«Στην αρχή δεν ήθελα τον ρόλο»



Οταν ανακοινώθηκε το Οσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου, η Κιμ Μπέισινγκερ έμεινε εμβρόντητη και ο Αλεκ Μπάλντουιν, ο σύζυγός της, άρχισε να κλαίει. Εκείνη σηκώθηκε, δέχθηκε ένα ένθερμο φιλί από τον Τζακ Νίκολσον, και ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο. Της ήταν σχεδόν αδύνατον να αναπνεύσει, τελικά όμως κατάφερε να μιλήσει στο μικρόφωνο: «Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου…» ­ γέλια από κάτω. Αφού εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της προς τους συνεργάτες, την Ακαδημία και την οικογένεια, τελείωσε αφιερώνοντας το «έπαθλο» στον πατέρα της: «Μπαμπά, αυτό είναι για σένα!».


Η Κιμ Μπέισινγκερ απέδειξε περίτρανα γιατί «ποτέ δεν πρέπει να ξαναπείτε ποτέ»: ποτέ, δηλαδή, μην πείτε ότι ένα κορίτσι του Μποντ δεν μπορεί να βραβευθεί για τις υποκριτικές του ικανότητες ­ ακόμη και αν χρειασθεί να περάσουν 15 ολόκληρα χρόνια και να γίνουν πολλά λάθη στο ενδιάμεσο. Στην ταινία «Λος Αντζελες Εμπιστευτικό» η Κιμ παίρνει ένα ρόλο που φαινομενικά δεν ξεφεύγει από το «κλασικό» ρεπερτόριό της (υποδύεται μια πόρνη πολυτελείας) και καταφέρνει να σπάσει το κέλυφος των συνειρμών που ακολουθούσαν ως τώρα τόσο την ίδια όσο και το είδος του εν λόγω ρόλου: χάρη στην ερμηνεία της το στερεότυπο της μοιραίας γυναίκας ξεγυμνώνεται από το παγωμένο προσωπείο του και λαμβάνει μια απρόσμενα ευάλωτη διάσταση.


* Αρχικά δεν ήθελε να πάρει τον ρόλο αλλά τελικά άλλαξε γνώμη: το σενάριο έπεσε στα χέρια της λίγο μετά τη γέννηση του μωρού της, το 1995. Δεν μπήκε καν στον κόπο να το διαβάσει ολόκληρο ­ το απέρριψε χωρίς πολλή σκέψη, απρόθυμη να επαναλάβει τον εαυτό της και τις επιλογές της: «Δεν ήθελα να παίξω μια πόρνη. Δεν ήθελα να ξανακάνω κάτι που έχω κάνει τόσες φορές στο παρελθόν. Και πάνω από όλα δεν ήθελα να επιτρέψω σε τίποτα να μου χαλάσει τη διαύγεια, την ισορροπία, τον καθαρό αέρα, το φρέσκο φως και όλα τα όμορφα πράγματα που είχα στη ζωή μου εκείνη τη στιγμή». Ευτυχώς επενέβη ο ατζέντης της και έτσι η Κιμ ξαναδιάβασε το σενάριο ­ ολόκληρο αυτή τη φορά. Οταν έφθασε στην τελευταία σελίδα, ένιωσε μια οικειότητα με αυτόν τον χαρακτήρα: μια κοπέλα από την επαρχία ­ όπως η ίδια ­ που είχε έρθει στο Χόλιγουντ με όνειρα δόξας και μεγαλείου η οποία τελικά δεν τα κατάφερε. «Πολλά όνειρα δεν γίνονται ποτέ πραγματικότητα. Είναι τόσο απλό» υποστηρίζει η ίδια.


