Οι μεσαιωνολόγοι υπήρξαν ελάχιστα δημοφιλείς στον κόσμο όσο καιρό η λέξη Μεσαίωνας ήταν συνώνυμο της καθυστέρησης και του αναχρονισμού. Η αντίληψη αυτή ανατράπηκε συθέμελα ήδη από τον Μεσοπόλεμο με την ίδρυση το 1929 των θρυλικών πια «Annales», ήτοι των «Χρονικών οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας», από τους Μαρκ Μπλοκ και Λυσιέν Φεβρ, οι οποίοι δημιούργησαν σχολή ­ ο πρώτος μάλιστα άφησε ως διαθήκη και μια «Απολογία της Ιστορίας». Οι αντιστάσεις όμως του λεξιλογίου μας αποδείχθηκαν ανίκητες, αφού η βραδύτητα αποδοχής της νέας ιστορικής αλήθειας μόνο με τη βραδύτητα που οι Αμερικανοί σταμάτησαν το κάπνισμα μπορεί να παρομοιαστεί. Στη χώρα μας πάντως εκδοτικός σταθμός που βοήθησε στην εμπέδωση μιας ορθότερης αντίληψης γι’ αυτό το κομμάτι της Ιστορίας υπήρξε η μετάφραση δύο θεμελιωδών έργων, της «Φεουδαλικής κοινωνίας» του Μαρκ Μπλοκ στις εκδόσεις Κάλβος και του «Πολιτισμού της Μεσαιωνικής Δύσης» του Ζακ Λε Γκοφ στις εκδόσεις Βάνιας. Εν τω μεταξύ, τα τελευταία χρόνια γνωρίσαμε και άλλους μεσαιωνολόγους της Δύσης, όπως τον Ζορζ Ντυμπύ, σχηματίζοντας ενίοτε την εντύπωση ότι οι ιστορικοί αυτής της περιόδου είναι κατ’ αποκλειστικότητα Γάλλοι και ότι ο Μεσαίωνας είναι τελικώς γαλλική υπόθεση, άσχετα αν την εποχή εκείνη δεν ήταν καθόλου σικ να μιλάει κανείς γαλλικά.


Μέσα σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα εμφανίζονται τώρα δύο μεσαιωνολόγοι άκρως ελκυστικοί, της αγγλοσαξονικής ιστορικής παράδοσης. Ο Ντέιβιντ Νίκολας έρχεται να εφαρμόσει στο πολυσύνθετο έργο του «Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου» ­ ένα σύγχρονο βιβλίο με ημερομηνία πρώτης έκδοσης σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη μόλις το 1992 ­ μια επισκόπηση του μεσαιωνικού κόσμου στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης: ναι μεν το κέντρο των εξελίξεων είναι η Αγγλία και η Γαλλία της εποχής, αλλά η σκόπευση εκτείνεται σε Δύση, Βυζάντιο και Ισλάμ. Αλλωστε, σύμφωνα με τον ιστορικό γνώμονα του Νίκολας, η Ιστορία δεν χωρίζεται σε διακριτά τεμάχια περιοχών και περιόδων, αλλά είναι συνεχής και εξελικτική διαδικασία που οδηγεί από περιοχή σε περιοχή και από περίοδο σε περίοδο, σαν να είναι όλα αυτά συγκοινωνούντα δοχεία. Ετσι ο συγγραφέας παρακολουθεί μια εξελικτική πορεία σε τέσσερα στάδια: τους προδρόμους, τη γέννηση, την ενηλικίωση και το γήρας ενός πολιτισμού, του μεσαιωνικού. Σε όλα αυτά τα στάδια εντοπίζονται τα σπέρματα γνώριμων καταστάσεων στον σύγχρονο κόσμο, όπως λ.χ. η δημιουργία εβραϊκών γκέτο σε πολλές κοινότητες ή η δημιουργία μιας χρηματαγοράς με χρησιμοποίηση επιταγών και συναλλαγματικών, και μάλιστα χαρτιών μεταβιβάσιμων μέσω οπισθογράφησης, ήδη στην Ιταλία του 13ου αιώνα. Η έκδοση συμπληρώνεται με χάρτες (της καρολίγγειας Δύσης, της Ιταλίας στα τέλη του 11ου αιώνα, της ιβηρικής χερσονήσου κατά τα στάδια ανάκτησης των μουσουλμανικών εδαφών από τους χριστιανούς και άλλων επί μέρους περιοχών κατά περιόδους).



