Ενας «σεισμός» με προεκτάσεις


«Περίπου στα 1974 άκουσα στο Σαν Φρανσίσκο το έργο Drumming του Στιβ Ράιχ. Η τεχνική εκείνη την εποχή ήταν ακόμη παρθένα, πολύ ρηχή, απλή, αφελής. Η μουσική έφερνε στον νου την εικόνα μιας ομάδας χίπι που κάθονται σταυροπόδι γύρω γύρω καπνίζοντας μαριχουάνα και χτυπώντας ταμπούρλα και κατσαρολικά. Υπήρχε όμως κάτι στον αέρα, μια φρεσκάδα, μια υπόσχεση».



Με οίστρο δημιουργικού εκλεκτισμού ο ετερόδοξος «μαθητής» της σύγκλισης των πολιτισμών σκηνοθετεί τα φουτουριστικά πλάνα ενός εύστροφου ακουστικού σινεμά, όπου το ποπ τραγούδι συναντά το μιούζικαλ και οι πληροφοριακές λεωφόροι το όνειρο του άυλου σώματος. Θέμα φαντασίας; Και υψηλής συναισθηματικής ευκρίνειας επίσης. Ολα αυτά με αφορμή έναν σεισμό που ραγίζει ασφαλείς ζωές και στεγανά, σε λιμπρέτο Τζουν Τζόρνταν και σκηνοθεσία Πίτερ Σέλαρς. Ο «σεισμός» ωστόσο επεκτείνεται εξόφθαλμα πλέον και στη σχέση του συνθέτη με τον στερεότυπο χαρακτηρισμό του από τα ΜΜΕ ως μινιμαλιστή.


Αν λάβει κανείς υπόψη του το ύφος και το ήθος της προσωπικότητας του, κατά κοινή ομολογία, μείζονος εκπροσώπου της μεταμοντέρνας εποχής, θα θεωρούσε ασφαλώς αναμενόμενη την άρνησή του να αποδεχθεί τον πατερναλιστικό στόμφο της ταμπέλας «μινιμαλισμός». Ταμπέλα την οποία, όπως ιστορικά καταγράφεται, απέδωσε ο βρετανός θεωρητικός και συνθέτης Μάικλ Νάιμαν στους δομιστές συνθέτες του τέλους της δεκαετίας του ’60.


Σε όσους, δηλαδή, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού έσπευσαν να εξερευνήσουν τις ψυχοσωματικές αισθητικές δυνατότητες ενός μουσικού υλικού εντυπωσιακά ελαχιστοποιημένου: σιωπή και σόλο νότες, έμμονες ατμόσφαιρες και εκλεκτικές αναφορές στις εθνικές μουσικές του κόσμου, διαιωνιζόμενοι παλμοί και τεμάχια ήχων σε αβίαστες πλέξεις, επαναλαμβανόμενες μίνι μελωδίες και κυκλικοί ρυθμοί. Κάτι, δηλαδή, σαν σημαδεμένη τράπουλα σε ένα παιχνίδι ανανέωσης της δύναμης των κλισέ, μια εκφραστική παλέτα ξανακερδισμένης αθωότητας και εξαντλητικής κλωνοποίησης συγκινήσεων, μια ολιγόλογη μνημειακή αρχιτεκτονική με ηχητικά φαινόμενα ψυχοακουστικής ή μύηση σε εναλλακτικές καταστάσεις διαλογισμού και φυγής από το ρεαλιστικό περιβάλλον. Ο καθένας με τον τρόπο του και με τον στόχο του.


Η απελευθέρωση της μουσικής


Αλλά όλοι οι συστεγαζόμενοι κάτω από την ομπρέλα «minimal» πιθανώς να συμφωνούσαν ότι, εκτός από τις παγκόσμιες, τριτοκοσμικές κυρίως, εθνικές μουσικές παραδόσεις, που τόσο καταλυτικά επηρέασαν το μεταμοντέρνο φλερτ με την πνευματικότητα και τον εξιδανικευμένο ερωτισμό, ο κοινός τόπος τους ήταν ουσιωδώς ριζοσπαστικός, με διαχρονικές συνέπειες.


