ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ άφησαν τα κόκαλά τους στο Καλπάκι, ξενιτεύτηκαν, δούλεψαν σκληρά και όταν έβγαλαν δύο δεκάρες τους τις έφαγαν οι «ξύπνιοι» και ο Μπερίσα στην Αλβανία. Ο λαός μας έχει πολύ μεγάλη υπομονή, αλλά την κοροϊδία δεν τη σηκώνει! Τώρα που χάσαμε τα πάντα η Ελλάδα είναι πάλι η μόνη λύση. Οση Αστυνομία και να στείλουν στα σύνορα, ακόμη και δέκα μέτρα χιόνι να έχει στους δρόμους, εμείς θα έρθουμε ξανά. Γιατί πρέπει να ζήσουμε!
Εφυγαν πολλοί για την Ελλάδα το 1990. Μόλις ήλθαν στην Αλβανία ο κ. Σαμαράς και ο κ. Μητσοτάκης και μας είπαν ότι άνοιξαν τα σύνορα, 5.000 άτομα πήγαν στις ξένες πρεσβείες να ζητήσουν βίζα. Μέσα σε 20 ημέρες ήλθαν στην Ελλάδα 15.000 άτομα. Από τις 3 Ιανουαρίου του 1991 ώς τα μέσα Απριλίου σταμάτησαν να έρχονται, γιατί άρχισαν πάλι να φυλάνε τα σύνορα. Ολοι τότε ήταν φυγάδες που ταξίδεψαν με τα πόδια.
Εγώ με άλλους τρεις φίλους ξεκινήσαμε εκείνη την εποχή από τον Αυλώνα. Πήρα μαζί μου ένα χρυσό εικοσάρικο που μου ‘δωσε ο πατέρας μου και 10.000 δραχμές. Ολοι μαζί είχαμε 120.000 δραχμές. Περάσαμε τα σύνορα, με τον φόβο στην καρδιά, να ξεφύγουμε από τις σκοπιές. Θυμάμαι έβρεχε συνεχώς. Περπατούσαμε πέντε μερόνυχτα μες στη λάσπη, διασχίζοντας από μονοπάτια τα βουνά. Κοιμόμασταν ελάχιστα. Φτάσαμε σε ένα ποτάμι στην Ηγουμενίτσα και το περάσαμε κολυμπώντας. Μόλις μπήκαμε σε ένα χωριό των Ιωαννίνων συναντήσαμε έναν ντόπιο και του είπαμε ότι πάμε στην Αθήνα. Αυτός μας ρώτησε πόσα δίνουμε για να μας πάει με το αυτοκίνητό του. Του δώσαμε όλα μας τα λεφτά. Πάει και το χρυσό εικοσάρικο του πατέρα. Εμείς δεν ξέραμε τους δρόμους, ούτε ελληνικά μιλούσαμε. Μόλις φτάσαμε στην Αρτα, μας είπε «εδώ είναι η Αθήνα»! Και κατεβήκαμε.
Οταν καταλάβαμε τι είχε γίνει, απελπιστήκαμε. Εβρεχε κιόλας πολύ. Βρήκαμε ένα στεγνό σημείο κοντά στη γέφυρα και βγάλαμε εκεί τη νύχτα, μουσκεμένοι ώς το κόκαλο. Τώρα κάθε φορά που περνάω από εκείνο το σημείο ανατριχιάζω. Την άλλη ημέρα σταθήκαμε στην άκρη του δρόμου και περιμέναμε να περάσει κανένα αυτοκίνητο. Σταμάτησε ένας ταξιτζής, που πήγαινε στην Πάτρα άδειος. Είχαμε όλα και όλα 7.000 δραχμές. Με αυτά μας πήγε όλους στην Πάτρα. Σκέψου, πληρώσαμε 120.000 από τα Γιάννενα ώς την Αρτα και με 7.000 πήγαμε από Αρτα στην Πάτρα! Από εκείνο το σημείο οι δρόμοι μας χωρίστηκαν. Ενας έμεινε εκεί και βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο με μάρμαρα. Τον χρησιμοποίησε ο ιδιοκτήτης για να κάνει δουλειές στην Αλβανία και ο φίλος μου κατάφερε σιγά σιγά να φτιάξει στα Τίραννα τη μεγαλύτερη εταιρεία μαρμάρου, με την επωνυμία «Βερίς Τσελιμπάσι», όπως είναι και το όνομά του. Αυτός ήταν τυχερός.
