Δεσμοί αίματος ανέκαθεν ενώνουν την τρέλα και τη λογοτεχνία. Σημαντικοί συγγραφείς έγραψαν έργα, που θεωρούνται κλασικά, πιασμένοι στη μέγγενη της παράνοιας! Ενώ η τρέλα ως θέμα άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί ακατανίκητη έλξη. Οι υπερρεαλιστές την εκθείασαν και ο πατριάρχης τους Αντρέ Μπρετόν έπλασε ένα ιδανικό πρότυπο ψυχωτικής ηρωίδας στο πρόσωπο της Νατζά. Η Μ. Καραπάνου, και αυτή με ένα μυθιστόρημα ημερολογιακής μορφής, έρχεται να προσθέσει τη Λώρα, που δεν ζει έναν παράφορο έρωτα, όπως η ηρωίδα του Μπρετόν, αλλά την κάθοδο στην ψυχωσιακή άβυσσο.
Το 1987 το δεύτερο μυθιστόρημα της Μ. Καραπάνου, Ο υπνοβάτης, μεταφράστηκε από την ίδια στα γαλλικά, στεγάστηκε στον οίκο Γκαλιμάρ, και μάλιστα στην επίλεκτη σειρά «Du monde entier», τέλος, τιμήθηκε με το γαλλικό βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος. Βραβείο που παλαιότερα είχε αποσπάσει ένα βιβλίο-καύχημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, οι Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα. Τότε, με τη σιγουριά που προσφέρει μια ευρωπαϊκή βράβευση, η Μ. Καραπάνου θεώρησε καθήκον της ως ελληνίδα συγγραφέας να ασκήσει δριμύτατη κριτική στους έλληνες κριτικούς, οι οποίοι είχαν σταθεί αυστηροί με τον Υπνοβάτη ή και τον αγνόησαν, όπως και το πρώτο μυθιστόρημά της, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος. Αντιγράφουμε σχετικό απόσπασμα από συνέντευξη της συγγραφέως στη Μ. Καραβία:
«… Η κριτική δίνει ένα πολύ λανθασμένο τοπίο της ελληνικής πεζογραφίας. Διαφεύγει κάτι από τους Ελληνες που ασκούν αυτό το λειτούργημα. Η κριτική δεν υπάρχει για να κρίνει. Υπάρχει για να αναδεικνύει. Αξίζει κανείς να δει με τι ενθουσιασμό, τι γενναιοδωρία, θράσος, θάρρος και τρέλα είναι γραμμένα τα κείμενα αμερικανών συγγραφέων για νεότερους συναδέλφους τους. Δεν χάθηκε ο κόσμος να πεις μια λέξη παραπάνω. Εκείνο που έχει σημασία είναι να μην πεις μια λέξη λιγότερη. Στην Ελλάδα πάντα θα ψάξουμε για το ψεγάδι… Δεν έχω διαβάσει ποτέ ούτε μια κριτική γραμμένη με ενθουσιασμό…».
Βεβαίως θα διαφωνήσουμε με τη Μ. Καραπάνου και για τον ρόλο των κριτικών, που αν θέλει να λειτουργεί ψυχωφελώς για τον συγγραφέα κυρίως τα ψεγάδια θα πρέπει να εντοπίζει, και για τα περί απουσίας ενθουσιώδους κριτικής. Δόξα τω Θεώ και στη χώρα μας γράφονται σωρηδόν κριτικές εν θερμώ. Δεν είναι και λίγα τα πρόχειρα κατασκευάσματα που κατά καιρούς ανυψώθηκαν σε λογοτεχνικά επιτεύγματα, όπως υπάρχουν και περιπτώσεις που διαμαντάκια απερρίφθησαν ως φο μπιζού. Ωστόσο θα συμφωνήσουμε μαζί της ότι όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ ελλήνων και λοιπών ευρωπαίων κριτικών.
Εν αναμονή μιας διεξοδικότερης συζήτησης, κατά παράβαση των συνηθειών μας, θα αποτολμήσουμε μια παρουσίαση του καινούργιου μυθιστορήματος της Μ. Καραπάνου όχι ως ενθουσιώδεις κριτικοί, καθώς αυτό είναι λίγο δύσκολο λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά ως συμπάσχοντες με το κείμενο. Το 1980 είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι ένα κατά τη γνώμη μας συγκλονιστικό βιβλίο· το Μεγάλο ρεπορτάζ της Μισέλ Μανσό, γνωστής περισσότερο ως δημοσιογράφος. Με τη μορφή ημερολογίου, η Μ. Μανσό έκανε το σημαντικότερο ρεπορτάζ της ζωής της, καλύπτοντας ένα οδοιπορικό στο σκοτεινό τούνελ της κατάθλιψης· τη βύθιση και μετά, την αργή, στην περίπτωσή της, ψυχαναλυτική διαδικασία ανάδυσης.
Ακριβώς, σαν ένα μεγάλο ρεπορτάζ μιας κατάστασης, πολύ περισσότερο βεβαρημένης, διαβάσαμε το Ναι. Και αυτό με τη μορφή ημερολογιακών καταχωρίσεων, όχι όμως προσωπικών. Η Μ. Καραπάνου πλάθει τη Λώρα, μια γυναίκα στα 51, βραβευμένη συγγραφέα και «μανιοκαταθλιπτική από είκοσι ετών», που ζωγραφίζει με τα μελανότερα χρώματα τον εαυτό της και τις σχέσεις της. Στην αρχή οι εγγραφές είναι σύντομες, μόλις μερικές αράδες ως μισή σελίδα. Οταν όμως οι κρίσεις μανίας εντείνονται, η γραφή απλώνεται.
