Το αέριο που χρησιμοποιήθηκε στο θέατρο της Μόσχας για την εξόντωση των 50 τσετσένων ανταρτών και είχε συνέπεια εκτός από τους τρομοκράτες να βρουν τραγικό θάνατο και 118 από τους 700 και πλέον ομήρους ήταν το ίδιο ή παρόμοιο με το δηλητηριώδες αέριο που λίγο πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δοκίμαζαν οι χιτλερικοί για να αρχίσουν να το χρησιμοποιούν στα πεδία των μαχών προσπαθώντας να αποτρέψουν την επερχόμενη ήττα τους. Στο πλαίσιο εκείνων των δοκιμών οι ναζιστές είχαν διοχετεύσει στις 31 Ιανουαρίου 1945 ένα τέτοιο αέριο στις γαλαρίες του Μελκ, ενός υπόγειου εργοστασίου κατασκευής ρουλεμάν για τα τανκς του γερμανικού στρατού που λειτουργούσε μυστικά στις Αυστριακές Αλπεις. Η συνέπεια ήταν να βρουν τον θάνατο περίπου 3.000 όμηροι που εργάζονταν καταναγκαστικά στις υπόγειες στοές και μεταξύ αυτών και 250 περίπου έλληνες όμηροι, ενώ επέζησαν 17 συμπατριώτες μας.
Από αυτούς ένας μόνο, ο συνταξιούχος αυτοκινητιστής Βασίλης Λύκος, ο οποίος σώθηκε τότε αναπνέοντας επί πολλές ώρες καθαρό αέρα από το πιστολέτο το οποίο χειριζόταν, δικαιώθηκε κάπως από τις αυστριακές αρχές. Οι οποίες, σαν αποζημίωση, του απέστειλαν τον προηγούμενο μήνα το ποσό των 3.885 ευρώ, ενώ οι υπόλοιποι, κάποιοι από τους οποίους δεν βρίσκονται σήμερα εν ζωή, ακόμη περιμένουν.
Η διαπίστωση ότι το αέριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις υπόγειες γαλαρίες ήταν ίδιο ή παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στο θέατρο της Μόσχας συνάγεται από το γεγονός ότι είχαν και τα δύο ακριβώς τις ίδιες επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Ας γίνουμε όμως συγκεκριμένοι:
Την τελευταία περίοδο του πολέμου και μπροστά στη διαγραφόμενη ήττα, η Βέρμαχτ πειραματιζόταν στην παραγωγή καινούργιων «χημικών όπλων μάχης», όπως τα ονόμαζε (kampfstoffe). Η εταιρεία IG Farben-Ludnerie είχε αναλάβει την παραγωγή ενός καινούργιου αερίου με την ονομασία Tabun (πρώην Trilon, Τ83) που στόχος του ήταν κυρίως να παραλύει το κεντρικό νευρικό σύστημα, να εμποδίζει την αναπνοή, να δηλητηριάζει το αίμα κ.ά.
Η εντολή για τη μαζική παραγωγή χημικών αερίων είχε δοθεί προσωπικά από τον Χίτλερ σε μια σύσκεψη στις 15 Μαΐου 1943 στο στρατηγείο του. Στη σύσκεψη εκείνη μετείχαν ακόμη ο υπουργός Πολέμου του Γ´ Ράιχ Α. Speer, ο στρατάρχης W. Keitel και το διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας IG Farben AG Otto Ambros. Στις 20 Μαρτίου 1944 αποφασίστηκε η παραγωγή του εντελώς καινούργιου χημικού αέριου Sarin (πρώην Trilon, Τ46). Η χρησιμοποίηση καινούργιων αερίων θεωρήθηκε βασική προϋπόθεση για να δοθεί από τους χιτλερικούς η «αποτελεσματική και τελευταία λύση στον πόλεμο», όπως διεκήρυσσαν.