Αλλος βρήκε δουλειά στα χωράφια στην Πελοπόννησο και εγώ έφυγα για την Αθήνα με τρένο. Είχα δουλέψει στην Πάτρα για λίγες ώρες σε έναν τζαμά και με τα χρήματα που πήρα αγόρασα το εισιτήριο. Ηρθα στην Ομόνοια και στην αρχή κοιμόμουν σε γιαπιά με άλλους και έκανα μεροκάματα όπου έβρισκα. Μετά μείναμε καμιά δεκαριά ο ένας πάνω στον άλλο σε ένα υπόγειο της πλατείας Βάθης. Ολοι αλλάξαμε τα ονόματά μας για να αρέσουμε στα αφεντικά που μας δίνανε δουλειά. Γίναμε όλοι «Γιάννης»… Ολοι γίναμε Βορειοηπειρώτες.
Το μεροκάματο βγαίνει δύσκολα. Το ξέρουν όλοι αυτό. Οταν όμως είσαι Αλβανός βγαίνει ακόμη πιο δύσκολα. Πολλές φορές δεν πληρωθήκαμε για τη δουλειά μας και άντε να βρεις το δίκιο σου όταν είσαι παράνομος σε ξένη χώρα. Ενας ανιψιός μου δούλευε σε μια μάντρα, στου Ρέντη, ως μεταφορέας. Ηλθε στην Ελλάδα στα 17 του χρόνια, περπατώντας τέσσερα μερόνυχτα από την Κορυτσά ώς τη Βέροια. Κυνηγημένος, εξαθλιωμένος, όταν έφτανε σε ελληνικά χωριά τον έδιωχναν επειδή ήταν Αλβανός και φοβόνταν ότι θα τους κλέψει. Σήμερα είναι 19 χρόνων. Οταν πήγε στη μάντρα για να πιάσει δουλειά, το αφεντικό τού είπε ότι θα δουλεύει κάθε ημέρα από τις 7 το πρωί ώς τις 6 το απόγευμα για δέκα μήνες και ότι θα του δίνει τα λεφτά της εβδομάδας κάθε Παρασκευή. Είχαν συμφωνήσει ότι θα έπαιρνε 5.000 την ημέρα. Κάθε Παρασκευή, όμως, του έδινε λιγότερα από τα συμφωνημένα, με τη δικαιολογία ότι δεν πληρώθηκε και αυτός από άλλους. Τους έλληνες εργάτες, όμως, τους πλήρωνε κανονικά. Μόνο οι ξένοι δεν έπαιρναν τα λεφτά τους. Οταν λοιπόν του ζήτησε αυτά που του χρωστούσε, ξέρετε τι έκανε για να γλιτώσει τα λεφτά; Πήρε την Αστυνομία και τον κατέδωσε επειδή δεν είχε άδεια παραμονής.