Κοντολογίς, επρόκειτο για την απελευθέρωση των δυνατοτήτων αλλαγής της μουσικής εμπειρίας, έτσι όπως την εννοούσε η Δύση, όχι μόνο ως προς το τι ακούμε αλλά και ως προς το πώς το ακούμε. Υπήρξε, λοιπόν, και ο Τζον Ανταμς (όπως ο Λα Μοντ Γιανγκ, ο Τέρι Ράιλι, ο Στιβ Ράιχ, ο Φίλιπ Γκλας, ο Βολφ Φόστελ, ο Ασμους Τίτχενς, ο Κόνραντ Σνίτσλερ, ο Γιασούν Μαρτζ, ο Τζον Γουάιτ, ο Γκέβιν Μπράιαρς ή ο Σλάβα Ράνκο) κριτής του δόγματος «πάση θυσία νέο», της θεμελιώδους ντιρεκτίβας των ιστορικών πρωτοποριών στις αρχές, και ως τα μέσα, του 20ού αιώνα.


Επίσης, δίχως καλά καλά να το συνειδητοποιεί ακόμη και σήμερα, υπήρξε μείζων γκουρού της διαισθητικής θέσης ότι το πραγματικό είναι πάντα νέο. «Επιθυμώ τόσο λίγο να μείνω στην ιστορία ως μινιμαλιστής όσο και να χαρακτηριστώ φυτοφάγος ή οπαδός του Δημοκρατικού Κόμματος ή μέλος μιας οποιασδήποτε αυθαίρετα προσδιοριζόμενης ομάδας» τονίζει ο ίδιος.


«Η μουσική μου πηγαίνει πολύ πιο μακριά από αυτό το καθαρό, απομονωμένο στυλ, του οποίου ωστόσο χρησιμοποιώ την τεχνική, αν και γενικότερα η πακετοποίηση των στυλ στην τέχνη είναι σημαντική από λειτουργική άποψη. Γιατί αναγνωρίζουμε αμέσως την ιστορικότητα και το πολιτιστικό στίγμα μιας περιγραφής που χρησιμοποιεί τον όρο γοτθική αρχιτεκτονική ή τον όρο βικτωριανό μυθιστόρημα. Ο γενικόλογος προσδιορισμός, παρά τις εγγενείς αδυναμίες του, δεν παύει να είναι σημαντικός για τη θεμελίωση και την εξέλιξη της θεωρίας των τεχνών. Ο μινιμαλισμός, λοιπόν, ως άποψη, αποτελεί για μένα τη σημαντικότερη εξέλιξη στη δυτική μουσική μεταπολεμικά. Αποενοχοποίησε τη χρήση της τονικής αρμονίας και έμμεσα πρότεινε μια θεατρικού τύπου εκμετάλλευση της επαναληπτικότητας και της ομαλής διακύμανσης των ρυθμών, που συνιστούν δύο από τα βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας του. Εξ ου και η συνεισφορά του μινιμαλιστικού στυλ στην ανανέωση της όπερας των σύγχρονων καιρών».


Ο σπουδαστής του Χάρβαρντ


Ο Τζον Ανταμς γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη το 1947. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Εργάστηκε στην Καλιφόρνια ως διευθυντής ορχήστρας ενώ παράλληλα επιδιδόταν στη σύνθεση. «Ηδη από τη δεκαετία του ’60, ως σπουδαστής στο Χάρβαρντ, συνέθετα τονική μουσική. Αυτό μου έκανε τη ζωή πολύ δύσκολη. Στα αμερικανικά πανεπιστήμια περνούσε μόνο μια πανίσχυρη ευρωκεντρική άποψη. Ως μουσική, δηλαδή, εθεωρείτο οτιδήποτε μεταξύ Παλεστρίνα και Βέμπερν ­ μέσω του τελευταίου ερχόμασταν επίσης σε επαφή με τον Μπουλέζ και τον Κάρλχαϊντς Στοκχάουζεν.