Στα αρχεία του στρατοπέδου του Μελκ αποσιωπάται το γεγονός της διοχέτευσης αερίων στις υπόγειες στοές, ενώ υπάρχει καταγραφή ενός εργατικού ατυχήματος από «βραχυκύκλωμα», εξαιτίας του οποίου – όπως ισχυρίστηκαν τότε οι Γερμανοί – προκλήθηκαν αναθυμιάσεις που προκάλεσαν τον θάνατο 41 ομήρων. Για το θέμα αυτό τρεις από τους επιζώντες έλληνες ομήρους, που την τελευταία στιγμή μπόρεσαν να πεταχτούν έξω από τις στοές και να γλιτώσουν τον θάνατο, είναι κατηγορηματικοί: «Μια μυρωδιά κλούβιου αβγού νιώθαμε να μας πνίγει. Και όπως είναι γνωστό, τέτοια μυρωδιά βγαίνει από χημικές ενώσεις και όχι φυσικά από καμένα καλώδια».
Πουθενά στα επίσημα γερμανικά και αυστριακά αρχεία δεν υπήρχαν στοιχεία για την ύπαρξη του μυστικού υπόγειου εργοστασίου. Το οποίο θα ήταν ακόμη ίσως άγνωστο αν δεν εργαζόταν συστηματικά και με επιμονή για την αποκάλυψή του ο συμπατριώτης μας κοινωνιολόγος κ. Σταύρος Μπαλαούρας, ο οποίος είναι μόνιμα εγκατεστημένος στο Λιντς της Αυστρίας. Με βάση δημοσίευμά μας πριν από 19 χρόνια στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» (14 Αυγούστου 1983) και τις περιγραφές που μας είχε κάνει τότε ο πρώην όμηρος Βασίλης Λύκος, ο οποίος θυμόταν ότι το μυστικό εργοστάσιο βρισκόταν 5-6 χλμ. ανατολικά της πόλης Μελκ στα νότια της Αυστρίας, κοντά στο χωριό Ρόγκεντορφ, ο κ. Μπαλαούρας άρχισε να ερευνά το θέμα με τη βοήθεια του καθηγητή Peter Kammersatter, πρώην ομήρου επίσης των ναζιστών, και δύο αυστριακών καθολικών ιερωμένων.
Η αρχή έγινε από το υπουργείο Εσωτερικών της Αυστρίας. Στα αρχεία του στη Βιέννη δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το υπόγειο εργοστάσιο του Μελκ. Βρέθηκε όμως κάποιος φάκελος για το θέμα αυτό, στον οποίο, χωρίς να αναφέρεται η ακριβής τοποθεσία των στοών, γίνεται αόριστα αναφορά για «φωτιά από βραχυκύκλωμα στις υπόγειες στοές στις 2 Φεβρουαρίου 1945, με συνέπεια να υπάρχουν 41 νεκροί».
* Οι θαμμένες γαλαρίες
Στο αρχείο της αστυνομίας του Μελκ δεν υπάρχουν επίσης καθόλου στοιχεία για το στρατόπεδο συγκέντρωσης και το υπόγειο εργοστάσιο, ενώ αξιωματικός της τοπικής αστυνομίας δήλωσε ότι «κάψανε το αρχείο οι Γερμανοί το 1945 γιατί υπήρχαν κάτι πολύ επιβαρυντικά στοιχεία μέσα».
Και όμως ένα τυχαίο γεγονός οδήγησε στην ανακάλυψη του θαμμένου εδώ και έξι δεκαετίες υπόγειου εργοστασίου. Ερευνώντας τον λόφο Sandberg ή Wachtberg, που υπάρχει δίπλα στο χωριό, τα μέλη της ομάδας βρήκαν μια παλιά πινακίδα που ειδοποιούσε: «Προσοχή κίνδυνος να πέσετε μέσα. Απαγορεύεται η είσοδος. Κοινότητα Ρόγκεντορφ». Και 20 μέτρα πιο πέρα ανακάλυψαν ένα άνοιγμα από το οποίο κατεβαίνοντας με σχοινιά σε βάθος μερικών μέτρων βρέθηκαν στις διαβολικές στοές του υπόγειου εργοστασίου.
