Η διπλή επιστροφή





Γύρω στο 1980 ήταν η πρώτη φορά που χαιρετίστηκε ως μία από τις μεγαλύτερες εν ζωή ηθοποιούς της Αμερικής. Δέκα υποψηφιότητες για Οσκαρ ­ εκ των οποίων οι δύο νικηφόρες, για το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» (1979) και για την «Εκλογή της Σόφι» (1982) ­ δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη τύχη για μια γυναίκα που κατέκτησε τη σκηνή της Νέας Υόρκης από το ξεκίνημά της ακόμη.


Η Μέριλ Στριπ όμως έχει και τους επικριτές της που αναρωτιούνται για κάποιες επιλογές της, όπως π.χ. γιατί στις αρχές της δεκαετίας γύρισε κωμωδίες αμφίβολης σπουδαιότητας αλλά κυρίως για το γιατί εγκατέλειψε το θέατρο. Σε συνέντευξή της στο «Interview» η Στριπ ισχυρίζεται ότι οι ανάγκες της μητρότητας ήταν αυτές που καθόρισαν τον δρόμο της: έχει τρεις κόρες και ένα γιο που δεν έχουν ακόμη ενηλικιωθεί. Και ενώ θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αδύναμα χρόνια όσον αφορά την καριέρα της, η εμφάνισή της τόσο στις «Γέφυρες του Μάντισον» το 1995 όσο και στις ταινίες «Marvin’ s Room» (1996) και «One True Thing», που παίζεται μόλις αυτή την εποχή στην Αμερική, κρίνεται εξαιρετική. Ακόμη καλύτερη μάλιστα κρίνεται για τον ρόλο της ως ιρλανδής δασκάλας που δυναστεύει τις ατίθασες αδελφές της στην ταινία «Χορεύοντας στη Λούνασα», κινηματογραφική μεταφορά του ελεγειακού θεατρικού έργου του Μπράιαν Φρίελ ­ τόσο καλή μάλιστα που λέγεται ότι μπορεί να ανεβάσει τις υποψηφιότητές της στις 11.





­ Ηταν βαρύ για σας
όταν νωρίς στην καριέρα σας σάς χαρακτήρισαν μεγάλη ηθοποιό;


«Είναι όμορφο να λένε ωραία πράγματα για εσένα ­ σίγουρα καλύτερα από το να λένε ότι είσαι εντελώς άσχετη ­, ωστόσο αυτό μπορεί να αποτελούσε και ένα εμπόδιο στη δουλειά μου. Ηταν σαν να μπήκε ένας μεγάλος γορίλας στο δωμάτιο τον οποίο έπρεπε στη συνέχεια να συνοδεύω και να συστήνομαι παντού μαζί του, γιατί ό,τι έχει ένας ηθοποιός είναι η τυφλή πίστη των άλλων στο ότι είναι αυτό ακριβώς που λέει πως είναι σήμερα. Οταν ξεκίνησα τα γυρίσματα του «Χορεύοντας στη Λούνασα», συνειδητοποίησα ότι ο γορίλας είχε ήδη μπει στο δωμάτιο πριν από εμένα και δεν ήμουν καθόλου σίγουρη για το αν οι άλλοι ηθοποιοί θα με αποδέχονταν. Αλλά αυτά τα κορίτσια πραγματικά με ανακούφισαν γιατί δεν εντυπωσιάζονται τελικά με τίποτε».


­ Τι σας ώθησε να παίξετε την Κέιτ σε αυτή την ταινία;


«Κοιτάξτε, ήθελα εδώ και πολύ καιρό να επιστρέψω στο θέατρο αλλά δεν μπορούσα γιατί έπρεπε να λείπω ολόκληρες νύχτες και όλα τα Σαββατοκύριακα, όπου όμως έπρεπε να είμαι σπίτι γιατί τότε μόνο βλέπω τα παιδιά μου, οπότε έπρεπε να εγκαταλείψω την ιδέα. Αλλά το «Χορεύοντας στη Λούνασα» ήταν μια ευκαιρία να δουλέψω σε μια ταινία βασισμένη σε ένα εκπληκτικό θεατρικό έργο, γραμμένο για κάποιες θεμελιώδεις αλήθειες. Οσο για το πρόσωπο της Κέιτ, είναι μια γυναίκα που καταπνίγει κάθε ίχνος συγκίνησης μέσα της, είναι μια «Μάνα Κουράγιο» που συγκρατεί τα πάντα με τη δύναμή της, ενώ, αντίθετα, η δική μου δουλειά είναι να εκφράζω συγκίνηση όσο πιο ελεύθερα μπορώ».