Καμιά φορά η καλή σχέση με τον εργοδότη μπορεί να σε σώσει. Μερικές φορές όμως πάλι κάποιος Αλβανός την πληρώνει που δεν έχει κανέναν να τον «προστατεύσει». Δούλευα στα κτήματα κάποιου στο Μαρκόπουλο. Ενα πρωί, η Αστυνομία έκανε μια επιχείρηση – «σκούπα» και με έπιασαν μαζί με άλλους. Μας πήγαν στο Τμήμα, με σκοπό να μας απελάσουν. Το αφεντικό μου, που με χρειαζόταν στη δουλειά, όταν το έμαθε, πήγε στην Αστυνομία και τους ζήτησε να με αφήσουν ελεύθερο. Ενας αστυνομικός του είπε, όμως, ότι είχε ήδη δηλώσει στους ανωτέρους του τον αριθμό των Αλβανών και δεν μπορούσε να έχει ένα λιγότερο. Ετσι, το αφεντικό μου του έκανε μια… συμφέρουσα πρόταση: να ελευθερώσουν τον εργάτη του και στη θέση του να πιάσουν έναν άλλο. Ετσι και έγινε. Πήγε ο αστυνομικός μαζί με τον Ελληνα σε μια πλατεία όπου περίμεναν Αλβανοί για δουλειά και έπιασαν τρεις. Ετσι, ο αστυνομικός δεν έχασε. Αφησε έναν, έπιασε τρεις!
Τότε τη γλίτωσα. Την επόμενη φορά που με έπιασαν, όμως, κατέληξα στην Αλβανία. Θέλησα να βγάλω βίζα για να ξανάρθω. Την αγόρασα μετά από συνεννόηση· ξέρετε, ο ένας με τον άλλο… μαθαίνονται αυτά. Οι Αλβανοί και οι Ελληνες που δουλεύουν στις πρεσβείες συνεταιρίζονται και τις πουλάνε. Πλήρωσα 260.000 δραχμές για να πάρω βίζα για ένα χρόνο. Αλλοι πληρώνουν ώς και ένα εκατομμύριο για πέντε χρόνια.
Ολο με το χέρι στην τσέπη είμαστε! Τα λαδώματα πάνε σύννεφο και στους δικούς μας και στους ξένους. Μίζα οι υπάλληλοι στις πρεσβείες, μίζα οι αστυνομικοί, λάδωμα και οι φαντάροι στα σύνορα! Ακόμη και για να πάρουμε άδεια, προκειμένου να πάμε για λίγες ημέρες στην Αλβανία και να ξαναγυρίσουμε, πρέπει να πληρώσουμε. Εγώ πήγα τις προάλλες στο Τμήμα Αλλοδαπών της Ασφάλειας και περίμενα από τις έξι το πρωί ώς τις 11 στην ουρά για να πάρω σειρά. Ως εκείνη την ώρα δεν έδιναν καμία άδεια. Μετά, όταν το μεσημέρι άρχισε ο κόσμος να κουράζεται και να μένουν λιγότεροι, μπήκε μια κοπέλα, Αλβανίδα, η οποία με πλησίασε και μου ζήτησε 40.000 δραχμές για να μου εξασφαλίσει άδεια. Πήγε σε κάποια γραφεία και βγήκε με τις άδειες στο χέρι. Τώρα, πού μοίρασε τα λεφτά και σε ποιους, το καταλαβαίνει ο καθένας.