Να, πώς το περιγράφει ο κ. Σταύρος Μπαλαούρας, που πρώτος πάτησε το πόδι του εκεί: «Ενα δέος ανάμεικτο με αφάνταστο τρόμο νιώσαμε να μας κατακλύζει μόλις βρεθήκαμε στο βάθος της τρύπας και είδαμε τεράστιες στοές να απλώνονται μπροστά μας. Οι στοές και οι γαλαρίες βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση, εκτός μερικών τμημάτων που είναι πλημμυρισμένα και μερικών άλλων που έχουν ανατιναχτεί. Παντού υπάρχουν τεράστιοι όγκοι μιας πολύ λεπτής άμμου. Βλέποντας κανείς τις στοές διαπιστώνει καθαρά τον προορισμό τους: εγκατάσταση εργαλειομηχανών και προστατευόμενη παραγωγή από κάθε εχθρική επίθεση».
Πρόκειται, καταλήγει ο κ. Μπαλαούρας, για ένα τρομακτικό μέρος, έναν διαβολικό συνδυασμό των στοών, που λες ότι σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από εξωγήινους. Ηταν μια τρομακτική δουλειά, αν σκεφθεί κανείς ότι σε λίγους μήνες άνοιξαν υπόγεια όλο το βουνό και για τον σκοπό αυτόν δούλεψαν εκεί καταναγκαστικά 15.000 όμηροι.
* Τα στοιχεία του εγκλήματος
Παράλληλα όμως με τις έρευνες στην Αυστρία γίνονταν αρκετές προσπάθειες και στην Ελλάδα, ανάμεσα στους επιζώντες ομήρους του Μελκ που θα μπορούσαν να δώσουν κάποια στοιχεία για το υπόγειο εργοστάσιο και κυρίως για να υπάρξουν λεπτομέρειες σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξοντώθηκαν οι όμηροι-εργάτες των γαλαριών.
Από την έρευνά μας αυτή, η οποία ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική και μακροχρόνια, καθώς λίγοι πλέον από τους πρώην ομήρους εκείνου του φρικτού στρατοπέδου βρίσκονται στη ζωή, προέκυψαν αλληλοδιασταυρούμενες μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν ότι πράγματι έχουμε να κάνουμε με ένα άγνωστο στην ανθρωπότητα έγκλημα του ναζισμού – και όχι ατύχημα όπως επιχειρήθηκε να εμφανιστεί.
Ποια είναι τα στοιχεία μας:
1. Οι τρεις μαγνητοφωνημένες μαρτυρίες ομήρων, των τριών από τους τέσσερις Ελληνες που γλίτωσαν από εκείνο το μακελειό, οι οποίοι χωρίς κανένα δισταγμό ή αμφιβολία βεβαιώνουν ότι ΝΑΙ, ήταν διοχέτευση δηλητηριωδών αερίων από πρόθεση και όχι ατύχημα από βραχυκύκλωμα.
2. Αλλες τέσσερις τουλάχιστον, μαγνητοφωνημένες επίσης μαρτυρίες άλλων ομήρων, που ήταν κρατούμενοι στο Μελκ και για καλή τους τύχη δεν βρίσκονταν στη βάρδια όπου ρίχθηκε το αέριο, οι οποίοι βεβαιώνουν ότι όπως άκουσαν από άλλους διασωθέντες συγκρατουμένους τους (σοβιετικούς, τσέχους, πολωνούς κ.ά.) ήταν έγκλημα από πρόθεση.
3. Η διαπίστωση ότι όλοι οι όμηροι που πέρασαν από τις υπόγειες στοές μετά το γεγονός (μια και το εργοστάσιο λειτούργησε άλλους δύο μήνες περίπου, ως τα τέλη Μαρτίου του 1945) δεν θυμούνται να είδαν καπνισμένα την οροφή και τα τοιχώματα των στοών, κάτι που ασφαλώς θα συνέβαινε αν είχε προκληθεί πυρκαϊά.