­ Ο σύζυγος του «One True Thing» (τον οποίο υποδύεται ο Γουίλιαμ Χαρτ) καταφεύγει στην ακαδημαϊκή καριέρα του και στο μυθιστόρημα που δεν πρόκειται ποτέ να εκδώσει, σαν να ήταν η ζωή και ο θάνατος υπερβολικά δύσκολα γι’ αυτόν για να ασχοληθεί μαζί τους. Πιστεύετε ότι οι άνδρες γενικά έχουν μια τάση να βουλιάζουν μέσα στις ασχολίες τους, μακριά από την πραγματικότητα, ενώ οι γυναίκες, που μεγαλώνουν τα παιδιά, είναι περισσότερο συντονισμένες με αυτήν;


«Πιστεύω ότι οι άνδρες μπορούν πιο εύκολα να αποσπώνται από αυτό που πραγματικά έχει σημασία, από αυτό για το οποίο αργότερα θα δουν ότι είχε σημασία. Είναι ικανοί να αποζημιώνονται με την εγκόσμια δόξα όταν το όνομά τους γράφεται κάπου με μεγάλα γράμματα. Οι μητέρες δεν είναι έτσι. Κάτι εκχωρείται και από τις δύο πλευρές και πιστεύω ότι οι γυναίκες το καταλαβαίνουν, όπως καταλαβαίνουν και το ότι τον δικό τους ρόλο υπαγορεύει η αναγκαιότητα. Η Αννα και εγώ ανήκουμε σε εκείνη τη γενιά που γοητεύθηκαν από την επιδίωξη μιας καταξίωσης έξω από το σπίτι, μιας επιτυχίας δηλαδή διαφορετικής από αυτήν που αφορά μια σχέση, ή από πράγματα που δεν «μετριούνται», όπως είναι ας πούμε το να μεγαλώνεις ένα παιδί σωστά ή να κάνεις μια καλή δουλειά στο σπίτι. Η Αννα έγραψε αυτό το βιβλίο για τη μητέρα της και τη δική της γενιά ­ γυναίκες οι οποίες, όταν γύρισαν οι άνδρες τους από τον πόλεμο, άφησαν τα επαγγέλματά τους και έμειναν στο σπίτι. Οι προσδοκίες τους δεν έβγαιναν πέρα από τον κόσμο τους και αυτός περιελάμβανε μόνο την κοινότητά τους και τις οικογένειές τους. Μεγάλωσαν όμως κόρες που ονειρεύτηκαν να αφήσουν ένα σημάδι στον κόσμο και να χρησιμοποιήσουν την παιδεία τους για κάτι περισσότερο από το να φροντίζουν ένα νοικοκυριό».


­ Υπήρχε ένα άρθρο στους «New York Times» πριν από λίγους μήνες για τις γυναίκες που επενδύουν τα πάντα στην ιδέα να γίνουν και πάλι νοικοκυρές, χωρίς όμως να είναι αντιφεμινίστριες.


«Μπορώ να τον καταλάβω αυτόν τον διακαή πόθο, ωστόσο, έχοντας μείνει κάποτε έξω από τη φωλιά μου, ξέρω ότι δεν θα ήμουν ευτυχισμένη αν έμενα συνεχώς στο σπίτι. Αγαπώ πραγματικά τη δουλειά μου και το ότι έχω τη δυνατότητα να παίρνω μια διαφορετική ανάσα από τις συμπιεσμένες στερήσεις, τα άγχη, τις λαχτάρες και τα πάθη ­ ό,τι τέλος πάντων είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να εκφρασθούν. Πραγματικά το έχω ανάγκη αυτό».


