* Μιλάει στο «Βήμα» ο κ. Β. Καρακώστας, σεισμολόγος του Εργαστηρίου Γεωφυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΟΙ ασχολούμενοι με τα έγκατα της γης έλληνες ειδικοί επιστήμονες δεν πρόλαβαν να… κατεβάσουν τα μανίκια μετά τις τελευταίες επιθέσεις του Εγκέλαδου στη χώρα μας και τρεις ισχυρές δονήσεις εντός 25 ημερών (άνω των 5 ρίχτερ) χτύπησαν πάλι το καμπανάκι του συναγερμού.
Ολα συνέβησαν κατά μήκος του περιβόητου Ελληνικού Τόξου, που ξεκινάει από την Κεφαλλονιά, διασχίζει σαν «χαρακιά» τον βυθό του Νοτίου Ιονίου έξω από την Πελοπόννησο και περνώντας νοτίως της Κρήτης καταλήγει στη Ρόδο:
Τετάρτη 24 Μαΐου 2000: Ισχυρός σεισμός μεγέθους 6 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ στη θαλάσσια περιοχή 120 χιλιόμετρα νοτίως της Καλαμάτας.
Παρασκευή 26 Μαΐου 2000: Ισχυρός σεισμός 5,3 ρίχτερ δυτικά του Αμβρακικού Κόλπου, συγκλονίζει Λευκάδα και Πρέβεζα.
Τρίτη 13 Ιουνίου 2000: Ισχυρός σεισμός μεγέθους 5,7 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ, με επίκεντρο τον υποθαλάσσιο χώρο περίπου 50 χιλιόμετρα από τις νότιες ακτές της Καρπάθου, αναστάτωσε το νησί και έγινε αισθητός ως την Ανατολική Κρήτη και τη Ρόδο.
Ενδιάμεσα κάποιοι μικροσεισμοί, οι οποίοι καταγράφηκαν στη θαλάσσια περιοχή κοντά στη Ζάκυνθο, παρουσίαζαν απλώς επιστημονικό ενδιαφέρον για τους σεισμολόγους και πέρασαν σχεδόν απαρατήρητοι από τους κατοίκους των Επτανήσων. Τα σεισμογραφήματα των 4 ρίχτερ είναι… ψιλά γράμματα για την περιοχή του Ιονίου. Σε αυτή τη γωνιά της Ελλάδας η γη δεν σταματάει σχεδόν ποτέ να «χορεύει». Το νοητό τρίγωνο στον χάρτη, που κλείνει μέσα του τη Λευκάδα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, χαρακτηρίζεται ως ο χώρος που παρουσιάζει την υψηλότερη σεισμικότητα σε ολόκληρη την Ευρασία. Είναι, με λίγα λόγια, το «βασίλειο του Εγκέλαδου» στην Ευρώπη.
Τους τελευταίους μήνες είναι κοινή διαπίστωση όλων των επιστημόνων ότι κατά μήκος του Ελληνικού Τόξου καταγράφεται αυξημένη σεισμική δραστηριότητα, η οποία και εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης σεισμικής διέγερσης που παρατηρείται σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μετά τον ισχυρότατο σεισμό των 7,4 ρίχτερ στην Τουρκία, στις 17 Αυγούστου του 1999. Παρά ταύτα, τα τελευταία 17 χρόνια δεν έχει καταγραφεί στην περιοχή του τόξου (αλλά και γενικότερα σε όλη την Ελλάδα) κανένας σεισμός με μέγεθος που να προσεγγίζει τα 7 ρίχτερ (ο τελευταίος τέτοιος σεισμός είχε σημειωθεί στον θαλάσσιο χώρο νοτιοδυτικά της Κεφαλλονιάς στις 17 Ιανουαρίου του 1983) και αυτό αποτελεί επίσης την κοινή ανησυχία όλων των ειδικών, η οποία αν και δεν εκφράζεται ποτέ άμεσα βρίσκεται πάντα πίσω από τις λέξεις των επιφυλακτικών δηλώσεων που ακούσαμε μετά και τους τρεις πρόσφατους σεισμούς: «Χρειάζεται να παρακολουθήσουμε τουλάχιστον για ένα – δύο εικοσιτετράωρα την εξέλιξη του φαινομένου για να προχωρήσουμε σε ασφαλέστερες εκτιμήσεις».