4. Οι τρεις διασωθέντες όμηροι θυμούνται με βεβαιότητα ότι ώσπου να πεταχθούν έξω από τις στοές ήταν συνέχεια αναμμένα τα ηλεκτρικά φώτα. Ενώ φυσικά αν επρόκειτο για βραχυκύκλωμα και καταστροφή των καλωδίων, θα βυθίζονταν αμέσως οι στοές στο σκοτάδι και κάθε δυνατότητα διαφυγής θα ήταν αδύνατη.
5. Τέλος, ότι πράγματι, όπως προκύπτει από στοιχεία, εκείνη ακριβώς την περίοδο οι χιτλερικοί πειραματίζονταν πάνω σε έναν νέο τύπο δηλητηριωδών αερίων που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν σαν ένα έσχατο μέσο αντίδρασης στην αντεπίθεση των συμμαχικών στρατευμάτων.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΥΚΟΣ Ρουφώντας αχόρταγα το οξυγόνο
Εξι σχεδόν δεκαετίες πέρασαν από κείνο το χειμωνιάτικο ξημέρωμα του 1945, που το δηλητηριώδες αέριο κατέκλυζε τις στοές του υπόγειου εργοστασίου των χιτλερικών στο χωριό Ρόγκεντορφ της Νότιας Αυστρίας. Κι όμως το περιστατικό μένει βαθιά χαραγμένο στο μυαλό και στην ψυχή του οδηγού κ. Βασίλη Λύκου, που χάρη στο γερό μνημονικό του έγινε η αιτία να ξετυλιχτεί το κουβάρι ενός άγνωστου φρικιαστικού εγκλήματος.
«Ακόμα και στον ύπνο του δεν μπορεί μέχρι σήμερα να ησυχάσει και συχνά τις νύχτες πετάγεται όρθιος φωνάζοντας “να φύγουμε, έρχεται το αέριο”» λέει με παράπονο αλλά και με συμπόνια μαζί η κυρα-Ευθυμία, η συντρόφισσά του. Και από δίπλα ο κ. Λύκος στριφογυρίζει ανήσυχος στην καρέκλα του, ψιθυρίζοντας: «Ε, δεν είναι μικρό πράγμα να βλέπεις γύρω σου εκατοντάδες συγκρατούμενούς σου να σφαδάζουν σαν τα κριάρια, ανήμποροι να αναπνεύσουν. Και να γουρλώνουν ξεψυχισμένα τα μάτια προσπαθώντας να ρουφήξουν κάποια σταγόνα αέρα που θα τους κρατούσε στη ζωή».
Και σιγά σιγά μετά απ’ αυτό το ερέθισμα, αρχίζει να φρεσκάρει τη μνήμη του και να μας περιγράφει πώς γλίτωσε από την κόλαση.
«Ηταν 11 η ώρα τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου 1945. Μια ώρα πριν είχαμε πιάσει δουλειά με τη νυχτερινή βάρδια. Εγώ βρισκόμουν στο τούνελ Νο 12, δουλεύοντας πιστολέτο και καθαρίζοντας κάτι όγκους χωμάτων για να προχωρήσει η στοά. Ξαφνικά, από το βάθος της γαλαρίας, άρχισε να ακούγεται ένα βουητό, ανακατεμένο με κραυγές και ουρλιαχτά. Διαρκώς οι φωνές έσβηναν ενώ ένα άσπρο σύννεφο απλώνονταν κατά κύματα στις στοές και τις κάλυπτε. “Μας δολοφονούν” ακούστηκε λίγα μέτρα μακρύτερα η φωνή ενός θεσσαλού συγκρατούμενού μας. Ανατρίχιασα προς στιγμή. Μέσα στη γαλαρία ακουγόταν πλέον ένα μουγκρητό, όμοιο μ’ αυτό που βγάζουν τα βόδια στο σφαγείο αφήνοντας την τελευταία τους πνοή. Οι συγκρατούμενοί μας πέθαιναν, πνίγονταν από το αέριο. Ενας άγριος πανικός, καθώς κανείς δεν ήξερε πού μπορούσε να τρυπώσει για να σωθεί. Ουσιαστικά, έτσι όπως ήμασταν παγιδευμένοι στις γαλαρίες, δεν υπήρχε περίπτωση σωτηρίας».