Αν μας δώσουν την πράσινη κάρτα γιατί αυτό το ακούμε τρία χρόνια ποιος θα μπορέσει να την πάρει; Οι περισσότεροι αλλάζουμε εργοδότες συνέχεια, πότε στα χωράφια, πότε σε οικοδομή… Ποιος εργοδότης θα βεβαιώσει ότι σε έχει σταθερά στη δουλειά του; Τελικά, είναι ένας τρόπος μαζικής απέλασης. Ασε που οι εργοδότες θα διώξουν πολλούς για να μην πληρώνουν ΙΚΑ. Θα πέσουν και τα μεροκάματα. Γιατί με αυτή την ιστορία των «πυραμίδων», που χάσαμε όλοι τα λεφτά μας, θα έλθουν πολλοί περισσότεροι από πριν για να βρουν δουλειά. Πορεία στο χιόνι
Πέρασαν τα σύνορα κουβαλώντας τη φτώχεια τους και το όνειρο της νέας ζωής. Ετσι ξεκίνησε η πορεία χιλιάδων Αλβανών που ήρθαν στην Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια. Εγιναν τα φθηνά εργατικά χέρια σε μια χώρα που παλαιότερα είχε δώσει τα δικά της στη Γερμανία, στην Αμερική, στην Αυστραλία. Ηρθαν σε μια χώρα που κανονικά θα έπρεπε να θυμάται και τα δικά της «πέτρινα χρόνια». Ανακάλυψαν όμως ότι ο ξένος δεν βρίσκει ποτέ εύκολα εισιτήριο στον Παράδεισο. Και σήμερα μετρούν το τίμημα του ονείρου από δύο πλευρές: από τη μια είναι οι «πυραμίδες» στη χώρα τους που χτίστηκαν από τον δικό τους μόχθο· από την άλλη είναι ο φόβος, η αβεβαιότητα και συχνά η εκμετάλλευση της ελπίδας στη δική μας χώρα. Επενέδυσαν τον κόπο τους στις αλβανικές παρατράπεζες και τους τον έκλεψαν οι επιτήδειοι. Επενέδυσαν τα χρόνια τους στην Ελλάδα ζώντας το παρόν σε άθλιες συνθήκες για να χαρούν το καλύτερο μέλλον.
Συναντήσαμε ανθρώπους από την Αλβανία που ζουν στην Ελλάδα, πήγαμε στα στέκια τους, τους βρήκαμε στις οικοδομές όπου κάνουν μεροκάματο και στα αγροκτήματα, τους μιλήσαμε στα πρωινά «πηγαδάκια», εκεί όπου περιμένουν εργοδότη για να τους δώσει δουλειά. Κάποιοι είχαν καταφέρει να ορθοποδήσουν, οι περισσότεροι ακόμη ζητούν δεκανίκι. Η αφήγηση που ακολουθεί είναι το απόσταγμα από πλήθος μαρτυρίες που συλλέξαμε. Δεν βγήκε από το στόμα ενός, είναι μια ιστορία ζωής πολλών Αλβανών: του Ραμίς, της Ιλένα, του Κρίστο, του «Γιάννη», της Αζα… «Μις… Πυραμίδα» του Μπερίσα με τα λεφτά μας!
ΓΙΑ ΤΗΝ απάτη αυτή φταίει 100% η αλβανική κυβέρνηση. Πήραν μερικοί άδεια από τον Μπερίσα για να κάνουν τις «πυραμίδες» και μας είπαν ότι αν βάλουμε ένα εκατομμύριο, για παράδειγμα, θα πάρουμε τρία. Μερικοί έβγαλαν χρήματα στην αρχή, είναι αλήθεια. Μετά, όμως, τα πήραν και τα ξανάβαλαν εκεί και έτσι τα έχασαν όλα. Πούλησαν σπίτια, γιατί στην Αλβανία όλα τα σπίτια είναι παλιά και ερειπωμένα, για να αγοράσουν καινούργια και μεγαλύτερα. Τώρα, έμειναν στον δρόμο! Ξέρετε ότι ο διαγωνισμός «Μις Ευρώπη» που έγινε πρόσφατα στην Αλβανία χρηματοδοτήθηκε από την εταιρεία «Γιαλίτσα» που είχε οργανώσει τις «πυραμίδες»; από τα δικά μας λεφτά δηλαδή. Και ο Μπερίσα πήγε στον διαγωνισμό και κάθησε δίπλα δίπλα με αυτούς και βλέπανε την ομορφιά με τα δικά μας λεφτά!