Τι ακριβώς συμβαίνει κάτω από το έδαφος της Ελλάδας; Πού βρίσκονται τα όρια σύγκλισης των περίφημων λιθοσφαιρικών πλακών και με ποιον τρόπο οι κινήσεις του επηρεάζουν τη χώρα μας; Γιατί επιτέλους αυτός ο τόπος δεν θα σταματήσει ποτέ να…«κουνιέται»; Ψάξαμε και σας παρουσιάζουμε τις απαντήσεις για όλα όσα θα θέλατε να μάθετε και δεν… βρίσκατε σεισμολόγο να ρωτήσετε. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος (φυσικά λόγω της επικαιρότητας) εντοπίστηκε στο δυτικό τμήμα του Ελληνικού Τόξου.
Ελληνικό τόξο. Το… Τόξο του Εγκάλαδου που «σημαδεύει» την Ελλάδα από τη Λευκάδα ως τη Ρόδο, τα τελευταία 5 εκατομμύρια χρόνια. Εδώ τα ρίχτερ χτυπάνε «κόκκινο» με μεγέθη που φθάνουν τους 7 με 7,5 βαθμούς. Είναι το όριο επαφής και σύγκλισης της αφρικανικής με την ευρασιατική λιθοσφαιρική πλάκα, που και η πρώτη βυθίζεται (αργά αλλά σταθερά με ταχύτητα περίπου 4,5 εκατοστών τον χρόνο) κάτω από τη δεύτερη. Και είναι αυτή η τιτάνια «μάχη» των πλακών στο Νότιο Αιγαίο η κύρια αιτία εκδήλωσης των περισσότερων σεισμών στην Ελλάδα.
«Πρόκειται για την πιο ενεργό σεισμικά περιοχή στον χώρο του Αιγαίου» επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Β. Καρακώστας, σεισμολόγος του Εργαστηρίου Γεωφυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος και μας εξηγεί ότι η μεγαλύτερη σεισμική δραστηριότητα παρουσιάζεται στο δυτικό τμήμα του Ελληνικού Τόξου, όπου και σημειώθηκαν οι δύο πρόσφατες ισχυρές δονήσεις στον θαλάσσιο χώρο νοτίως της Καλαμάτας και μεταξύ Λευκάδας – Πρέβεζας. Στο δυτικότερο δε άκρο του Ελληνικού Τόξου εντοπίζεται και το σεισμικό «τρίγωνο του διαβόλου», ένας χώρος με ιδιαίτερα τεκτονικά χαρακτηριστικά που τον κατατάσσουν στην πρώτη θέση της λίστας των περιοχών υψηλότερης σεισμικότητας στο Αιγαίο και στην Ευρώπη!
* Ζώνες υψηλού κινδύνου
«Κατά μήκος των ακτών της Δυτικής Ελλάδας από την Κέρκυρα ως τη Δυτική Κρήτη, η σεισμική δραστηριότητα μπορεί να διακριθεί γενικά σε τρεις περιοχές» συνεχίζει ο κ. Καρακώστας. Και εξηγεί: « Η πρώτη περιοχή βρίσκεται βορείως της Λευκάδας και η σεισμική δραστηριότητα εκεί οφείλεται σε συμπιεστικές δυνάμεις περίπου ανατολικής – δυτικής διεύθυνσης (κάθετες στη διεύθυνση των ακτών της Δυτικής Ελλάδας).
Η δεύτερη περιοχή βρίσκεται νοτίως της Κεφαλλονιάς και αποτελεί το δυτικό τμήμα του Ελληνικού Τόξου. Η σεισμική δραστηριότητα εκεί οφείλεται στη σύγκλιση μεταξύ της αφρικανικής πλάκας και του Αιγαίου και της κατάδυσης της πρώτης κάτω από τη δεύτερη. Αποτέλεσμα της κατάδυσης αυτής είναι και η εκδήλωση σεισμικής δραστηριότητας ενδιαμέσου βάθους (εστιακά βάθη σεισμών μεγαλύτερα των 60 χιλιομέτρων) κάτω από την Πελοπόννησο και ανατολικά αυτής περίπου ως τον χώρο των Κυκλάδων.