Οι ακραίες εμπειρίες μόνο εκ των ένδον μπορούν να αποδοθούν, με μια σχεδόν αυτόματη γραφή. Το πρόσφατο βιβλίο συγγενεύει περισσότερο με το πρώτο μυθιστόρημα, Η Κασσάνδρα και ο Λύκος. Απουσιάζουν οι αλληγορίες και οι συμβολισμοί με τις ηθικές και φιλοσοφικές φορτίσεις τους, στις οποίες εν πολλοίς στηρίζονται τα δύο ενδιάμεσα μυθιστορήματα (Ο υπνοβάτης και Rien ne va plus). Από τους συνειρμούς μένουν σπαράγματα, επιφωνήματα, επικλήσεις στον Θεό, κάποτε και βλάσφημες, δοξαστικά επίθετα. Είναι ο λόγος ενός ταραγμένου ψυχισμού, όπου επιπλέουν στίχοι στα γαλλικά και στα ελληνικά, παράταιρες λέξεις και άλλες που επαναλαμβάνονται. Προκλητικές οι στιχομυθίες και μακρείς διάλογοι με τη σκυλίτσα, που ονομάζεται Λούκα, όπως η ηρωίδα του Υπνοβάτη.
Η Κασσάνδρα, το κοριτσάκι του πρώτου βιβλίου, έγινε ένας ενήλικος, που βρίσκεται και πάλι εν μέσω λύκων, μόνο που τώρα βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη σχισμένο στα δύο. Δεν είναι σαφές πόσο χρόνο καλύπτει αυτό το ημερολόγιο. Πάντως στα τρία από τα τέσσερα συνολικά μέρη οι προστατευτικοί μηχανισμοί τού Εγώ έχουν καταρρεύσει και η ηρωίδα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη «βαθιά οδύνη» που αναδύεται από το ασυνείδητο. Βιώνει μια ισορροπία τρόμου μεταξύ μανίας και κατάθλιψης, με συνεχείς εναλλαγές διάθεσης. Από μια κατάσταση υπερδιέγερσης, όταν η ενέργεια ξεχειλίζει και φέρνει έντονη κινητικότητα και νευρική ένταση, γλιστρά στο υποτονικό βύθισμα. Τη διάθεση για επίδειξη και μακρολογία διαδέχονται η εγκατάλειψη και η σιωπή, «σαν ψάρι μέσα σε ενυδρείο».
Οσο διαρκεί η μανία πρωταρχική διέξοδο στην έξαψη δίνει η σεξουαλική αδηφαγία, που συμβαίνει σε έναν φαντασιακό χώρο μεταξύ εμπειρικής και λογοτεχνικής πραγματικότητας. Ταυτόχρονοι εναγκαλισμοί με πληρωμένους εραστές και εράστριες αλλά και με λογοτεχνικούς ήρωες και συγγραφείς. Μετά έρχεται η κατάθλιψη, με δελεαστική διαφυγή την αυτοκτονία. Ανίσχυροι οι γιατροί καταντούν «φαρμακοποιοί»· σβήνουν με φάρμακα τη μανία, μόνο που μαζί νεκρώνουν την ψυχή. Ορισμένοι επωφελούνται και κάνουν εναλλάξ έρωτα και ηλεκτροσόκ.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο, η Λώρα, έπειτα από αλλεπάλληλες κρίσεις και μακριά διαστήματα παραμονής σε κλινικές, επιστρέφει σπίτι της και ξεκινά ψυχανάλυση. Η ασθένεια φαίνεται να έχει ξεπεραστεί, προπάντων χάρη σε έναν σύντροφο, που για τη Λώρα ονομάζεται Αϊς και είναι ιρλανδός ψυχίατρος. Σύμφωνα με την αφιέρωση του βιβλίου, πρόκειται για το μυθοπλαστικό alter ego του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, μεταξύ άλλων και συγγραφέα ενός ποιητικού παραμυθιού. Πιθανώς και ακολουθώντας το παράδειγμά του, η Μ. Καραπάνου δίνει στο τελευταίο μέρος του βιβλίου της την τρυφερότητα και την ελαφράδα ενός παραμυθιού, όπου τα σκυλιά συμμετέχουν σε μια συζήτηση περί ψυχιατρικής και αντιψυχιατρικής, φροϋδικής και λακανικής ψυχανάλυσης. Μεταξύ σοβαρού και διακωμώδησης, η ηρωίδα λέει ναι στη ζωή.
Μια ασθένεια της ψυχής κρατά πολύ, το ημερολόγιο γίνεται σχοινοτενές. Κοιλιά δεν κάνει το μυθιστόρημα, αφού δεν υπάρχει κλιμάκωση αλλά η συνεχής ένταση της κρίσης. Θα μπορούσε ωστόσο να γίνει λόγος για οικονομία του κειμένου. Επίσης θα περίμενε κανείς η μανία να οδηγήσει σε παραληρηματικό λόγο μεγαλύτερης εικονοπλασίας. Ας αφήσουμε όμως άλλους να εντοπίσουν πιθανά ψεγάδια. Αλλωστε ο αναγνώστης, ανάλογα με τις άμυνές του, θα ενδώσει περισσότερο ή λιγότερο σε αυτή τη ζέουσα μαρτυρία. Εμείς πάντως θα συμβουλεύαμε να προταθεί το Ναι για το Λογοτεχνικό Ευρωπαϊκό Αριστείο του 1999. Και αυτό γιατί η Μ. Καραπάνου διαθέτει ένα ατού που στερούνταν οι προηγούμενοι έλληνες υποψήφιοι, την ευρωπαϊκή εμβέλεια.



