθυποπλοίαρχος γύρισε προς τους επισήμους, τράβηξε το σπαθί του και χαιρέτισε. Είδε το ναύαρχο να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του υπουργού. Είδε το χέρι του να σηκώνεται. Κατέβασε απότομα το σπαθί. Τότε ξέσπασε στα μεγάφωνα ο εθνικός ύμνος.


Οταν τελείωσε, ο Γιάννης Ισκιος, πρώτος κλουπιέρης στην ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ξεκρέμασε το σακίδιό του, πήρε μια μεταλλική σφαίρα, έσκυψε και την άφησε προσεκτικά να πέσει.


Ολοι κρατούσαν και την αναπνοή τους ακόμα και έτσι ακούστηκε και στις πιο απομακρυσμένες γωνίες του στρατοπέδου το κλουπ που έκανε η σφαίρα πέφτοντας μέσα στο νερό της δεξαμενής.