Στο Χάρβαρντ δεν υπήρχε κανένα μάθημα περί τζαζ ή περί εθνικών μουσικών του πλανήτη. Δεν μπορούσες να μάθεις τίποτε σχετικά με τη μουσική από την Αφρική, το Μαρόκο ή την Ινδία. Περίπου στα 1974 άκουσα στο Σαν Φρανσίσκο το έργο Drumming του Στιβ Ράιχ. Η τεχνική εκείνη την εποχή ήταν ακόμη παρθένα, πολύ ρηχή, απλή, αφελής. Η μουσική έφερνε στον νου την εικόνα μιας ομάδας χίπι που κάθονται σταυροπόδι γύρω γύρω καπνίζοντας μαριχουάνα και χτυπώντας ταμπούρλα και κατσαρολικά.


Υπήρχε όμως κάτι στον αέρα, μια φρεσκάδα, μια υπόσχεση. Αισθάνθηκα ότι αυτή η μουσική γλώσσα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι πολύ εκφραστικότερο. Είδα σε αυτήν μια διέξοδο. Τότε, βλέπετε, διεύθυνα χαλαρά συναυλιακά δρώμενα, διάφορα χάπενινγκ όπου παρουσιάζαμε έργα του Κέιτζ και του Στοκχάουζεν. Ολα αυτά ήταν πρόχειρα, εφήμερα, τίποτε παραπάνω από ένα αστείο. Και, το χειρότερο, στον αντίποδά τους γράφονταν και γράφονται έργα υπερβολικά κακής ακαδημαϊκής μουσικής, ακριβώς γιατί οι συνθέτες ανησυχούν για το κατά πόσον τα έργα τους θα ξεπεράσουν τον 20ό αιώνα. Δημιουργούν έτσι μια δυσνόητη γλώσσα που δεν παραπέμπει παρά μόνο στον εαυτό της. Αντιθέτως, για μένα η επικοινωνία με το κοινό είναι πολύ σημαντική».


Ο Τζον Ανταμς από το 1979 ως το 1985 διετέλεσε συνεργάτης της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σαν Φρανσίσκο. Κυρίως στις όπερές του καταγράφεται πιο ανάγλυφα η προσωπική του φιλοσοφία «ανοιχτού διαλόγου» με την καθημερινότητα, όπως και η αξιοποίηση του «εδώ και τώρα» με άμεσες αναφορές στην πολιτικοκοινωνική ειδησεογραφία και στον πολιτισμό της στιγμής. Είναι πολύ σημαντική αυτή η καταγραφή για την ψυχολογία της Δύσης σήμερα. Στις μεσαιωνικές κοινωνίες ο άνθρωπος δεν πίστευε στο μέλλον. Σημαντικά γι’ αυτόν ήταν μόνο η αιωνιότητα ­ χρόνος εκτός χρόνου ­ και το παρελθόν. Ο μοντέρνος κόσμος διαπραγματεύθηκε τα δώρα τού χθες με αντάλλαγμα μια Γη της Επαγγελίας κάπου στο μέλλον. Και οι νέες κοινωνίες του αυτοματισμού, χάνοντας τον μίτο της παράδοσης και όντως πιο ευέλικτες από οποιεσδήποτε άλλες στο να αποδέχονται τα πάντα, βρίσκουν τον εαυτό τους εγκαταλελειμμένο στο μόνιμα προσωρινό παρόν, σε ένα αποθαρρυντικό αλλά και απελευθερωτικά γόνιμο τοπίο συντριβής των βεβαιοτήτων, ειρωνικά δοσμένο στην όπερα «Ι Was Looking at the Ceiling and Then Ι Saw the Sky». Η συμφιλίωση των τριών ειδών χρόνου, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, είναι η στιγμή. Το μικρό παράθυρο προς τη μεριά του χρόνου δίχως όρια που ονομάζουμε αιωνιότητα…





1
The Far Country (New Albion/Libra) 2 Shaker Loops/Light Over Water (New Albion/Libra)


3 Violin Concerto (Warner)


4 Nixon in China (Nonesuch/Warner) 5 The Chairman Dances/Christian Zeal And Activity/Two Fanfares for Orchestra/Common Tones in Simple Time (Nonesuch/Warner)


6 The Death of Kling – Hoffer (Nonesuch/Warner)


7 Harmonium (ECM)


8 Ι Was looking at the Ceiling and Then Ι Shaw the Sky (Nonesuch/Warner)


9 The Wound Dresser/Fearful (Nonesuch/Warner)


10 Harmonienlerhe (Nonesuch/Warner)