* Η πρώτη συνάντηση με τον σκηνοθέτη ήταν υπνωτική: παρ’ όλο που δεν είχε δεχθεί ακόμη τον ρόλο, η Κιμ Μπέισινγκερ ­ και συγκεκριμένα το γραφείο της ­ άρχισε να δέχεται τηλεφωνήματα από τους ενδυματολόγους του «Λος Αντζελες Εμπιστευτικό», οι οποίοι ρωτούσαν «πότε θα μπορούσε να περάσει η κυρία Μπέισινγκερ από την γκαρνταρόμπα για τις πρώτες πρόβες;». Σαν να μην έφθανε αυτό, μια μέρα της τηλεφώνησε ένας φίλος της και της είπε περιχαρής: «Μαθαίνω ότι παίζεις στο “Λος Αντζελες Εμπιστευτικό”». Εντελώς συμπτωματικά, την επομένη είχε κανονίσει να μιλήσει με τον σκηνοθέτη Κέρτις Χάνσον στο περιώνυμο «Formosa Cafe». Η ίδια περιγράφει την καθοριστική συνάντηση ως εξής: «Οι τοίχοι είναι γεμάτοι με αστέρες του Χόλιγουντ από το ’30, το ’40 και το ’50. Μόλις περάσεις την είσοδο, αισθάνεσαι σαν τον Τζακ Νίκολσον στη “Λάμψη”, σε εκείνη τη σκηνή που μπαίνει στο δωμάτιο και όλα ζωντανεύουν. Τα ποτήρια που τσουγκρίζουν, τα χειροκροτήματα, τα γέλια, τα τσιγάρα, ο καπνός… Ξαφνικά βρέθηκα σε ένα θάλαμο με τον σκηνοθέτη να μου παρουσιάζει το “οπτικό” υλικό της ταινίας: φωτογραφίες του Ρόμπερτ Μίτσαμ όταν συνελήφθη για κατοχή μαριχουάνας, άλλες της Βερόνικα Λέικ… Και κάποια στιγμή μου λέει: “Είναι, λοιπόν, αυτός ο ρόλος της πόρνης αλλά είναι πόρνη πολυτελείας”. Και του απαντάω: “Ποια η διαφορά μεταξύ μιας πόρνης πολυτελείας και μιας απλής πόρνης;”. Τον συμπάθησα αμέσως τον Κέρτις. Ο τρόπος που μιλούσε για τον ρόλο ήταν σχεδόν υπνωτικός».


* Το μωρό έδωσε την… έγκριση: «Το μωρό το είχα κάνει πριν από ένα χρόνο και ήμουν ερωτευμένη μαζί του και με τη μητρότητα. Κάποια στιγμή ήρθε η πρόταση για την ταινία και τότε δημιουργήθηκε μια περίεργη κατάσταση: ένιωθα σαν να μου μιλούσε η μικρή με τα μάτια της και μου έλεγε να μην ανησυχώ για τη σχέση μας, βρίσκεται σε καλό δρόμο, και έπρεπε τώρα να φροντίσω τον εαυτό μου που τον είχα παραμελήσει. Ηταν σαν να μου έδωσε την “έγκριση” να δεχθώ τον ρόλο».


* Για πρώτη φορά στη ζωή της νιώθει υπερήφανη: η ηθοποιός υποστηρίζει ότι, ανεξαρτήτως Οσκαρ, ολόκληρη η εμπειρία του «Λος Αντζελες Εμπιστευτικό» ήταν πολύτιμη, ένα μορφωτικό ταξίδι. «Τώρα, όταν κάποιος μου λέει “φοβερή ταινία”, μπορώ επιτέλους να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω: “Ναι, πράγματι”».


* Η αντιφατική διάσταση του χαρακτήρα της: θα δυσκολευόταν κανείς να φαντασθεί ότι η πανέμορφη και υπερσεξουαλική Κιμ ήταν ένα ντροπαλό παιδί που φοβόταν και τη σκιά του. Της άρεσε να κλείνεται στο δωμάτιό της και να γράφει με τις ώρες ­ όλοι στην οικογένειά της τη φώναζαν ονειροπόλα. Μισούσε το σχολείο: μια φορά ο δάσκαλος τη σήκωσε για να διαβάσει κάτι στην τάξη και εκείνη άρχισε να ιδρώνει υπερβολικά και να τρέμει ολόκληρη, ώσπου έφυγε τρέχοντας για να μη λιποθυμήσει. Από τότε, στην αρχή κάθε σχολικού έτους, η μητέρα της τηλεφωνούσε στον εκάστοτε δάσκαλο και του ζητούσε να μην τη σηκώσει για μάθημα. Υπήρχε, όμως, και η άλλη πλευρά του χαρακτήρα της: εκείνη που την οδηγούσε να συμμετέχει σε όλους τους διαγωνισμούς ταλέντων και να οργανώνει τις εμφανίσεις του κοριτσίστικου γκρουπ με το οποίο τραγουδούσε. «Ημουν περίπου σαν τον τραυλό που δεν μπορεί να μιλήσει αλλά όταν τραγουδάει λύνεται η γλώσσα του» θυμάται η ίδια.