Είναι πράγματι συγκλονιστική η περιγραφή των τελευταίων στιγμών που έζησαν οι όμηροι του Μελκ. Οπως συγκλονιστική είναι και η διάσωση του κ. Λύκου, που συνεχίζει την αφήγηση.
«Πάμε να φύγουμε, να βγούμε έξω από τη στοά, μου λένε τότε δυο σοβιετικοί φίλοι μου που δουλεύαμε πλάι πλάι στα πιστολέτα. Ομως ήταν αδύνατο να σωθούμε μια και βρισκόμασταν σε βάθος 3-4 χιλιομέτρων από την είσοδο του εργοστάσιου κι ούτε μερικά μέτρα δεν θα προλαβαίναμε να κάνουμε πριν μας κυκλώσει κι εμάς το αέριο. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε μια έμπνευση. Αρπάζω το πιστολέτο που δούλευα, τραβάω με δύναμη το τρυπάνι του, το πετάω κάτω και βάζω τη λαστιχένια σωλήνα που διοχέτευε τον αέρα στο στόμα μου. Οι δυο Σοβιετικοί δεν μ’ άκουσαν. Χάθηκαν. Κι εγώ, ξαπλωμένος συνεχώς στο πάτωμα, έχοντας πάντα τη σωλήνα στο στόμα και σχηματίζοντας με τα χέρια μου γύρω από το άνοιγμά της ένα “δαχτυλίδι” για να μην μπει καθόλου αέριο, ρουφούσα το οξυγόνο. Πόσο έμεινα εκεί; Ο,τι και να σας πω, θα σας γελάσω. Τρεις μέρες, τρεις βδομάδες, τρεις μήνες ή τρεις αιώνες. Στην αρχή υπολόγιζα τις ώρες. Οσο έμενα καθηλωμένος εκεί, πλάι στα αμέτρητα πτώματα, άρχισα να χάνω την αίσθηση του χρόνου.
Πάντως, όταν κάποια στιγμή, ύστερα από ατέλειωτες ώρες που μου φάνηκαν αιώνας, άνοιξαν οι πόρτες των γαλαριών και μπήκαν μέσα στρατιώτες της Βέρμαχτ με προσωπίδες, που με είδαν να σαλεύω και με έσυραν στην έξοδο, πίστεψα ότι θα πρέπει να έμεινα μέσα στις στοές του θανάτου 2-3 μέρες. Κι αυτό το συμπέρανα από το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα πτώματα ήταν πλέον παραμορφωμένα».
Ο πρώην όμηρος κ. Λύκος, που επιμένει πως εκτός από τον ίδιο μόνο άλλοι 16 γλίτωσαν από εκείνη την ομαδική θανάτωση, μεταφέρθηκε στο πρόχειρο νοσοκομείο του στρατοπέδου του Μελκ, όπου χρειάστηκε να παραμείνει 25 μέρες, μια και ήταν τελείως εξαντλημένος. Το ότι ξέφυγε το θάνατο το χρωστάει στον έλληνα γιατρό του στρατοπέδου Βασίλη Ρακόπουλο, από τα Γιάννενα, που πέθανε στη διάρκεια της δικτατορίας.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΟΥΚΟΥΒΙΝΟΣ Σαν τρελός προς την έξοδο
«Για το ότι ήταν προμελετημένο το έγκλημα, δεν πρέπει να σας μείνει καμιά αμφιβολία» λέει με τη σειρά του ο συνταξιούχος κτηματομεσίτης σήμερα κ. Αχιλλέας Κουκουβίνος, που φορώντας στο χέρι τη σιδερένια ταυτότητα του ομήρου, με τον αριθμό G. 64942, βρισκόταν κοντά στην κεντρική είσοδο των στοών του υπόγειου εργοστασίου, εκείνη τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου 1945.