Το βιβλίο του Νόρμαν Κον υπήρξε πρωτοποριακό όταν γράφηκε, μεταξύ 1946 και 1956, και όπως σημειώνει σήμερα ο 84χρονος συγγραφέας, μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, χαιρετίζοντας την ελληνική διευρυμένη έκδοση του έργου του, ούτε ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν τότε ότι άνοιγε ένα ολόκληρο καινούργιο πεδίο. Τι είπε ο Κον και δεν έχει ξεπεραστεί ως σήμερα; Είπε, σε κάπου 400 σελίδες εξονυχιστικής και απολαυστικής έρευνας, ότι τα χιλιαστικά κινήματα των φτωχών του Μεσαίωνα, τα οποία εμπνέονταν από προφητείες των Εβραίων και των πρώιμων χριστιανών, ήταν οι αληθινοί πρόδρομοι ορισμένων από τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του αιώνα μας. Και αυτό διότι δεν είχαν χαρακτήρα τοπικό και αποσπασματικό, όπως οι συνηθισμένες εξεγέρσεις αγροτών ή χειροτεχνών, αλλά είχαν χαρακτήρα καθολικό: βασίζονταν στην πίστη, που την υποδαύλιζαν διάφοροι για δικούς τους σκοπούς, ότι θα έρθει μια έσχατη στιγμή της Αποκαλύψεως κατά την οποία οι Αμαρτωλοί ­ κατά κανόνα οι Εβραίοι, οι κληρικοί ή οι πλούσιοι ­ θα εξοντώνονταν και κατόπιν οι Αγιοι, δηλαδή οι εν λόγω φτωχοί, θα εγκαθίδρυαν τη χιλιετή βασιλεία τους, ένα βασίλειο χωρίς βάσανα και χωρίς αμαρτία. Ποιοι έσπειραν αυτή την πίστη πρώτοι, ποιοι την παρέλαβαν, πώς την τροποποίησαν, σε ποιους τη μεταβίβασαν, εξετάζει ο Κον ξαναγράφοντας την Ιστορία του Μεσαίωνα μέσα από αυτή την οπτική γωνία. Η ευρυμάθεια του συγγραφέα μεταλλάσσεται σε ευφράδεια: μέσα από εκατοντάδες πρωτότυπες πηγές σε λατινικά, ελληνικά, παλαιά γαλλικά, μεσαιωνικά γερμανικά, στην καθομιλουμένη και στη λόγια γλώσσα, ο Κον εξετάζει «πώς, ξανά και ξανά, σε καταστάσεις αποπροσανατολισμού και αναστάτωσης των μαζών οι πατροπαράδοτες πεποιθήσεις για μια μελλοντική χρυσή εποχή ή για τη βασιλεία του Μεσσία έφτασαν να χρησιμεύσουν ως οχήματα για κοινωνικές φιλοδοξίες και κοινωνικές εχθρότητες». Αυτό δεν συμβαίνει άραγε και σήμερα, μεταβληθεισών των μεταβλητών, με τις διάφορες εσχατολογικές και σωτηριολογικές αιρέσεις σε Ευρώπη και Αμερική;


Τελικά, χάρη και στη φροντίδα των μεταφραστών των έργων, δεν μας μένει καμία αμφιβολία ότι οι άνθρωποι του Μεσαίωνα δημιούργησαν τη βάση του δυτικού πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.