­ Αυτός ήταν ο λόγος αρχικά για τον οποίο γίνατε ηθοποιός;


«Οταν τελείωσα το σχολείο, ήμουν ένα είδος χίπισσας σε μια μικρή ομάδα ηθοποιών στο Βερμόντ. Ταξιδεύαμε παντού με ένα φορτηγάκι Φολκσβάγκεν. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν: «Αυτό δεν μου είναι αρκετό. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ενδιαφέροντες και έξυπνοι αλλά δεν είναι και ιδιαίτερα απαιτητικοί και χρειάζομαι να βρεθώ κάπου όπου να παίρνουν περισσότερο στα σοβαρά την ηθοποιία». Συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πράγματα με τα οποία ήθελα να δουλέψω ­ ούτε ήξερα ακόμη τι ακριβώς ­ και ήθελα να πάω εκεί όπου όλα αυτά γίνονταν καλύτερα. Ετσι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Γέιλ. Ημουν απένταρη και έτσι μου έδωσαν μια υποτροφία ­ υπήρχαν ακόμη αυτά τα πράγματα εκείνη την εποχή. Ηταν σίγουρα μια μεγάλη στιγμή για εμένα».


­ Εγινε κάποια στιγμή αντιληπτό ότι ήσασταν μια πολύ καλή ηθοποιός;


«Οι φίλοι μου μού έλεγαν ότι ήμουν πολύ καλή. Αυτό που κυρίως ένιωθα ήταν ότι ήμουν ελεύθερη, ότι ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη κάπου βαθιά βαθιά μέσα μου όταν έπαιζα και ότι μεταφερόμουν σε ένα χώρο που με έκανε πραγματικά να μοιάζω σαν να ήμουν ερωτευμένη».


­ Το αισθάνεστε ακόμη αυτό;


«Ναι αλλά όχι πάντα. Ενας Θεός ξέρει…».


­ Ησασταν ιδεαλίστρια;


«Νομίζω ότι ακόμη είμαι».


­ Πώς τη μετράτε την καριέρα σας;


«Στην πραγματικότητα δεν κάνω κάτι τέτοιο γιατί νιώθω ότι είναι μια σειρά τυχαίες ενέργειες. Εμφανίστηκα στο θέατρο όπου υπάρχει λιγότερη πίεση να βρεις κάτι που να σου ταιριάζει και ένιωθα πάντοτε ότι το ταλέντο μου ήταν αρκετά «πολυποίκιλο» ώστε να μπορώ να βάζω τον εαυτό μου σε διάφορες καταστάσεις και η φαντασία μου να μπορεί να διεγείρεται από διάφορα κίνητρα. Το σκεπτικό μου λέει: «Γιατί όχι αυτό;». Ετσι παίρνω τα μπογαλάκια μου και πηγαίνω από τον ένα ρόλο στον άλλο, όπως όλοι οι ηθοποιοί. Την καριέρα μου τη βλέπω σαν μια παλέτα, ένα συνονθύλευμα από χρώματα τα οποία έχω χρησιμοποιήσει ξανά και στο παρελθόν. Και τα οποία βέβαια μπορώ να χρησιμοποιώ σε άπειρους συνδυασμούς ­ έτσι φτιάχνεται ένα καινούργιο πρόσωπο κάθε φορά».


­ Ως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’80 αναλαμβάνατε κυρίως σοβαρούς ρόλους σε ταινίες όπως «Ο Ελαφοκυνηγός» (1978), «Κράμερ εναντίον Κράμερ», «Η εκλογή της Σόφι», «Η εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ» (1983), «Πέρα από την Αφρική» (1985) και «Ξένοι στην ίδια πόλη» (1987). Και αμέσως μετά, ξαφνικά, κάνατε τέσσερις κωμωδίες: «Η διαβολογυναίκα» (1989), «Φλερτάροντας τη ζωή» (1990), «Υπερασπίζοντας τη ζωή μας» (1991) και «Ο θάνατος σου πάει πολύ» (1992), που μας έκαναν να σας δούμε διαφορετικά. Υπήρχε μια συνειδητή επιθυμία εκ μέρους σας να κάνετε κάτι πιο ελαφρύ;