* Η κατηγοριοποίησή της ως «συμβόλου του σεξ» ξεκίνησε από τα παιδικά της χρόνια: «Ολοι οι γνωστοί έλεγαν: “Κοίτα τι όμορφη που είναι. Μοιάζει με μια μικρή σταρ του Χόλιγουντ”. Οι άνθρωποι το κάνουν αυτό στα παιδιά ασταμάτητα: “Είσαι τόσο όμορφη” ή “είσαι τόσο άσχημη” ή “είσαι τόσο έξυπνη” και τόσα άλλα σχόλια αυτού του είδους. Και έτσι τα παραλύουν και εκείνα μεγαλώνουν με κόμπλεξ. Ολοι μας κάνουμε τεράστια λάθη άθελά μας. Είναι ένας υπέροχος συγγραφέας ­ ξεχνάω το όνομά του ­ που έγραψε κάποτε ότι από τη στιγμή που γεννιόμαστε αρχίζει το “πασπάτεμα”: αδέλφια, μητέρες, πατέρες, δάσκαλοι, όλοι στριμώχνουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά μας. Η διαδικασία αυτή ξεκινάει σε μικρή ηλικία και φθάνει μια στιγμή που νιώθεις ξαφνικά σαν ένα μπαούλο που περνάει από τον κυλιόμενο διάδρομο στο αεροδρόμιο και είναι γεμάτο αυτοκόλλητα. Νομίζω ότι έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου προσπαθώντας να ξεκολλήσω αυτά τα αυτοκόλλητα».


* Στο Χόλιγουντ η εμφάνιση βοηθάει μόνο στο ξεκίνημα: «Οταν έχεις μια εντυπωσιακή εμφάνιση, φθάνεις πολύ γρήγορα στο ρετιρέ, στην κορυφή. Αν, όμως, δεν υπάρχει τίποτα κάτω από την όμορφη επιφάνεια, θα καταλήξεις άφραγκος στο υπόγειο».


* Φωτογραφήθηκε γυμνή στο «Playboy» γιατί ήθελε να σοκάρει: η φωτογράφιση για το «Playboy» έγινε αμέσως μετά την εμφάνισή της στην ταινία του Τζέιμς Μποντ «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ». Η σκηνοθεσία ήταν απλή και «κλασική»: μια οπτασία με ξέπλεκα μαλλιά και τέλεια πόδια να τρέχει ανέμελα σε εξωτική παραλία, πότε πλατσουρίζοντας στα νερά και πότε στριφογυρίζοντας στην άμμο. «Η όλη ιδέα ήταν κάτι που δεν είχα σκεφθεί ποτέ στη ζωή μου να κάνω: να εμφανισθώ γυμνή σε δημόσια θέα μού ήταν αδιανόητο ως εκείνη τη στιγμή. Αναδρομικά θα μπορούσα να πω ότι κατάφερα να συνωμοτήσω εναντίον του εαυτού μου. Ηθελα να κάνω ένα μικρό καλλιτεχνικό φιλμάκι και το πέτυχα ακριβώς… Ηθελα να σοκάρω, κατά κάποιον τρόπο, και ως αποτέλεσμα συκοφάντησα τον ίδιο μου τον εαυτό και άκουσα τις πόρτες να κλείνουν με πάταγο. Κατάλαβα ότι το μικρό κοριτσάκι που έκρυβα μέσα μου δεν θα ακουγόταν ξανά για πολλά χρόνια ακόμη. Τελικά, όμως, η όλη ιστορία με βοήθησε γιατί αναγκάστηκα να ξεκινήσω μια μάχη εναντίον “εκείνης”. Εκείνη ­ η εικόνα που είχαν οι άλλοι για μένα ­ πήρε ένα δικό της ανάστημα και έπρεπε να την καταρρίψω. Στη διάρκεια της προσπάθειας αυτής πέρασα από πολλά σκοτεινά μέρη. Πάντα όμως διατηρούσα την ελπίδα ότι στο βάθος υπάρχει ένα φως».


* Δύο πράγματα τη βοήθησαν σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής της: «Οταν ο Μπλέικ Εντουαρντς μου ζήτησε να παίξω στο “Ο άνδρας που αγαπούσε τις γυναίκες” (1983) πέρασα καταπληκτικά, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να δείξω μια πλευρά του εαυτού μου που ως τότε είχα μοιρασθεί μόνο με την οικογένειά μου. Πάντα αισθανόμουν πολύ άνετα με την κωμική μου πλευρά. Ο κλόουν μέσα μου και η πίστη μου ήταν οι δύο καλύτεροι σύντροφοί μου σε όλο αυτό το ταξίδι. Οι τρεις μας ζήσαμε μια θαυμάσια ζωή».