Στην Αλβανία δεν έμεινε τίποτα πια για μας. Πουλήσαμε σπίτια, ζώα, τα πάντα. Στα χωράφια δεν μπορούμε να δουλέψουμε, χρειάζονται μηχανές, εργαλεία και εμείς δεν έχουμε λεφτά. Περίπου 900.000 άνθρωποι έχασαν τα λεφτά τους στις «πυραμίδες». Εχασαν και πολλοί Ελληνες και Ιταλοί, όμως, που είχαν επενδύσει στις «πυραμίδες». Οταν εγώ έβαλα τρία εκατομμύρια, ένας δικός σας είχε καταθέσει 10! Η μόνη λύση τώρα για μας είναι να ξαναρχίσουμε από το μηδέν. Και βέβαια θα φύγουμε, είτε για την Ελλάδα είτε για την Ιταλία ή και για την Αμερική ακόμη. Υπάρχουν άλλωστε κάποιες αμερικανικές εταιρείες, που τα τελευταία τρία – τέσσερα χρόνια οργανώνουν κάθε Φεβρουάριο μια κλήρωση. Ερχεται ένας δικηγόρος, συνήθως, ως εκπρόσωπός τους στην Αλβανία, ή και εδώ όπου έχουν γραφεία (πλατεία Κάνιγγος), και πουλάει λαχνούς (πέρυσι κόστιζε 7.000 δραχμές ο ένας) και μας βάζει στην κλήρωση. Οποιοι κερδίσουν, παίρνουν βίζα και φεύγουν για την Αμερική. Η αλβανική μαφία
«ΑΛΒΑΝΙΚΗ μαφία», με την έννοια που της έχετε δώσει εσείς στην Ελλάδα, δεν υπάρχει. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι μόλις άνοιξαν τα σύνορα, άνοιξαν και… οι αλβανικές φυλακές. Πολλοί απατεώνες και εγκληματίες βγήκαν έξω και ήλθαν στην Ελλάδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι είμαστε εγκληματίες. Εμείς οι Αλβανοί για τους περισσότερους Ελληνες είμαστε άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας. Υπάρχει ρατσισμός. Ξεχνάτε όμως ότι και εσείς υπήρξατε μετανάστες χρόνια, στην Αυστραλία, στη Γερμανία και στην Αμερική. Επρεπε να μας νιώθετε! Ο,τι κακό γίνει εδώ, το φορτώνουν σε εμάς και η Αστυνομία και οι τηλεοράσεις. Ακούμε στα δελτία «πιάστηκαν δύο αλβανοί μαφιόζοι και τρεις έλληνες κακοποιοί» και γελάμε.
Υπάρχει μαφία και εκμεταλλεύεται πρώτους εμάς. Οι μαφιόζοι έχουν τον δικηγόρο τους και όποτε φυλακισθούν τους βγάζει αμέσως. Εγκληματίες με κινητά τηλέφωνα είναι, που βοηθούνται όμως από την Αστυνομία σας. Και φυσικά συνεργάζονται στενά με Ελληνες, Ρώσους και άλλους παρανόμους. Πολλές φορές, μάλιστα, κάνουν εμπόριο με τους απελπισμένους ανθρώπους που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα. Συνεταιρίζονται με έλληνες ταξιτζήδες ή οδηγούς φορτηγών, οι οποίοι παίρνουν τη «μίζα» τους και περιμένουν στα σύνορα σε ελληνικό έδαφος τους φυγάδες. Λαδώνουν και κανένα φαντάρο στις σκοπιές, για να τους ανοίγει τον δρόμο και να γίνει η δουλειά τους. Και όταν πιάνουν κάποιους, είναι επειδή δεν έχει πληρώσει τα συμφωνημένα σε αυτόν που κανόνισε τη μεταφορά ή σε κάποιους αστυνομικούς
Οσο για τα σοβαρά εγκλήματα που γίνονται μερικές φορές, πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των μαφιόζικων ομάδων. Προτού καταρρεύσουν οι «πυραμίδες», οι μαφιόζοι είχαν ηρεμήσει κάπως. Γιατί αυτοί είχαν τα περισσότερα λεφτά και περίμεναν να βγάλουν πολλά από αυτή την ιστορία. Ετσι, δεν ενοχλούσαν τους άλλους τόσο πολύ. Τώρα όμως…