«Οχι. Ο λόγος που διάλεξα αυτές τις ταινίες είχε να κάνει με το μέρος όπου γυρίζονταν. Ο γιος μου πήγε παιδικό σταθμό στο Τέξας, νηπιαγωγείο στη Νέα Υόρκη, πρώτη τάξη στην Αφρική, το μισό της πρώτης τάξης στη Βρετανία, τη δευτέρα στο Κονέκτικατ, την τρίτη στην Αυστραλία και την τετάρτη στο Λος Αντζελες. Μια μέρα μου είπε: «Δεν θέλω άλλο να είμαι καινούργιος» και έτσι σταμάτησα να τρέχω σε όλα αυτά τα μέρη και πήραμε την απόφαση μαζί με τον άντρα μου να μείνουμε στο Λος Αντζελες. Οι ταινίες που γύρισα εκεί μου επέτρεπαν να είμαι σπίτι κάθε βράδυ και δεν ήταν ενάντια στο γούστο μου. (παύση) Δεν έχω κάνει πολλά πράγματα για τα οποία να ντρέπομαι ή τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή μου».


­ Τι σας συνδέει με το πρόσωπο που ήσασταν τότε όταν βλέπετε τις ταινίες που γυρίσατε πριν από 20 χρόνια; Τη γνωρίζετε εκείνη τη γυναίκα με τα μακριά ξανθά μαλλιά;


«Το πρώτο που σκέφτομαι είναι: «Θεέ μου, πάντα νόμιζα ότι ήμουν χοντρή αλλά δεν ήμουν». (γέλια) Και έπειτα σκέφτομαι ότι ήμουν τόσο νέα. Αλλά νιώθω πως είμαι πάντα το ίδιο πρόσωπο με αυτό τότε που ήμουν 28. Τόσο ήμουν όταν ξεκίνησα την κινηματογραφική καριέρα μου. Δεν τρέχω ίσως τόσο γρήγορα όσο έτρεχα κάποτε, μέσα μου όμως δεν νιώθω διαφορετική».


­ Περίεργο, γιατί περίμενα να σας ακούσω να λέτε ότι ήσασταν ένα διαφορετικό πρόσωπο. Γιατί όλοι αλλάζουμε, είτε το θέλουμε είτε όχι.


«Λέτε; Εδώ λοιπόν διαφωνούμε ριζικά. Πραγματικά πιστεύετε ότι αλλάζουμε; Εκ βαθέων;».


­ Νομίζω μάλιστα ότι οφείλουμε.


«Μα τι ακριβώς αλλάζει; Η καρδιά σου, τα κίνητρά σου και τα ένστικτά σου;».


­ Σκέφτομαι τη δυνατότητα που έχει κανείς να διαπραγματεύεται τους συμβιβασμούς του, να παραιτείται από τις μάχες που δεν χρειάζεται να κερδίσει και να κερδίζει εκείνες που χρειάζεται.


«Νομίζω ότι όλα αυτά είναι αλήθεια. Αλλά τα βλέπω περισσότερο ως μια εξέλιξη μέσα στην οποία ο βασικός σου εαυτός παραμένει ο ίδιος. Οντας μητέρα τεσσάρων παιδιών, έχω δει ότι η προσωπικότητα εμφανίζεται αμέσως, από τη γέννηση ακόμη, και δεν πιστεύω ότι αλλάζει ουσιαστικά. Ο δρόμος σου μέσα στον κόσμο είναι που αλλάζει, ο τρόπος που παίρνεις τις αποφάσεις σου και το πώς αποφασίζεις αν θα εξακολουθήσεις να ασχολείσαι με τα πράγματα που ασχολιόσουν για χρόνια. Αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι ο εαυτός σου αναδύεται πιο καθαρά με τον χρόνο και γίνεσαι λιγότερο αλαζόνας.


­ Ποιοι είναι οι φόβοι σας;


«Οταν ονοματίζεις τους φόβους σου, μπορεί να βγουν αληθινοί. Είμαι αρκετά προληπτική για να το πιστεύω. Αυτό που θέλω να σας πω πάντως είναι ότι από τη στιγμή που γίνεσαι γονιός σε επισκέπτονται φόβοι που δεν φανταζόσουν ποτέ σου ότι υπάρχουν, αγωνίες για τις οποίες δεν είχες την παραμικρή ιδέα. Δεν θέλεις να χαλάσουν τα παιδιά σου».