Η τρίτη περιοχή βρίσκεται μεταξύ των δύο προηγούμενων, στον ευρύτερο χώρο της Κεφαλλονιάς, από τη Ζάκυνθο ως τη Λευκάδα. Η σεισμική δραστηριότητα εδώ εκδηλώνεται κυρίως κατά μήκος ενός ρήγματος, το οποίο έχει διεύθυνση βορειοανατολική – νοτιοδυτική. Με άλλα λόγια, η σεισμική δραστηριότητα στον χώρο αυτό εκδηλώνεται επειδή έχουμε μια οριζόντια κίνηση του χώρου νοτίως του ρήγματος προς τα νοτιοδυτικά (προς τη Μεσόγειο) και του χώρου βορείως του ρήγματος προς τα βορειοανατολικά (προς την Πίνδο). Η συνολική σχετική κίνηση κοντά στο ρήγμα αυτό είναι της τάξεως των 25 χιλιοστών ανά έτος».
Χαρακτηριστικό της σεισμικής δραστηριότητας στη Δυτική Ελλάδα που οφείλεται στις τεκτονικές ιδιότητες της περιοχής, μας εξηγεί ο σεισμολόγος, είναι ο μεγάλος αριθμός μικρών και ενδιαμέσου μεγέθους σεισμών αλλά και η μεγαλύτερη συχνότητα γένεσης ισχυρών (καταστρεπτικών) σεισμών. Ετσι παρά το γεγονός ότι στον χώρο αυτό τα μεγέθη των μεγαλύτερων σεισμών είναι λίγο μικρότερα από ό,τι σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου, ο σεισμικός κίνδυνος είναι σαφώς μεγαλύτερος εξαιτίας της συχνότητας γένεσης σεισμών ικανών να προκαλέσουν καταστροφές.
Τους τελευταίους μήνες στην ευρύτερη περιοχή του Ελληνικού Τόξου παρατηρείται αυξημένη σεισμική δραστηριότητα, γεγονός το οποίο οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν αναμενόμενο μετά την ισχυρή σεισμική δόνηση της 17ης Αυγούστου στην Τουρκία.
* Οι θέσεις και οι εξάρσεις
«Μετά τη γένεση του ισχυρού σεισμού στην Τουρκία τον περασμένο Αύγουστο, είναι γεγονός ότι επηρεάστηκε η σεισμικότητα όλου του ελληνικού χώρου. Σε διάφορες περιοχές μάλιστα, συμπεριλαμβανομένης και της Δυτικής Ελλάδας, εκδηλώθηκε σεισμική δραστηριότητα αμέσως μετά την άφιξη των σεισμικών κυμάτων από την Τουρκία» τονίζει ο κ. Καρακώστας. Και επισημαίνει: «Τέτοιες μεταβολές έχουν παρατηρηθεί αρκετές στο παρελθόν με βάση τόσο τις ενόργανες μετρήσεις όσο και τα ιστορικά δεδομένα. Εχει επίσης παρατηρηθεί ότι η σεισμική δραστηριότητα δεν εκδηλώνεται χρονικά πάντα με τον ίδιο τρόπο, αλλά διακρίνονται περίοδοι ύφεσης και έξαρσης αυτής. Οι παρατηρήσεις αυτές αλλά και τα συμπεράσματα μελετών που αφορούν στη μεσοπρόθεσμη πρόγνωση σεισμών με τη χρήση σύγχρονων μεθοδολογιών μπορούν να δώσουν σημαντικά στοιχεία και να συμβάλουν αποτελεσματικά στη μείωση του σεισμικού κινδύνου».
Πώς κινείται ολόκληρο το Αιγαίο
Η μεγάλη σεισμικότητα της Ελλάδας (η χώρα μας κατέχει την έκτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη και την πρώτη στην Ευρώπη) οφείλεται στα ιδιαίτερα γεωλογικά χαρακτηριστικά της, τα οποία έχουν διαμορφωθεί από τις κινήσεις των τεκτονικών πλακών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως φαίνεται και στον χάρτη αριστερά.