«Κι αυτό φυσικά το γεγονός με βοήθησε να γλιτώσω το θάνατο. Καθώς όταν είδα τους συγκρατούμενούς μου στο βάθος της στοάς να ζαλίζονται και να πέφτουν στο πάτωμα σαν τα κοτόπουλα και να χάνονται, συγκέντρωσα όσες δυνάμεις διέθετα και φράζοντας με την παλάμη τη μύτη και το στόμα μου, άρχισα να τρέχω σαν τρελός προς την έξοδο».
«Στην αρχή δεν υπήρχε ξεκαθαρισμένη άποψη για την αιτία, παρά μόνο εικασίες. Αλλοι λέγανε ότι ήταν ατύχημα, άλλοι δολοφονία, ενώ είχε διατυπωθεί και μια άποψη πως επρόκειτο για σαμποτάζ από κάποιους γάλλους ομήρους. Οι Γερμανοί, από την πρώτη στιγμή, είχαν υιοθετήσει την εκδοχή του ατυχήματος. Πάντως εγώ, σύμφωνα με την εμπειρία που είχα, αλλά επίσης και με όσα συζήτησα με συγκρατούμενούς μου τότε, αλλά και μ’ αυτά που σκέφτομαι τώρα, αποκλείω την εκδοχή αυτή. Γιατί, αν ήταν όπως λένε “ατύχημα” και “ανάφλεξη καλωδίων” δεν θα έσβηναν αμέσως τα φώτα; Κι όμως το φως, απ’ ό,τι ξέρω, δεν σταμάτησε στις στοές ούτε για ένα λεπτό».
ΛΥΣΙΜΑΧΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Το άσπρο σύννεφο
Ο συνταξιούχος οδηγός κ. Λυσίμαχος Σταματίου, ένας από τους τρεις επιζήσαντες από κείνο το μακελειό ομήρους, που κατορθώσαμε να ανακαλύψουμε, καταθέτει τη δική του μαρτυρία για το πογκρόμ των ναζιστών στις γαλαρίες του θανάτου.
«Δούλευα κι εγώ στη νυχτερινή βάρδια και χειριζόμουν πιστολέτο στο δεύτερο υπόγειο. Ξαφνικά νιώσαμε μια μυρωδιά σαν κλούβιο αβγό και στο φως των λαμπτήρων φαινόταν σαν να υπήρχε στις στοές ένα άσπρο σύννεφο, σαν αραιή ομίχλη. Κι όλοι άρχισαν να βήχουν, να ξεροκαταπίνουν και να δακρύζουν τα μάτια τους στην έντονη προσπάθεια που κατέβαλλαν για να αναπνεύσουν. Σε λίγο ένας άγριος πανικός άρχισε να επικρατεί. Ο κάθε όμηρος προσπαθούσε να γλιτώσει, άλλοι ούρλιαζαν κι άλλοι φώναζαν “μας σκοτώνουν”. Εγώ πετάχτηκα αμέσως πάνω στο αναβατόρ που έβγαζε έξω τα χώματα αφού γαντζώθηκα στο κινούμενο λουρί. Ομως ο ταινιόδρομος αυτός έφτανε μόνο μέχρι το πρώτο υπόγειο. Κι εκεί, σε απόσταση 4-5 μέτρων από τον προηγούμενο, άρχιζε ένας νέος ταινιόδρομος που έβγαζε στην επιφάνεια. Εδωσα ένα σάλτο και βρέθηκα από το ένα στο άλλο λουρί. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Ημουν όμως νέος ακόμα και γερός. Οταν έφτασα έξω, δεν πίστευα στα μάτια μου το πώς σώθηκα. Δεν θα ξεχάσω όμως την περίπτωση ενός ομήρου από το Βόλο. Προηγούνταν από μένα λίγα μέτρα και είχε προσπαθήσει να κάνει κι αυτός το ίδιο πήδημα. Δεν τα κατάφερε όμως καλά και καρφώθηκε πάνω σε μια από τις δυο διχάλες που υπήρχαν αριστερά και δεξιά του ταινιόδρομου και τον στήριζαν. Η διχάλα καρφώθηκε από την κοιλιά κι έβγαινε στην πλάτη του».
Ο κ. Σπύρος Κουζινόπουλος είναι γενικός διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.