Η Τουρκία κινείται προς τα δυτικά με ταχύτητα 25 χιλιοστά τον χρόνο (δηλαδή προς τον χώρο του Αιγαίου) κατά μήκος του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας. Το Αιγαίο ακολουθεί την κίνηση αυτή και κινείται με την ίδια ταχύτητα σε σχέση με την Ευρώπη κατά μήκος της τάφρου του Βορείου Αιγαίου προς τα δυτικά. Ταυτόχρονα όμως το Αιγαίο, λόγω εσωτερικής παραμόρφωσης, επεκτείνεται προς τα νότια (με μια ταχύτητα η οποία φθάνει περίπου τα 10 χιλιοστά ανά έτος). Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός ολίσθησης στο νότιο τμήμα του φθάνει ως τα 35 χιλιοστά το έτος, περίπου, με διεύθυνση βορειοανατολικά – νοτιοδυτικά. Επειδή και η Αφρική κινείται προς τα βόρεια (με ταχύτητα 10 χιλιοστά ανά έτος), ο ρυθμός σύγκλισης μεταξύ της αφρικανικής λιθοσφαιρικής πλάκας με εκείνης του Αιγαίου είναι της τάξεως των 45 χιλιοστών το έτος με αποτέλεσμα τη διαρκή επέκταση του Αιγαίου.
Επιπλέον δυτικά του ελληνικού χώρου (στην περιοχή βόρεια της Κεφαλλονιάς), η Απουλία μικροπλάκα (Βόρειο Ιόνιο – Αδριατική) εκτελεί μια αριστερόστροφη κίνηση και το ανατολικό της όριο συγκρούεται με την Πίνδο.
Ολες αυτές οι παραπάνω κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών, σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν και την κύρια αιτία της σεισμικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται στον ελληνικό χώρο, «συναντώνται» στην περιοχή της Κεφαλλονιάς, γεγονός που έχει αποτέλεσμα στον χώρο αυτό να παρουσιάζεται και η μεγαλύτερη σεισμικότητα της ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου, δηλαδή ολόκληρης της Ελλάδας και κατ’ επέκταση της Ευρώπης.
Η πρόβλεψη των γεγονότων
Παρά τις όποιες δυσοίωνες εκτιμήσεις των ειδικών για την περίοδο της σεισμικής έξαρσης που αναμένεται να περάσουμε τα επόμενα τρία με πέντε χρόνια, είναι πάρα πολύ θετικό το γεγονός ότι στη χώρα μας πολλοί ισχυροί σεισμοί γίνονται σε θαλάσσιο χώρο και μακριά από κατοικημένες περιοχές. «Λίγοι ίσως θυμούνται σήμερα τον σεισμό με μέγεθος 7 ρίχτερ που έγινε στον θαλάσσιο χώρο νοτιοδυτικά της Κεφαλλονιάς στις 17 Ιανουαρίου του 1983 αλλά σίγουρα παρά πολλοί θα θυμούνται τον σεισμό των 6 ρίχτερ στις 13 Σεπτεμβρίου 1986, που είχε την εστία του σχεδόν κάτω από την πόλη της Καλαμάτας» λέει ο κ. Καρακώστας και καταλήγει με κάτι ελπιδοφόρο: «Μπορεί σήμερα η σεισμολογία να μην είναι σε θέση να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της άμεσης πρόγνωσης, ωστόσο μπορεί με σημαντική επιτυχία κάτω από κάποιες προϋποθέσεις να προβλέψει την εξέλιξη της σεισμικής διέγερσης που έχει εκδηλωθεί σε κάποια περιοχή. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι κυρίως η δυνατότητα καταγραφής όχι μόνο των μεγαλύτερων αλλά και των μικρότερων σε μέγεθος σεισμών και ο προσδιορισμός των εστιακών παραμέτρων αυτών με ακρίβεια. Απαιτείται δηλαδή πυκνό σεισμολογικό δίκτυο στην περιοχή, το σεισμικό σήμα να φθάνει άμεσα στον χώρο επεξεργασίας, η κατάλληλη υποδομή από πλευράς υπολογιστών και λογισμικού και, κυρίως, επιστημονικό προσωπικό ικανό να επεξεργάζεται τα στοιχεία αυτά και να καταλήγει σε συμπεράσματα σε σύντομο χρονικό διάστημα».



